Στην έκθεση Ανθρωπογραφές. Η έννοια του εκμαγείου στην τέχνη στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς, παρουσιάζονται έργα φοιτητών του εργαστηρίου Γυψοτεχνίας- Χαλκοχυτικής της ΑΣΚΤ. Τα έργα είναι αποτέλεσμα της μαθητείας τους στο εργαστήριο κατά την τελευταία τριετία, υπό την καθοδήγηση του γλύπτη-επίκουρου καθηγητή της ΑΣΚΤ, Μάρκου Γεωργιλάκη.

Από την Δήμητρα Τσιαούσκογλου

Πρόκειται για τη δεύτερη παρουσίαση δουλειάς του εργαστηρίου στο κοινό, μετά την έκθεση το 2010 στην Τεχνόπολη Αθηνών.

Αντικείμενο του εργαστηρίου αποτελεί η διαδικασία της καλλιτεχνικής χύτευσης, η χύτευση σε χαλκό, ή μέθοδος του χαμένου κεριού όπως είναι αλλιώς γνωστή. Μια πανάρχαια τεχνική, που ως διαδικασία δεν άλλαξε και πολύ μέχρι τις μέρες μας, και που από το 2008 εντάχθηκε στο πρόγραμμα σπουδών της Σχολής με την επαναλειτουργία του εργαστηρίου χαλκοχυτικής, έπειτα από χρόνια απουσίας. Παράλληλα, η γυψοτεχνική, οι διαφορετικές ποιότητες των υλικών, ο πειραματισμός,- πέραν του γύψου και του χαλκού-, με το κερί, το αλουμίνιο, το χαρτί, το λάστιχο κ.ά., καθώς και η δημιουργία εκμαγείων και αντιγράφων από διάφορα υλικά, ανήκουν στις βασικές δραστηριότητες του εργαστηρίου.

Με βασικό πρωταγωνιστή το ανθρώπινο σώμα και αυτοβιογραφική διάθεση, τα έργα των σχεδόν σαράντα φοιτητών που συμμετέχουν, περιστρέφονται γύρω από τρεις θεματικές ενότητες: i) αυτοπροσωπογραφία, ii) το βάρος μου, iii) το χέρι μου. Εκμαγεία μελών των ίδιων τους των σωμάτων, κεφάλια, χέρια, πόδια, ανθρώπινα ίχνη από γύψο, κερί, χαρτί, αλουμίνιο, αλλά και από κλαδιά, ζάχαρη και πάγο, κατακλύζουν τον εκθεσιακό χώρο & προβηματίζουν ως προς τη σχέση του εκμαγείου με το έργο τέχνης.

Όντας πιστά αντίγραφα, εύλογα ταυτίζονται εκ πρώτης με την τεχνική και τη διαδικασία της παραγωγής. Όμως, η στιγμή που ο γύψος καλύπτει το σώμα των νέων καλλιτεχνών και γίνεται δεύτερο δέρμα τους, είναι μόνο η αρχή. Τα εκμαγεία στην πορεία επιδέχονται επεμβάσεις, προσθαφαιρέσεις, αποκλίσεις από την αρχική κλίμακα και υφή, πριν πάρουν την τελική τους μορφή.

Ιστορικά, η δημιουργία εκμαγείων από το ανθρώπινο σώμα συνταντάται σε πολλές περιόδους και πολιτισμούς, καθώς ο άνθρωπος διαχρονικά αξιοποιεί για ποικίλους σκοπούς, εκούσια ή μη, τα ίχνη που αφήνει στη φύση, είτε σε διάφορα υλικά. Στο πεδίο της τέχνης, κατά το 19ο αιώνα η δημιουργία εκμαγείων ήταν καθιερωμένη στην καλλιτεχνική πρακτική. Δεν μπορούσε όμως, ένα πιστό αντίγραφο να παρουσιαστεί ως τελικό έργο τέχνης, και συχνά κάτι τέτοιο αποτελούσε πηγή διαμάχης, με πιο γνωστή αυτή του Rodin και του έργου του, Η Εποχή του Χαλκού.

