Από τα πιο δραστήρια και ανερχόμενα ονόματα του μουσικού θεάτρου, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μετρά ήδη σειρά σημαντικών συνεργασιών και παραστάσεων στο βιογραφικό του. Νέος καλλιτέχνης με φρέσκια ματιά και επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη έχει σίγουρα κάτι να μας πει! Αφορμή για τη συνέντευξη είναι η όπερα του Μότσαρτ, «Ντον Τζοβάννι» που κάνει πρεμιέρα από το Κερατσίνι στο πλαίσιο του εξαιρετικά επιτυχημένου θεσμού της Λυρικής Σκηνής, την «Όπερα της Βαλίτσας» αλλά και «Η Νυχτερίδα» του Στράους που θα παρουσιάζεται στο θέατρο Ολύμπια από τις 22 Φεβρουαρίου. Και στις δύο παραστάσεις, η σκηνοθετική υπογραφή είναι του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Εν μέσω προβών  λοιπόν, ας δούμε τι εμπιστεύτηκε στη Στέλλα Τζίβα και τους αναγνώστες του Culturenow.gr.


Συνέντευξη: Στέλλα Τζίβα

Culturenow.gr: Τι είναι αυτό που κάνει τη «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους τη δημοφιλέστερη βιενέζικη οπερέτα όλων των εποχών;

Aλέξανδρος Ευκλείδης: Υπάρχει μία μυστική συνταγή που κάνει κάποια έργα να ξεχωρίζουν από όλα τα ομοειδή τους. Το περιεχόμενο της μυστικής αυτής συνταγής το γνωρίζουμε μόνο εκ του αποτελέσματος. Στην περίπτωση της Νυχτερίδας δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι είναι αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει τόσο πολύ από τις υπόλοιπες οπερέτες, ορισμένες από τις οποίες έχουν πολύ πιο ενδιαφέρουσα πλοκή και δραματουργία και εξίσου συναρπαστική μουσική. Το σίγουρο είναι, ωστόσο, ότι παντού στον κόσμο η Νυχτερίδα έγινε συνώνυμη με την πεμπτουσία της βιεννέζικης οπερέτας, αυτού του ανάλαφρου και αφρώδους επιτεύγματος του δυτικού πολιτισμού.

Cul.N.: Ποια είναι η σκηνοθετική σας πρόταση για τη «Νυχτερίδα», και τον «Ντον Τζοβάννι»; Τι θέλατε να τονίσετε;

A.E.: Τόσο η Νυχτερίδα όσο και ο Ντον Τζοβάννι είναι έργα που γράφτηκαν ως κωμωδίες. Η επίτευξη του κωμικού ήταν για μένα ο πρωταρχικός στόχος, καθώς σκηνοθετούσα αυτά τα δύο αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα. Προσπάθησα να τα προσεγγίσω με την παιγνιώδη διάσταση με την οποία εμφανέστατα τα έγραψαν και οι δημιουργοί τους, κάτι που συχνά το ξεχνάμε μπροστά στην παράλυση που μας προξενεί το μεγαλείο τους.

Cul.N.: Η τέχνη της σκηνοθεσίας είναι ένα ελεύθερο πεδίο δημιουργίας και έκφρασης. Ο καθένας μπορεί να πειραματίζεται ελεύθερα ή θεωρείτε πως πρέπει να υπάρχουν όρια;

A.E.: Η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν και είναι μια διαρκής αναμέτρηση με όρια, πλαίσια, κανόνες και περιορισμούς. Στην περίπτωση της σκηνοθεσίας η διαδικασία αυτή είναι ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς οι παραστατικές τέχνες εγγράφονται στον παρόντα χρόνο, έχουν ως βασικό υλικό τους την ευμετάβλητη ανθρώπινη φύση και υλοποιούται στο πλαίσιο οργανισμών με ιεραρχικές δομές και οικονομικούς περιορισμούς, όπως είναι τα θέατρα. Προσωπικά, βρίσκω το διάλογο με τα όρια πολύ πιο ενδιαφέροντα από τις θορυβώδεις δηλώσεις πίστεως στην απόλυτη ελευθερία. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας.

Cul.N.: Θα μας συστήσετε το μουσικό είδος της οπερέτας; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; τα όρια και οι διαστάσεις της;

A.E.: Η οπερέτα είναι ένα από τα κύρια υπο-είδη του μουσικού θεάτρου. Βασικό του χαρακτηριστικό είναι η συνύπαρξη πρόζας και τραγουδιστικών μέρων, που μαζί εξελίσσουν την πλοκή, η οποία στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων κλίνει προς τη φάρσα (κάτι παρεμφερές, δηλαδή, με το μιούζικαλ). Η οπερέτα είναι ένα είδος λαϊκού θεάτρου, καθώς οι δημιουργοί της σπάνια έγραφαν τα έργα τους έχοντας υψηλές αισθητικές προσδοκίες (πόσο μάλλον να τα κληροδοτήσουν στην αιωνιότητα) και για ένα κοινό που προσδοκούσε καταρχήν να διασκεδάσει. Ωστόσο, αυτά ισχύουν λίγο-πολύ και για μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου της «σοβαρής» όπερας. Η μεγάλη διαφορά είναι πως η οπερέτα ήταν ένα είδος που πάντοτε συνδεόταν στενά με το ταμείο και δεν υπήρξε ποτέ επιχορηγούμενο είδος τέχνης, σε αντίθεση με την ξαδέλφη της την όπερα. Στο γεγονός αυτό οφείλονται ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της που την καταδίκασαν στην αιώνια καταδίκη των εκπροσώπων της υψηλής τέχνης. Ένας από τους βασικούς λόγους που αγαπώ την οπερέτα είναι ακριβώς η ικανότητά της να υπονομεύει τα θεμέλια της υψηλής τέχνης.

