«Τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού, και τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο» μονολογούσε ακατάπαυστα τα δύο μερόνυκτα που άτσαλα γαντζώθηκε από τους ιμάντες της ζωής, ο Γκαλιμάρ. Η φωνή του θύμιζε αλύχτισμα πληγωμένου ζώου, το άδειο βλέμμα του ράγιζε το ταβάνι αναζητώντας τον Θεό, και τα κανάλια που είχαν σκάψει οι πληγές στο πρόσωπό του γίνονταν προσάναμμα στα δάκρυα μιας αφόρητης θλίψης. Δεν τού ανήκαν τα λόγια που ως αυτόματο αναμασούσε. Παρόλα αυτά, επρόκειτο για μια ταιριαστή στην περίσταση, μαυροφορούσα σκέψη που είχε αγκιστρωθεί στο νου του. Και συνάμα, για ένα καταραμένο γιορντάνι λέξεων, του οποίου τα κομμάτια διαλύονταν μες στο στόμα του φράζοντας τον καταπιόνα του, τώρα που ο χαμός του κατόχου τους ήταν δική του αποκλειστική ευθύνη. Αλήθεια ήταν. Μια επώδυνη αλήθεια που καμία μορφίνη δε μπορούσε να ανακουφίσει. Μια αλήθεια που την έκραζαν του κόσμου τα έντυπα, με εμπροσθοφυλακή το πρωτοσέλιδo της Le Monde: 4 Ιανουαρίου 1960. Νεκρός σε αυτοκινητικό ατύχημα ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ. Στα 46. Υπερβολική η ταχύτητα με την οποία προσέκρουσε σε δέντρο στο Πτι Βιλμπλεβέν της Υόν το όχημα μάρκας Facel Vega, στο οποίο επέβαιναν ο ίδιος και η οικογένεια του στενού φίλου και εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Ο συγγραφέας από τ’ Αλγέρι, ή γαλλιστί L’ écrivain d’ Alger, λείπει εδώ και 57 χρόνια. Ένας λάκκος στο Λουρμαρέν της Βωκλύζ υποδέχθηκε τη σωρό του όταν αυτή επέστρεψε στο γαλλικό Νότο, αλλά ποιός ουρανός αναλαμβάνει άραγε να χωρέσει την απεραντοσύνη του πνεύματός του;

Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913 κοντά στο Μοντοβί της Αλγερίας από πατέρα Γάλλο και μητέρα Ισπανίδα και μεγάλωσε σε συνθήκες απτής φτώχειας. Κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, χάνει τον πατέρα του στη μάχη του Μάρνη και μετακομίζει με τη μητέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό του στο Αλγέρι για μια καλύτερη τύχη. Ο Αλμπέρ θα ανταποκριθεί νωρίς στα λογοτεχνικά του σκιρτήματα. Θα σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά η εκδήλωση μιας πρόσκαιρης φυματίωσης θα εμποδίσει την άμεση επαγγελματική αποκατάστασή του ως καθηγητή. Άλλωστε, ο Αλμπέρ δεν είχε τα προσόντα για να διδάξει. Διέθετε πολλά περισσότερα. Όλα αυτά που συναπαρτίζουν μία μεγαλοφυΐα, και την κάνουν να ξεχωρίζει. Ο ανήσυχος Αλγερινός που πέρασε από ένα σωρό εφημερίδες για να βρει το δρόμο του, βρίσκοντας ωστόσο με κάποιες το μπελά του, ήταν από αυτούς τους σπανίως χαρισματικούς τύπους που όσο έχουν την δυνατότητα να εκμαυλίζουν τις γυναικείες αισθήσεις με μια ματιά, άλλο τόσο να εκφράζουν κάτι βαθυστόχαστο με λιτό τρόπο. Ένας ευφυής φωτογράφος της ανθρωπότητος που πάντα γνώριζε πού και πώς να σταθεί για να την απαθανατίσει. Αυτός που ήξερε ότι αν η ζωή δεν αποφασίσει να εγκαταλείψει το κορμί που την φιλοξενεί, αυτό είναι υποχρεωμένο να βουτήξει μέσα της με όλη του την καρδιά χωρίς να περιμένει πολλά. Σαν άντρας στα ερωτικά τερτίπια μιας νυχτερινής πεταλούδας. Στα 29 του γράφει κι εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Ξένος» (1942), αποδεικνύοντας πως αν διατηρείς το πρόσωπό σου στραμμένο στον ήλιο, πριν καείς, θα δεις όλες τις αδηφάγες σκιές να πέφτουν ηττημένες πίσω σου, και πως αν είσαι ένας άλλος Μερσώ, εις το διηνεκές είσαι καταδικασμένος να βοηθάς αυτούς που θέλουν να σε πλησιάσουν, όπως επίσης κι αυτούς που επιθυμούν να σε θωρούν από μακριά. Την ίδια περίοδο άλλο ένα στοχαστικό βήμα του λαμβάνει χώρα στο σταυροδρόμι όπου Φιλοσοφία και Λογοτεχνία αλληλοτέμνουν. Με τον «Μύθο του Σισύφου» ο Καμύ υποδόρια παραδέχεται αναμεσίς λογικού και παραλόγου, πως το ζην αποτελεί το τσόφλι στο καρύδι του φιλοσοφείν και πως η ειρωνεία απέναντι στην αλήθεια δεν είναι παρά η ψίχα του πραγματικού στοχασμού.

