Από τις εκδόσεις Νεφέλη και τη σειρά Άπαντα Γιάννη Σκαρίμπα, κυκλοφορεί το βιβλίο, Αντι-Καραγκιόζης ο Μέγας.

Δύο κωμωδίες τοῦ Σκαρίμπα (Ὁ Καραγκιόζης λαθρέμπορος καί Ὁ Καραγκιόζης Γαβγαβγόπουλος), μέ φωτογραφίες ἀπό τά πρωτότυπα σκηνικά καί τίς φιγοῦρες του.

Τό 1969, ὅταν τά ἤθη τῶν καιρῶν ἀπειλοῦσαν τόν Καραγκιόζη μέ «ζελατινοποίηση», ἔγραφε ὁ Γιάννης Σκαρίμπας: «Τό θέμα τοῦ Καραγκιόζη δέν εἶναι καμμιά ἀμελητέα ὑπόθεσι, πού-τάχα-μόνο τόν παιδόκοσμο ἐνδιαφέρει, ἀλλά μιά ἀπό τίς πολύ λαϊκές μας πτυχές, ὅπου-καί σ’ αὐτήν-πάλλει ἡ καρδιά ἀσταμάτητη, μές στίς χιλιετηρίδες τοῦ ἔθνους […]. Ὁ Μορφονιός, ὁ καπετάν-Γκρής, ὁ σιόρ-Διονύσιος, ὁ Βεληγκέκας, ὁ γλυκομίλητος Χατζηαβάτης, ὁ Μεγαλέξαντρος, ὁ μπαρμπα-Γιῶργος, ὅλοι τύποι κοινωνικοί, ἀπαραβίαστοι, στητοί ὡς κολῶνες τοῦ Θησείου, ἀναστενάριοι τῆς δουλείας ἤ ἐκδικητές τῆς καταδυναστευομένης Ρωμηοσύνης μπαίνουν σιγά-σιγά στό περιθώριο, ἤ παίζουν διακοσμητικό μονάχα ρόλο» (ἐπιστολή πρός τήν ἐφημερίδα Τό Ποντίκι, πού δημοσιεύθηκε, μεταθανατίως, στίς 27 Ἰανουαρίου 1984). Ὁ Σκαρίμπας ἀντιδρᾶ δυναμικά στή διαφαινόμενη, κάτω ἀπό τήν εὐμάρεια καί αἰσιο-δοξία τῆς δικτατορίας τῶν συνταγματαρχῶν, ἀπαξίωση τοῦ Θεάτρου Σκιῶν ὡς λαϊκοῦ θεάματος καί αὐθεντικοῦ καταγραφέα τῆς ἱστορίας, ἀπό τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα τοῦ 1821 καί τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους μέχρι τήν πρόσφατη κατοχική τραγωδία καί τό ἔπος τῆς Ἀντίστασης. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές, κατασκευάζει ὁ ἴδιος φιγοῦρες, τά περίφημα «χαρτονόμουτρα», οἱ ὁποῖες σχεδιαστικά παρεκκλίνουν, ἀνάλογα μέ τή γραφή του, ἀπό τήν κανονιστική ὄψη τοῦ Καραγκιόζη, καί ὀργανώνει παραστάσεις στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ του, στήν ὁδό Γκομίνη 8 (σήμερα ὁδό Γ. Σκαρίμπα) στήν Χαλκίδα.

Μέ τόν τόμο αὐτό ὁ Σκαρίμπας ὁλοκληρώνει τόν κύκλο τῆς ζωῆς του εἰκονοποιώντας στό χαρτί τή φωνή τῶν ἡρώων τῶν ἴσκιων, ὅπως τυπώθηκε στήν παιδική του μνήμη καί μπολιάστηκε μέ τή συγγραφική ἐμπειρία μισοῦ αἰώνα. Λίγο πρίν ἀπό τήν ἐκδημία του, στίς 21 Ἰανουα-ρίου 1984, φρόντισε νά ἀπελευθερώσει τούς χάρτινους ἥρωές του μέ τήν ἐπωδό: «Τώρα οἱ φιγοῦρες μου παίζουν στό ἄπειρο».