Cul.N.: Τοποθετήσατε την ιστορία και τους ήρωες της «Νυχτερίδας» στο Ελληνικό αστικό τοπίο του ’60 και τον «Ντον Τζοβάννι» στη σημερινή εποχή. Για ποιους λόγους επιλέξατε τις συγκεκριμένες χρονικές στιγμές;

A.E.: Η επαναπλαισίωση είναι μία από τις βασικές τάσεις της σύγχρονης σκηνοθεσίας. Από την άποψη αυτή δεν έκανα κάτι περισσότερο ή λιγότερο από την πλειοψηφία των σκηνοθετών στις μέρες μας. Βεβαίως, οι επιλογές μου συνδέονται με συγκεκριμένες αισθητικές και ιδεολογικές επιλογές. Στον Ντον Τζοβάννι η επικαιροποίηση είχε να κάνει με το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι παραστάσεις της Όπερας της Βαλίτσας, δηλαδή το μη εξειδικευμένο κοινό, το οποίο συχνά παραλύει από τις ιστορικίζουσες παραστάσεις με τις οποίες δυσκολεύεται να βρει διαύλους επικοινωνίας. Έτσι, προσπάθησα να αναδείξω το μουσικοθεατρικό χιούμορ του έργου δημιουργώντας μία παράλληλη σκηνική αφήγηση, οικεία στον σύγχρονο και ανειδίκευτο θεατή.

Στην περίπτωση της Νυχτερίδας η επαναπλαισίωση είχε ως σημείο εκκίνησης την προσωπική μου εμμονή με τη σύνδεση έργων του κλασικού ρεπερτορίου με την ελληνική ιστορία. Εν προκειμένω, είναι μία φανταστική ελεγεία πάνω στην παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.

Cul.N.: Οι σπουδές σας στο τμήμα θεάτρου του Α.Π.Θ. πώς και πόσο σας βοήθησαν ή επηρέασαν την σκηνοθετική σας ιδιότητα;

A.E.: Σπούδασα και στη συνέχεια δίδαξα στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ., το οποίο είναι το μοναδικό στην Ελλάδα που συνδέει τόσο στενά τη σκηνική πράξη με τον κριτικό λόγο γι’ αυτήν. Αν και δεν έχω κάνει εξειδικευμένες σπουδές σκηνοθεσίας (είμαι κι εγώ, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σκηνοθετών, αυτοδίδακτος) η λογική που εμφύσησε στο Τμήμα ο δημιουργός του, Νικηφόρος Παπανδρέου, μου έδωσε τα εργαλεία για τη μετέπειτα ενασχόλησή μου με τη σκηνοθεσία. Από την άλλη, έχω ακολουθήσει και μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία η οποία, φυσικά, με ακολουθεί και στην σκηνοθετική μου δουλειά: όσο κι αν στην χώρα μας το δίπολο θεωρία/πράξη γίνεται αντιληπτό στο πλαίσιο μιας διχαστικής ρητορικής, προσωπικά κατάγομαι και από τους δύο χώρους. Στο Τμήμα Θεάτρου είχα την ευκαιρία ως φοιτητής, μετέπειτα διδακτορικός φοιτητής και διδάσκων να υπερασπιστώ τη λογική αυτή της σύνδεσης «θεωρίας» και «πράξης». Άλλωστε, στο πλαίσιο της λογικής αυτής το Τμήμα Θεάτρου προσφέρει τα τελευταία χρόνια και έναν κύκλο σκηνοθεσίας, με σημαντικούς διδάσκοντες όπως ο Βίκτωρ Αρδίττης και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.

Cul.N.: Στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης βρισκόμαστε όλοι στα όρια μας. Η επιλογή και το ανέβασμα των συγκεκριμένων κωμικών έργων αποφασίστηκε ώστε να αποφορτίσει το ζοφερό κλίμα των ημερών που ζούμε;

A.E.: Τα λυρικά θέατρα ανέβαζαν πάντοτε τα έργα αυτά. Η Νυχτερίδα είναι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Όσο για τον Ντον Τζοβάννι σπάνια γίνεται αντιληπτός ως κωμωδία, καθώς ο ρομαντισμός φρόντισε να επενδύσει την πρόσληψη του έργου αυτού με μπόλικη δόση τευτονικής σοβαρότητας (ήταν άλλωστε το κυριότερο σημείο για το οποίο δέχτηκα κριτική για τη συγκεκριμένη παράσταση). Επομένως, δε νομίζω ότι η επιλογή των έργων έχει να κάνει με την κρίση. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως έργα όπως η Νυχτερίδα είναι εξαιρετικά αντίδοτα κατά των κακών σκέψεων και γεμίζουν με ευφορία τον θεατή. Για μένα το γέλιο του θεατή είναι ένας ιερός σκοπός.