Ακολουθούν τα θεατρικά «Η παρεξήγηση» και ο «Ο Καλιγούλας» (1944), αλλά κι ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του «Η πανούκλα» (1947), ενώ επίσης «Οι δίκαιοι» (1949) και ο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951). Έναν χρόνο αφότου βραβευθεί για το σύνολο του έργου του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας γράφει την «Πτώση» (1958), κι έρχεται σε άλλη μια ρήξη με τον αιώνιο φιλοσοφικό του αντίπαλο Ζαν Πωλ Σαρτρ. Όταν τα αίματα άναβαν στο Cafe de Flore, κι η Πόλη του Φωτός φλεγόταν από ζητήματα πνευματικής αναταραχής, εκεί όπου οι δυο μεγάλοι στοχαστές προσπαθούσαν να εξηγήσουν και την ίδια στιγμή να διαφύγουν από τις αυταπάτες του ανθρώπινου γένους, η Μποβουάρ τύλιγε στοργικά το χέρι της στο μπράτσο του Σαρτρ, και αυτομάτως οι λεκτικές εξεγέρσεις έληγαν. Μολαταύτα, για τον μυστηριώδη και ανένδοτο στις θέσεις του, συγγραφέα από τ’ Αλγέρι, το φως πρέπει να συνυπάρχει με το σκοτάδι. Το ένα να συνθέτει μουσική και το άλλο να γεννά στίχους. Για τον Αλμπέρ Καμύ που βρήκε τον θάνατο ακριβώς πλάι στο χειρόγραφο του «Πρώτου ανθρώπου», στις 2 παρά πέντε το μεσημέρι, η ζωή είναι μικρή, και το ότι λείπει κάθε είδους νόημα από αυτήν, είναι μια παρηγοριά και ταυτόχρονα μια απεριόριστη ευτυχία για όσους το έχουν κατανοήσει. Για τον Αλμπέρ Καμύ, ό,τι θυμίζει τέλος, δεν είναι καν η αρχή του τέλους. Πιθανότατα πρόκειται για το τέλος της αρχής. Κι ό,τι θυμίζει κανόνα, είναι η ίδια η εξαίρεσή του. Ό,τι μοιάζει με βεβαιότητα, είναι η αμφιβολία που ωθεί τις κρυμμένες δυνατότητές μας στην μετεξέλιξή τους.

Ο Καμύ, γνωστός για την λατρεία που έτρεφε για τις θείες μελωδίες των Μότσαρτ και Μπετόβεν, αλλά και για τον κινηματογράφο, δημιούργησε αρκετές συζητήσεις γύρω από το όνομα και το έργο του. Πολλές φορές έδινε την εντύπωση ανθρώπου παραδομένου στο ακατάλυπτον της σκέψης του, ενώ στην ουσία υπήρξε έναν αναζητητής της ευτυχίας. Τι πιο απλό; Δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ο ακούραστος εξ Αλγερίας γράφει για την Τέχνη που πρέπει περιστασιακά να αιφνιδιάζει την πραγματικότητα, για ζωές που εύκολα τις κουμαντάρεις αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, για όλες τις αβεβαιότητες που οφείλουμε να αποδεχόμαστε, για την υπέρτατη ανάγκη μας να πιανόμαστε ως μικρές μύγες στον ιστό της ευδαιμονίας. Τελικά είναι ξεκάθαρο, και γι’ αυτό θα είναι διαχρονικός ο Καμύ. Διότι ανακαλύπτει ένα καινούργιο σύμπαν κρυμμένο στο πιο απίθανο μέρος: στην καρδιά του. Διότι προβαίνει σε κάποιου είδους ταχυδαχτυλουργική διαδικασία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένας περιορισμένος χρόνος μάς έχει χαριστεί για να είμαστε ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι. Όταν χάνουμε το ένα από τα δύο, ή και τα δύο, χάνουμε χρόνο και μέσα στον πανικό μας βυθιζόμαστε σε μιαν απελπισία, της οποίας η χειρότερη εκδοχή δεν είναι παρά η συνήθειά της.