[…] Και πώς εμείς δεν θα διδαχθούμε να είμαστε σώφρονες;

Εγώ πάντως θα είμαι· γιατί τώρα πια γνωρίζω

ότι και τον εχθρό πρέπει να τον μισούμε τόσο

όσο κάποιον που θα γίνει και πάλι φίλος

και τον φίλο θα θελήσω να τον στηρίζω και να τον βοηθάω τόσο

όσο έναν που δεν θα μείνει πάντα φίλος.[…]

 

Αίας – Σοφοκλής (μτφ Στεφανόπουλου)

 

Δύο κόσμοι συγκρουόμενοι. Του Αίαντα και του Οδυσσέα. Και η θεά Αθηνά βούλεται πως το αιάντειο «σύμπαν» είναι αυτό που πρέπει να τελειώσει με τρόπο θεαματικό και διφορούμενο.

Από τα πιο πολιτικά και λιγότερο παιγμένα κείμενα του Σοφοκλή, ο «Αίας», παρουσιάζει με αριστουργηματικό τρόπο την κατάρρευση του ηρωικού οικοδομήματος που εκφράζεται από τον σπουδαίο πολεμιστή. Ο ηθικός κόσμος του Αίαντα, προσβάλλεται βαθιά όταν χάνει την κατοχή των όπλων του Αχιλλέα που επιθυμεί δικαιωματικά, λόγω συνομωσίας των αντιπάλων του. Οργισμένος επιχειρεί να τους επιτεθεί, όμως με θολωμένο μυαλό ξεσπά σε κοπάδια ζώων. Αυτό είναι το κομβικό σημείο της συντριβής του. Το βαρύτατο πλήγμα στην αξιοπρέπειά του, δεν του επιτρέπει να συνεχίσει και επιλέγει την αυτοκτονία, ως λύτρωση και δίκαιη κατάληξη. Βλέπει την αυτοχειρία ως τρόπο για να περισώσει την τιμή του.

Τροία. Ο γενναίος και ικανός Αίαντας, νιώθει βαθύτατα προσβεβλημένος από το γεγονός ότι δεν του αποδόθηκαν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα. Αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο πολεμιστή μετά από κείνον και του ανήκουν δικαιωματικά. Η οργή τον οδηγεί στην απόφαση να επιτεθεί στους Αχαιούς που τον λοιδόρησαν, όμως η θεά Αθηνά, ως εκδίκηση για την «αδιαφορία» του απέναντι στους θεούς, αποφασίζει να στηρίξει τον Οδυσσέα, με τον οποίο «συνωμοτεί», ώστε να πλήξει τη δημόσια εικόνα του Αίαντα και να την αποδομήσει. Έτσι, θολώνει το μυαλό του ήρωα και εκείνος επιτίθεται απελπισμένα πάνω σε κοπάδια προβάτων που οι Αχαιοί είχαν ως λεία, κάτι που ξαφνιάζει οικείους και εχθρούς, ενώ τον συνταράζει βαθιά όταν συνέρχεται. Έχοντας χάσει ένα κομμάτι του εαυτού του, θορυβημένος δεν μπορεί να ανεχτεί την βαρύτατη ήττα, αποφασίζει να αναζητήσει τον μόνο τρόπο για προσωπική εξιλέωση. Την αυτοχειρία. Παρακάμπτοντας με έξυπνα τρόπο τις ενστάσεις και τους φόβους των συντρόφων και της γυναίκας του Τέκμησσας -μίας φιγούρας αξιοθαύμαστης, που στέκεται δίπλα στον άνδρα της, παρά του ότι εκείνος ουσιαστικά αποκαθήλωσε την οικογένειά της- ο Αίαντας αυτοκτονεί. Και αυτό είναι η αρχή για μια σειρά αψιμαχιών μεταξύ φίλων και εχθρών του, μιας και η ταφή του αποτελεί αντικείμενο ευρείας διαμάχης. Ο αδερφός του Τεύκρος, επιθυμεί να ταφεί, και οι Ατρείδες διαφωνούν στο να αποδοθεί τέτοια τιμή σε έναν ασεβή εχθρό. Οι στρατιωτικοί χρωματίζονται με τα πιο μελανά χρώματα. Υπερόπτες, αλαζονικοί, μικρόκαρδοι και εκδικητικοί, βρίσκονται στον αντίποδα του μεγαλόψυχου Τεύκρου, που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η υστεροφημία του αδερφού του. Αργότερα, ο Οδυσσέας, ως ο πιο «πνευματικός», θα μεσολαβήσει με θετικό τρόπο. Η αφορμή της δυστυχίας, θα είναι εκείνη που θα δώσει την τελική λύση και μιας μορφής δικαίωση.

