Η εταιρεία Θεάτρου Υπερίων παρουσιάζει το έργο του Τεννεσσή Γουίλλιαμς, Η νύχτα της ιγκουάνα, στο θέατρο Αργώ σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν. Ο σκηνοθέτης της παράστασης …

Αλέξανδρος Κοέν μιλάει στο Culturenow για το έργο του Γουίλλιαμς, Η νύχτα της ιγκουάνα, ένα έργο με τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά ελάχιστα παιγμένο στις ελληνικές θεατρικές σκηνές.

CultureNow: Στο θέατρο Αργώ παρουσιάζετε το έργο του Τεννεσσή Γουίλλιαμς, Η νύχτα της ιγκουάνα, ένα έργο το οποίο δεν έχει επιλεγεί από Έλληνες σκηνοθέτες για να ανέβει στις ελληνικές θεατρικές σκηνές. Μάλιστα η μία και μοναδική φορά που ανέβηκε το έργο στην Ελλάδα ήταν το 1964 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Γιατί πιστεύετε ότι έργο δεν προτιμήθηκε από άλλους Έλληνες σκηνοθέτες; Ποια είναι ιδιαιτερότητα του;

Αλέξανδρος Κοέν: Για την ακρίβεια, έχει ανέβει ακόμη μία φορά στο Κ.Θ.Β.Ε. από τον Ανδρέα Βουτσινά και μάλιστα με λαμπρή διανομή. Ειλικρινά είναι απορίας άξιον πως και δεν έχει περισσότερα ανεβάσματα ένα έργο που τουλάχιστον ο συγγραφέας του θεωρούσε ως ένα απ’ τα σημαντικότερα. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στον τρόπο που ανέβαιναν τα έργα. Έχω την εντύπωση πως μέχρι τώρα τα περισσότερα ανεβάσματα του Γουίλλιαμς ήταν περισσότερο ρεαλιστικά. Πιστεύω πως τα έργα του ασφυκτιούν σ’ ένα ρεαλιστικό τοπίο. Ειδικά το συγκεκριμένο, που τοποθετείται στην άγρια ζούγκλα του Μεξικού (ένα μέρος εξαιρετικά μυστηριακό και ανεξερεύνητο), πιστεύω πως πρέπει να τοποθετηθεί σ’ ένα τοπίο συνείδησης περισσότερο αφηρημένο και λιγότερο οικείο. Άρα ήρθε ίσως η εποχή να επανεξεταστούν τα έργα του σε νέο φόντο.

C. N: Εσείς πως αποφασίσατε να το επιλέξετε; Ποια ήταν τα στοιχεία που σας κέντρισαν το ενδιαφέρον στο έργο και πως εκμεταλλευτήκατε αυτά τα στοιχεία όσον αφορά το σκηνοθετικό μέρος της παράστασης;

Α. Κ.: Ο λόγος που επιλέγω κάθε φορά τα έργα είναι ανεξερεύνητος. Όταν δουλεύω ένα έργο, δεν μπορώ να πω γιατί το διάλεξα. Μόνο εκ των υστέρων συνειδητοποιώ πως οι λόγοι είναι κυρίως συναισθηματικοί. Κάθε μου παράσταση θα ήθελα να είναι μια εξομολόγηση: κάτι που προσπαθώ να πω για τη ζωή μου με όχημα ένα έργο. Και κάθε φορά ελπίζω πως και οι θεατές θα βρουν ένα λόγο να ταυτιστούν με το συγκεκριμένο έργο. Πέρα απ’ τους συναισθηματικούς λόγους φυσικά υπάρχουν και αντικειμενικοί και αφορούν στη φόρμα της σκηνοθεσίας. Από το καλοκαίρι φέτος είχα αποφασίσει πως θα ήθελα να δουλέψω πάνω σ’ ένα κείμενο μέσα στο οποίο θα χωρούσε το στοιχείο της αφήγησης. Γι’ αυτό και στη διασκευή που έκανα για την παράσταση ενσωματώθηκαν και μεγάλα αποσπάσματα απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλλιαμς.

C. N.: Ποιο είναι η γραμμή που ακολουθήσατε στη σκηνοθεσία σας;

Α. Κ.: Για μένα καθοριστική υπήρξε μια φράση που λέει στο έργο ο Σάννον: «Ζούμε σε δύο σφαίρες: στη σφαίρα του αληθινού και στη σφαίρα του απίστευτου». Αυτό στάθηκε η αφορμή να προσπαθήσω να δημιουργήσω αυτούς τους δύο κόσμους. Στην παράσταση η ρεαλιστική δράση διακόπτεται συχνά από κομμάτια που είναι σχεδόν εξομολογήσεις: ό,τι δε θα τολμούσαν ποτέ οι ήρωες να πουν ή να κάνουν παρουσία άλλων. Βρίσκω το παιχνίδι αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον και στη ζωή μας. Νομίζω πως και η σφαίρα του αληθινού και η σφαίρα του απίστευτου είναι εξίσου αληθινές.

C. N.: Για την παράσταση αυτή έχετε αναλάβει την μετάφραση και τη σκηνοθεσία του έργου, ενώ συνεργάζεστε και με την Καλλιτεχνική Εταιρεία Αργώ της Αιμιλίας Υψηλάντη. Πείτε μας λίγα λόγια για τους συντελεστές της παράστασης.

Α. Κ.: Όλοι οι συντελεστές είναι άνθρωποι με τους οποίους έχω δουλέψει και στο παρελθόν: με τη Χριστίνα Κωστέα, την Κατερίνα Μαραγκουδάκη και τη Φρόσω Κορρού δουλεύουμε για τρίτη φορά και αυτό μου δίνει μια αίσθηση συνέχειας, την οποία κυνηγάω στη δουλειά μου. Από ‘κεί και πέρα οι ηθοποιοί υπήρξαν συγκινητικοί στις πρόβες: τόσο ανοιχτοί και συγχρόνως τόσο δοτικοί. Ξέρετε, οι ηθοποιοί με συγκινούν πάρα πολύ. Βρίσκω πράξη απίστευτης γενναιοδωρίας την απόφαση ενός ανθρώπου που ανεβαίνει στη σκηνή και αναλαμβάνει να εκφράσει τον εαυτό του, αλλά και τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη. Χωρίς αυτούς όλοι εμείς δεν έχουμε τρόπο να εκφραστούμε.

C. N.: «Η νύχτα της ιγκουάνα» αποτελεί την τρίτη παραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου Υπερίων, την οποία ιδρύσατε μόλις το 2010. Υπάρχουν στα άμεσα σχέδια σας νέες παραγωγές για τις επόμενες θεατρικές σεζόν; Ως θεατρική εταιρεία θα κινηθείτε σε κλασικούς συγγραφείς, ή υπάρχει η θέληση να παρουσιαστούν έργα νέων συγγραφέων;

Α. Κ.: Σημαντικότερο κριτήριο για ν’ αποφασίσω να σκηνοθετήσω κάτι είναι το κείμενο. Ως εκ τούτου το καλό έργο –όπως και για τους περισσότερους από μας– είναι το πρωτεύον. Συγκινούμε τόσο από παλιά έργα (πολυπαιγμένα ή που ελάχιστα έχουν εξερευνηθεί) όσο και από εντελώς σύγχρονα που μιλούν τη γλώσσα της εποχής μου. Νομίζω, ο κοινός παρονομαστής που κυνηγάω είναι η ανθρωπιά και η ποίηση.