Μεταγενέστερα, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η στροφή στο ρεαλισμό ανανέωσε το ενδιαφέρον για τη χρήση αντιγράφων και πολλοί καλλιτέχνες αξιοποίησαν αυτές τις μεθόδους. Ενδεικτικά, ο Georges Segal πρωτοπόρησε το ’60 στις περίφημες εγκαταστάσεις & περιβάλλοντα του με γλυπτά σε φυσικό μέγεθος από αντίγραφα ανθρωπίνων σωμάτων, και έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στον επαναπροσδιορισμό της μοντέρνας γλυπτικής.

Στη συνέχεια, το ’70 και ’80 στις ΗΠΑ, καλλιτέχνες όπως οι John De Andrea, Duane Hanson, Robert Gober, ή λίγο αργότερα στη Βρετανία, οι Sarah Lucas, Marc Quinn, Gavin Turk, και οι John Ahearn και Paul McCarthy μέχρι τις μέρες μας, εξερευνούν θεμελιώδεις έννοιες, όπως το θάνατο, την ομορφιά, το εφήμερο, τη φθαρτότητα και τη ματαιοδοξία, μεταξύ άλλων.

Βασικό σημείο ενδιαφέροντος της έκθεσης, είναι το γεγονός ότι πρόκεται για έργα αυτοπροσωπογραφίας, έχοντας προκύψει από αντίγραφα των ίδιων των φοιτητών. Επιδέχονται, κατ’ επέκταση, τις πολλαπλές ερμηνείες που άπτονται του πεδίου της, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, πολιτικές, έμφυλες κ.ά. Άλωστε, η ενδοσκόπηση και η ψυχογραφική διάθεση, είναι μια εγγενής διαδικασία της αυτοπροσωπογραφίας/ αυτοβιογραφίας εν γένει, που συχνά ενεργοποιεί αντίστοιχες αντιδράσεις και στον θεατή.

Ο Μάνος Γεωργιλάκης αναφέρεται στη διαλεκτική σχέση μεταξύ ζωντανού μοντέλου και αντιγράφου, στην έκδοση που συνοδεύει την έκθεση: “(ο καλλιτέχνης) μπροστά του έχει το αντίγραφο ενός ζωντανού ανθρώπου, που μάλιστα μπορεί να είναι και του ίδιου του εαυτού του. […] Δεν πλάθει ή σμιλεύει τη φιγούρα εξαρχής, αποδέχεται κάτι που υπάρχει, το αντίγραφο, με ό,τι σημαίνει αυτό. […] Επεμβαίνει σ’ αυτό που υπάρχει, επαναπροσδιορίζει την ήδη υπάρχουσα εικόνα μελετώντας τον άνθρωπο και – γιατί όχι – ξανακοιτάζει τον άνθρωπο μέσα από την δημιουργούμενη εικόνα”. 

Ειδικότερα, η εστίαση σε ένα συγκεκριμένο μέλος του σώματος προϋποθέτει τη συνειδητοποίησή του εις βάθος, οπότε δουλεύοντας αποσπασματικά, οι σπουδαστές φαίνεται να αντιλαμβάνονται πιο ουσιαστικά τις λειτουργίες και τις συνδηλώσεις του. Το χέρι, για παράδειγμα, προσεγγίζεται από διάφορες πλευρές: οι ανατομικοφυσιολογικές του λειτουργίες αρχικά, αλλά και το χέρι ως επέκταση της προσωπικότητας, το χέρι του καλλιτέχνη εν προκειμένω ως εργαλείο και ως θέμα, η χειρονομία σε ατομικό, αλλά και συλλογικό επίπεδο κ.ά.

Το βάρος, που επίσης απασχόλησε θεματικά, προσεγγίζεται είτε ολοκληρωμένα ως η ίδια η εμπειρία του σώματος με τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του, είτε ως στοιχείο με εύθραυστες ισορροπίες, είτε συνειρμικά, εστιάζοντας στο μέρος του σώματος που στηρίζει το βάρος μας, στα πόδια.