Cul.N.: Σας γνωρίζουμε ως σκηνοθέτη μουσικού θεάτρου και όπερας. Η προτίμηση σας αυτή για τα είδη αυτά, είναι θέμα επιλογής ή συγκυριών;

A.E.: Είναι αποκλειστικά θέμα επιλογής. Ξεκίνησα να σκηνοθετώ όπερα στη Θεσσαλονίκη, από όπου κατάγομαι. Ήταν το μόνο σκηνικό είδος που με ενδιέφερε ως σκηνοθέτη (ως θεατρολόγος βεβαίως μελέτησα και δίδαξα πολλά και διαφορετικά είδη). Οι μουσικές μου σπουδές που καθόρισαν την παιδική μου ηλικία, αλλά και η αγάπη μου προς το μουσικό θέατρο ήταν οι βασικοί παράγοντες που με έστρεψαν καλλιτεχνικά στην κατεύθυνση αυτή. Τελικά, παρόλο που ξεκίνησα να σκηνοθετώ περισσότερο από χόμπι, κατέληξα να γίνω επαγγελματίας σκηνοθέτης όπερας και μουσικού θεάτρου, αφήνοντας στην άκρη την ακαδημαϊκή καριέρα στην οποία είχα επενδύσει κόπους χρόνων. Η ζωή παίρνει συχνά τις αποφάσεις της αδιαφορώντας για τις δικές μας…

Cul.N.: Ως σκηνοθέτης, πιστεύετε πως η νέα γενιά σκηνοθετών θα δυσκολευτεί ή όχι να σταδιοδρομήσει; Ποια είναι η άποψη σας βάσει των σημερινών δεδομένων στο χώρο αυτό;

A.E.: Στο θέατρο, το μουσικό θέατρο, την όπερα τα πράγματα ήταν πάντα δύσκολα. Η κρίση τα έκανε φυσικά χειρότερα, ωστόσο αυτό αφορά περισσότερο τις εργασιακές συνθήκες παρά τις ευκαιρίες ανάδειξης για νέους καλλιτέχνες. Το παράδοξο είναι πως όσο η κρίση γίνεται βαθύτερη, τόσο περισσότεροι και πιο ενδιαφέροντες νέοι καλλιτέχνες εμφανίζονται στο προσκήνιο. Η παραγωγή παραμένει σταθερά υψηλή και ολοένα και περισσότεροι καλλιτέχνες καταφέρνουν να περάσουν και τα ελληνικά σύνορα. Τώρα, αν όλοι αυτοί μπορούν να επιβιώσουν από την τέχνη τους; Η απάντηση είναι σίγουρα αρνητική, αλλά οι καλλιτέχνες έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν με τα λίγα από υπερφίαλα στελέχη επιχειρήσεων σε αντίστοιχες συνθήκες ανέχειας.

Cul.N.: Σκηνοθετείτε φέτος δύο παραστάσεις. Πώς θα περιγράφατε την εμπειρία σας αυτή;

A.E.:.: Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είναι μόνο τόσες. Δύο είναι οι κύριες παραστάσεις που σκηνοθέτησα στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με την οποία έχω μια συνεργασία στη βάση ενός ετήσιου συμβολαίου. Στο πλαίσιο αυτό σκηνοθέτησα και κάποιες μικρότερης εμβέλειας εκδηλώσεις για την ΕΛΣ, ενώ, εκτός Λυρικής, επέβλεψα και την αναβίωση δύο παλιότερων παραγωγών μου, μία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και μία στο Βερολίνο. Η αλήθεια είναι πως περνάω μία περίοδο εξαντλητικής εργασίας, αλλά και έντονης δημιουργικότητας. Είναι μεγάλη ευλογία να μπορείς να δουλεύεις σε τόσο εντατικούς ρυθμούς, είναι άλλωστε από τις πτυχές της σκηνοθεσίας της όπερας που με γοητεύουν, καθώς οι παραγωγές του μουσικού θεάτρου είναι κατά πολύ περιπλοκότερες και μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες του δραματικού θεάτρου. Από την άλλη, λείπει ο χρόνος για ξεκούραση, για μελέτη, για εμβάθυνση σε άλλα πράγματα. Το να εργάζεται κανείς στην Εθνική Λυρική Σκηνή, ειδικά με έναν τόσο απαιτητικό διευθυντή όπως ο Μύρων Μιχαηλίδης, είναι δουλειά πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

Περισσότερες πληροφορίες για τις παραστάσεις:

«Ντον Τζοβάνι», Μότσαρτ – Όπερα της Βαλίτσας

«Η Νυχτερίδα», Στράους – Θέατρο Ολύμπια