Θέμα του βιβλίου είναι το πόσο ευάλωτη είναι η σκέψη του 20ού αιώνα στη γοητεία που ασκούν τα κοινωνικοπολιτικά δόγματα, πόσο έτοιμη να δεχτεί ακόμα και την τρομοκρατία του ολοκληρωτισμού στο όνομα ενός πολλά υποσχόμενου, λαμπρού μέλλοντος. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο υπερβαίνει τις χρονικές και γεωγραφικές συντεταγμένες του, ιχνηλατώντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν στην αναζήτηση ενός απατηλού μελλοντικού παραδείσου.
Από το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα.

Γραμμένο το 1951 στο Παρίσι -τους πρώτους μήνες της αυτοεξορίας στη Δύση του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Πολωνού συγγραφέα- το βιβλίο αποτελεί μια από τις πιο οξυδερκείς και διεισδυτικές προσεγγίσεις του σταλινισμού, η οποία προκάλεσε αρχικά την οργή και την αγανάκτηση πολλών Ευρωπαίων διανοούμενων που ζούσαν ακόμη το «μήνα του μέλιτος» με τη Σοβιετική Ένωση και τα κομμουνιστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης.

Σήμερα, η Αιχμάλωτη σκέψη θεωρείται ένα από τα µείζονα έργα καταδίκης του ολοκληρωτισμού, δίπλα στο Μηδέν και το άπειρο του Καίσλερ, το 1984 του Όργουελ και το Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς του Σολζενίτσιν. Η Αιχμάλωτη σκέψη ρίχνει άπλετο φως στον τρόπο µε τον οποίο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κατορθώνουν να επιβάλλουν την απόλυτη κυριαρχία τους στη σκέψη των πολιτών, και των διανοουμένων ειδικότερα, επιστρατεύοντας άλλα μέσα, πέρα από την τρομοκράτηση και τη βία. Ανυποχώρητα υπέρμαχος της πνευματικής ελευθερίας, ο Μίλος, µε το έργο του αυτό αλλά και γενικότερα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία αφύπνισης και αντίστασης των διανοουμένων στον σταλινικό δεσποτισμό, τόσο στην Πολωνία όσο και στις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Τι νόημα, ωστόσο, έχει ένα τέτοιο βιβλίο σήμερα, όταν τα καθεστώτα που το ενέπνευσαν δεν υπάρχουν πια; Οι διαπιστώσεις του νομπελίστα συγγραφέα έχουν πράγματι εφαρμογή στην παρούσα κοινωνικο-πολιτική συνθήκη, ή μήπως τα σημερινά διακυβεύματα απαιτούν διαφορετικές προσεγγίσεις; Την απάντηση την δίνει καλύτερα απ’ όλους ο σπουδαίος ιστορικός Τόνι Τζαντ, που επέμενε, όσο ζούσε και εργαζόταν, να επανέρχεται στο βιβλίο του Μίλος και να το διδάσκει στους φοιτητές του. Ο ολοκληρωτισμός παίρνει διάφορες μορφές, προειδοποιούσε. Ευάλωτος στην πνευματική αιχμαλωσία, ευάλωτος στον έλεγχο και την χειραγώγηση είναι εκείνος που φοβάται να σκεφτεί για λογαριασμό του. Το βιβλίο του Μίλος είναι μια προειδοποίηση, ένα σήμα κινδύνου, που αφυπνίζει το πνεύμα της αμφισβήτησης απέναντι στα δόγματα και τις επίσημες «αλήθειες».


Ο Czeslaw Milosz (Τσέσλαβ Μίλος ή Τσέσουαβ Μίγουος, όπως προφέρεται το όνομά του στα πολωνικά) γεννήθηκε το 1911 στο Szetejnie της Λιθουανίας (μέρος τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), από οικογένεια πολωνολιθουανική, και μεγάλωσε στο Βίλνιους (τότε Βίλνα). Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία και, στα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δούλεψε ως ραδιοφωνικός σχολιαστής. Με την κατάληψη της Πολωνίας από τους ναζί, εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία, όπου και δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα αντίστασης.

Τις εμπειρίες του από αυτήν την περίοδο τις αποτύπωσε στο μυθιστόρημά του Οι σφετεριστές (1955). Το 1946 εντάχθηκε στο πολωνικό διπλωματικό σώμα. Το 1951, ενώ υπηρετούσε ως μορφωτικός ακόλουθος στο Παρίσι, ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία. Έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του, το 2004, έζησε στη Γαλλία (έως το 1960), και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και δίδαξε στο Τμήμα Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Μπέρκλεϊ. Το 1970 πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Το 1980 τού απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας. H Αιχμάλωτη σκέψη (1953) είναι το πιο εμφανώς πολιτικό από τα έργα του, αλλά και εκείνο που άσκησε διαχρονικά τη μεγαλύτερη επίδραση. Έγραψε επίσης αρκετές ποιητικές συλλογές, πεζά, δοκίμια, λογοτεχνικές κριτικές, καθώς και μια αυτοβιογραφία με τον τίτλο Η πατρίδα Ευρώπη (1959).