Ο Στέφαν Τσβάιχ, από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της περιόδου του μεσοπολέμου, αυτής της δύσκολης χρονικά συνθήκης μιας και ήταν εικονικά ευδαίμων και δίχως άλλο ουτοπική, μύρισε την κατάρρευση και την παρακμή που βρισκόταν προ των πυλών και την απεικόνισε μέσα από τα γραπτά του, αυτά τα ψυχογραφήματα που εγκυμονούν τον κίνδυνο και εγκιβωτίζουν τον παλμό ανθρώπων που χάθηκαν στην καταιγίδα των πιο σπαρακτικών τους συναισθημάτων εκλιπαρώντας για σωτηρία.

Στο μοναδικό του μυθιστόρημα, τον “Επικίνδυνο οίκτο”, ψυχογράφησε την ανάγκη ή την επιθυμία για οίκτο ενός αξιωματικού για μία παράλυτη γυναίκα. Εκεί όπως και εδώ, εγείρει ερωτήματα επίκαιρα, φλέγοντα και ακόμα αναπάντητα σχετικά με το ζήτημα των ανθρώπινων αδυναμιών και την διαχείρισή τους. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ διάβασε τον Τσβάιχ, τον μελέτησε για την ακρίβεια και συνομίλησε μαζί του μέσα από επίσημη αλληλογραφία. Εκμαιεύοντας χρήσιμα συμπεράσματα από την γραφή του και την θεματική του, επηρεάστηκε από αυτόν τον άτυπο και πρώιμο ψυχολόγο.

Σε αυτή την συλλογή, οι ιστορίες του είναι ποτισμένες και ταυτισμένες με την έννοια της απαισιοδοξίας και την τάση προς την επουλωτική αυτοχειρία. Η απόγνωση είναι έκδηλη στα πρόσωπα των ηρώων του, οι οποίοι εκλιπαρούν για αποδέσμευση από την φυλακή και την παγίδα ενός ζοφερού περιβάλλοντος, σκοτεινού σε σκέψεις, καταστροφικού σε πράξεις και οδυνηρού στην συνείδηση.

Ο Τσβάιχ μοιάζει να επεξεργάζεται μέσω των ηρώων του ήδη από την δεκαετία του 1920 οπότε και γράφτηκαν αυτές οι ιστορίες την ιδέα μίας φυγής προς το άγνωστο μακριά από τα επίγεια και την ταπείνωση και την ατίμωση της ανθρώπινης φύσης που αυτά προσφέρουν. Ο κόσμος του είναι αλλοτινός, φτιαγμένος από άλλο σμάλτο και μείγμα που γυρίζει πλάτη στην ματαιότητα, σε αυτό το αίσθημα της ματαιοδοξίας που πλανάται αόριστα πάνω από τις ζωές χωρίς βλέμμα στο αύριο. Οι ήρωές του είναι δέσμιοι μίας πραγματικότητας σκληρής που δεν έχει παράθυρο και ακτίνες φωτός. Ο ίδιος άλλωστε αυτοεξορίζεται στην Βραζιλία το 1942 και βιώνει αυτά που τόσο γλαφυρά και υπαινικτικά περιγράφει εδώ, με ωμότητα και γενναιότητα, γιατί είναι γενναίο να παραδέχεσαι τον θάνατο. Η αυτοκτονία του είναι η μόνη διέξοδος σε ένα παρόν τρομοκρατημένο και πληγωμένο και την επιστρατεύει για να γλιτώσει πρόωρα από όλα αυτά που τον κατέτρεχαν τα χρόνια που προηγήθηκαν δηλαδή τον φόβο και τον τρόμο μίας ζωής δίχως κατεύθυνση, δίχως νόημα.

Βαθιά καταθλιπτικός και απελπισμένα μόνος σε μία εποχή ξένη προς εκείνον και επίμονα θλιβερή, καταγράφει σε όλες του τις νουβέλες και κυρίως στο “Αμόκ” που είναι και η εκτενέστερη, την λαχτάρα για έξοδο από την πολιορκία μίας ψυχικής λαίλαπας που κατακαίει και καταλύει τα ψυχικά του αποθέματα, τα σωθικά του. Στο εξαιρετικό διαφωτιστικό επίμετρο αναφέρεται μία χαρακτηριστική δήλωση του L. Stern για τον Τσβάιχ: “Όπως και για τα πρόσωπά του, έτσι και σ’ αυτόν ο θάνατος του έγινε ένα θεραπευτικό μέσο που η ζωή έχει πάντοτε στη διάθεσή της και μία μέρα, κουρασμένος από τα αιώνια γιατροσόφια, θα καταφύγει σ’ αυτόν με τον φυσικότερο τρόπο που υπάρχει στον κόσμο”.

Ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε να φύγει ξένισε και απογοήτευσε πολλούς από τους σύγχρονούς του, όμως αν κάποιος μελετήσει καλύτερα τις παρούσες ιστορίες θα καταλάβει πως το σκοτάδι που έβλεπε δεν είχε καμία χαραμάδα ελπίδας γιατί η ίδια του η ψυχοσύνθεση ήταν βαμμένη με το χρώμα του αιώνιου ταξιδιού. Η άνοδος του φασισμού και η καταδίκη της λεγόμενης εκφυλισμένης τέχνης, οδήγησε χειρόγραφά του στην πυρά και τον ίδιο σε ένα “υπόγειο” απομόνωσης ανήλιαγο όμοιο με εκείνο που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι. Μην αντέχοντας αυτόν τον παραμερισμό, ο Τσβάιχ όπως και οι πρωταγωνιστές του έχει γίνει φάντασμα του ίδιου του εαυτού, έχει απολέσει κάθε αίσθημα ελέγχου, πνίγεται στις παραισθήσεις και κυριεύεται από την πύρινη φλόγα της οριστικής και αμετάκλητης εξαφάνισης, μίας εξαΰλωσης προς κάποιο δρόμο μακρινό που χαρίζει γαλήνη, πέρα από τα εγκόσμια που κρύβουν αμαρτία και πόνο. Τα πρόσωπά του οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια συνειδητά στον θάνατο γιατί έτσι εξασφαλίζουν να καταπραΰνουν την εσωτερική τους λάβα που εφορμά στο άλογο της διαφυγής. Είναι η απώλεια του εγώ που αναζητά ο συγγραφέας γιατί με αυτόν τον τρόπο το δράμα της ύπαρξης θα λάβει τέλος μέσα από μία λυτρωτική και ανακουφιστική ιεροτελεστία.

Ο ίδιος ο Τσβάιχ έγραψε: “Χαιρετώ όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να με δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι!”. Ο Τσβάιχ από αυτήν την σκοπιά είναι πρωτοπόρος και η συλλογή αυτών των ιστοριών δίνει την δυνατότητα να γίνει ο αναγνώστης όχι μόνο ενός προαναγγελθέντος θανάτους και μίας εύκολα διαπιστωμένης μελαγχολικής ψευδαίσθησης αλλά μίας αναγέννησης που υποβόσκει, διαβλέπεται στον ορίζοντα, προδιαγράφεται και ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την ανάγνωση της ζωής με άλλους όρους.

“Ναι, η αίσθηση του καθήκοντος έχει όρια…εκεί όπου κανείς δεν μπορεί πια, δεν έχει τη δύναμη να το εκπληρώσει…εκεί είναι τα όριά του…”

Το βιβλίο του Stefan Zweig, Αμόκ και άλλες νουβέλες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.