[Ἀπό τήν Εἰσαγωγή]

«Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούνε όρθια». Σε αυτή τη φράση του Σκαρίμπα αποτυπώνεται η σουρεαλιστική ταυτότητα της ύπαρξής του και η επίμονη, εμμονική του εχθρότητα προς τη συμβατικότητα. Θυμόσοφος, οργισμένος, είρωνας, ανήσυχος, απροσκύνητος μέχρι την τελευταία στιγμή του, έγινε η φωνή τού κάθε ανθρώπου και ανάλογα με τις εποχές και τις συγκυρίες, λατρεύτηκε (στη δικτατορία), διαβάστηκε πολύ (στη μεταπολίτευση), ξεχάστηκε (τις τελευταίες δεκαετίες), αλλά παρέμεινε γοητευτικός και συγκινητικός για όσους απολαμβάνουν το χιούμορ και την ανελέητη γλώσσα του.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία Παρνασίδας (1893) αλλά ταυτίστηκε με τη Χαλκίδα –όπως ο Καρυωτάκης με την Πρέβεζα, ο Καβάφης με την Αλεξάνδρεια, ο Παπαδιαμάντης με τη Σκιάθο–, την έκανε σημείο αναφοράς στην ποίησή του, της έδωσε υπόσταση ερωτικού αντικειμένου και, ως σύμβολο ή ως μεταφορά, η επαρχιακή αυτή πόλη του μεσοπολέμου έγινε η σφραγίδα του ποιητικού του κόσμου.

Εκεί, στη Χαλκίδα, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο του με την Ελένη Κεφαληνίτη, το 1919, άνοιξε τελωνειακό γραφείο, απέκτησε πέντε παιδιά και έζησε μια ζωή εμπόλεμη, δημιουργώντας έργα αιφνιδιαστικά, πρωτότυπα, ανεξάρτητα από σχολές και ρεύματα, μνημεία μιας προσωπικής τέχνης και υλικά μιας δικής του μυθολογίας.

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, βιβλιοκριτικός, αθυρόστομος αρθρογράφος και επιστολογράφος, μανιώδης καραγκιοζοπαίχτης, υπονομευτής της γλώσσας και της σύμβασης, ο Σκαρίμπας δεν θέλησε να ανήκει πουθενά, παρά μόνο στην ανατροπή. Σουρεαλιστής χωρίς να ενταχθεί ποτέ στην παρέα των σουρεαλιστών, πολέμιος της ρεαλιστικής γραφής και της ηθογραφίας, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με τρόπο αναρχικό και παράδοξο, σαν παρωδία της γλώσσας των λογίων με μια εκούσια αναστάτωση της σύνταξης και της λογικής. Καταστρέφει τους παραδοσιακούς θεσμούς της αφήγησης, παραβιάζει τη σύνταξη και τη γραμμική της τάξη και καταγράφει την πραγματικότητα όπως εκείνος την εννοεί και την αντιλαμβάνεται.

Ο Σκαρίμπας εισβάλλει ολόφρεσκος στην κουρασμένη, από τις επαναλήψεις της ηθογραφίας, λογοτεχνία της δεκαετίας του 30 και διασχίζει ακάθεκτος τις μεταπολεμικές δεκαετίες με το δικό του τρόπο, διακινδυνεύοντας ακόμα και τη μομφή του γραφικού. Στη βαθιά υπαρξιστική ποίησή του ειρωνεύεται τους παλιούς ρυθμούς, παραμορφώνει μόνιμα τη γλώσσα, περιφρονεί τη φόρμα και επιμένει στο τολμηρό περιεχόμενό της. Γραμμένα στο μεσοπόλεμο τα ποιήματά του, εξομολογητικά, ερωτικά, δείχνουν αχρονολόγητα και αποπνέουν μια ποιότητα σημερινή. Υπαινίσσονται ότι οι εκδοχές της ζωής μπορεί να είναι πολλές, οι σχέσεις των ανθρώπων δυσνόητες, ο άνθρωπος ένα πρίσμα αντιφάσεων σε διαρκές παιχνίδι με το σοβαρό και το γκροτέσκο και ο σταθερός κανόνας της ζωής του, η αβεβαιότητα.

«Το τζαζ του Ευρίπου» ήταν για τον Σεφέρη η γραφή του Σκαρίμπα. Έτσι όπως η τζαζ, πειθαρχημένα άναρχος, αντικομφορμιστής και ανυπότακτος έμεινε ο μοναδικός αυτός λογοτέχνης μέχρι που πέθανε, το 1984, ένας σπουδαίος εκκεντρικός, χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια.

Εισαγωγή: Συμεών Γρ. Σταμπουλού

Σχεδιασμός βιβλίου: Π. Δουβίτσας