Κάποιες φορές, τα μέλη του σώματος μοιάζουν ευάλωτα & χρήζοντα υποστήριξης, ή το μόνο που απέμεινε είναι το αποτύπωμά τους, άλλοτε είναι στιβαρά και υπερμεγέθη. Αλλού, φλερτάρουν με το Σουρεαλισμό και το παράδοξο, -άλλωστε εκεί η απεικόνιση μελών του σώματος γνώρισε άλλες διαστάσεις, με πιο γνωστά τα παραμορφωμένα μέλη που προκαλούν αποστροφή, ή ως σύμβολα ερωτισμού, ως φετίχ κ.λπ.

Ακόμη, σε κάποια έργα, η ιδιοτυπία του υλικού κυριαρχεί, ενώ συχνά παρουσιάζεται μαζί και η διαδικασία της δημιουργίας με σχέδια σε χαρτί, εν είδει εγκατάστασης. Τέλος, εκτός από γλυπτά, assemblages & εγκαταστάσεις, ο επισκέπτης θα δει και βίντεο από ένα πρότζεκτ που πήρε διαστάσεις εκπαιδευτικής δράσης, καθώς και οπτικοακουστικό υλικό από στιγμές του εργαστηρίου.

Η έκθεση αποτελεί μια καλή ευκαιρία να δούμε πώς διαφορετικοί άνθρωποι βιώνουν το σώμα τους, και να σκεφτούμε το ίδιο το σώμα ως αντικείμενο, αλλά και ως χώρο, τον χώρο που καταλαμβάνει. Μέσω του εκμαγείου, που λειτουργεί θα λέγαμε, σαν καταγραφή μιας βιωμένης στιγμής του σώματος σε δεδομένο χώρο, ανασύρονται μνήμες, ενώ ενδόμυχα συναισθήματα & ξεχασμένα βιώματα που σχετίζονται με αυτό στερεοποιούνται και αποκαλύπτονται.

Την έκθεση συνοδεύει έντυπη έκδοση με κείμενα των Μάρκου Γεωργιλάκη, Δημήτρη Παυλόπουλου, Δημήτρη Αναγνωστή, Μάγδας Αναγνωστή, από τη σκοπιά της γλυπτικής, της ιστορίας της τέχνης, της ψυχιατρικής και της αρχιτεκτονικής, αντίστοιχα.

Στην έκθεση συμμετέχουν με έργα τους οι φοιτητές: Γιάννης Αυγουστής, Ανδρέας Βερναρδάκης, Ευαγγελία Δημητρακοπούλου, Στυλιανή Δημητρίου, Θεοδώρα Δεδούση, Διαμαντή Αικατερίνη, Θωμάς Διώτης, Ζερβού Ελένη, Δήμητρα-Ταμάρα Ζίγκαρις, Δημήτρης Καμπουρόπουλος, Δημήτρης Καλογερής, Χριστίνα-Ευδοκία Καλογεροπούλου, Ορέστης Καραλής, Άννα Κετίκογλου, Αικατερίνη Κομιανού, Κυριακή Κούνιαρη, Δανάη Κρίκη, Γεωργία Κυριακίδου, Καλλιρρόη Κωστίκογλου, Μαρία Λουίζου, Μανουρά Μαρία, Ηρώ Μανδηλαρά, Μαρίνα Μαργέλου, Έλενα Μαρίνου, Κωνσταντίνος Μάρος, Λυδία Μηλίγκου, Αναστάσιος Μυλωνάς, Δανάη Νικολαΐδη-Κωτσάκη, Αλέξανδρος Ντούρας, Γιάννης Παπαδάκης, Μαρίλια Παπανικολάου, Χλόη Παρέ-Αναστασιάδου, Βαγγέλης Πιτσολάνης, Αργύρης Ράλλιας, Νίκος Ραφτάκης, Oscar Riguelme, Άννα Σάπκα, Γιάννης Σπηλιόπουλος, Χρίστος Στεριόπουλος, Σπύρος-Αιμίλιος Τζίμας και Αρισταίος Τσούσης.

Λεζάντες φωτογραφιών:
1. Γενική άποψη της έκθεσης
2. Έργο της Ηρώς Μανδηλαρά
3. Έργο της Δανάης Νικολαϊδη-Κωτσάκη

~ Η έκθεση Ανθρωπογραφές. Η έννοια του εκμαγείου στην τέχνη παρουσιάζεται μέχρι τις 29 Μαΐου στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Περισσότερες πληροφορίες