Ο πρωταγωνιστής τιμωρείται από τους θεούς ως ανυπάκουος αντάρτης. Όμως η αρμονία και η λογική αποκαθίσταται μονάχα όταν αποδίδονται στο νεκρό οι πρέπουσες αξιώσεις.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος προσέγγισε τον «Αίαντα» με μία ενδιαφέρουσα σύλληψη. Τοποθέτησε έναν «Ραψωδό» ως κορυφαίο που ερμήνευσε το ταιριαστό ποίημα «Αίας» του Παντελή Μπουκάλα με συνοδεία παραδοσιακού μουσικού οργάνου. Επιπλέον, διαχειρίστηκε έξυπνα την επί σκηνής αυτοκτονία του ήρωα, επιλέγοντας μία χαρακτηριστική ερυθρόμορφη αναπαράσταση από αγγείο, ώστε να εικονοποιήσει την πράξη. Χρησιμοποίησε το χορό, με τη συμβολή της Ελένης Μανωλοπούλου στα κοστούμια για να παραλληλίσει τους πολεμιστές με φιγούρες του 1821 και του 1940. Το αποτέλεσμα παρόλα αυτά φαντάζει ανομοιογενές. Εντυπωσιακότερο όλων, το λευκό κοστούμι της Τέκμησσας με τις κόκκινες και μπλε απολήξεις, που μαζί με το λιτό κοστούμι του Αίαντα, ήταν τα πιο πιστά στο πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου. Με τη συμβολή του εξαιρετικού συνθέτη Νίκου Κυπουργού, δημιουργήθηκε ένας βαλκανικός ήχος, πένθιμος και μελαγχολικός, με παραδοσιακά όργανα παιγμένα από τους συντελεστές, που ανέδειξαν το πνεύμα που απαιτούσε η παράσταση. Ειδικά η εισαγωγή των συντελεστών στο χώρο, με την συνοδεία της μουσικής, θυμίζει κάπως αόριστα Επιτάφιο θρήνο. Πολύ αξιόλογες οι χορογραφίες της Αγγελικής Στελλάτου και οι φωτιστικοί σχεδιασμοί του Σάκη Μπιρμπίλη. Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, λειτουργικά και άρτια αισθητικά. Τέλος, οφείλουμε μία ειδική αναφορά στην πυκνή και στρωτή μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που έφτανε με έξοχο τρόπο στα αυτιά των θεατών, τον απαιτητικό σοφόκλειο λόγο.

 

Από πλευράς ερμηνειών, γενικώς θα λέγαμε ότι έλειψαν οι μεγάλες εντάσεις. Ο Νίκος Κουρής, βγαίνει νικητής στην αναμέτρηση με τον μεγάλο ήρωα. Τον προσέγγισε μεστά, με εσωτερικό παλμό. Η Μαρία Πρωτόπαππα, σε μία πολύ καλή ερμηνευτική στιγμή, είχε τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και αποτύπωσε εύστοχα την ανησυχία, την αποφασιστικότητα και το δυναμισμό της Τέκμησσας. Ίσως και η καλύτερη ερμηνεία της παράστασης, ανήκει στον Γιάννο Περλέγκα που έπλασε τον «Τεύκρο» του με καίρια εκφορά του λόγου, μέτρο και σωστά ξεσπάσματα, χωρίς να ξεφεύγει σε ακρότητες. Ικανοποιητικοί χωρίς εντυπωσιασμούς η Ελένη Ουζουνίδου ως «Αθηνά» και ο Δημήτρης Παπανικολάου ως «Αγαμέμνονας». Πιστός στις σκηνοθετικές γραμμές και αποτελεσματικός ο Μιχάλης Τιτόπουλος ως «Ραψωδός». Ο «Οδυσσέας» του Γιάννη Τσορτέκη είχε στιγμές αμηχανίας. Συμπαθητικά έπλασαν τον «Άγγελο» και τον «Μενέλαο» οι Περικλής Δεντάκης και Γιάννης Κλίνης αντίστοιχα. Στο μικρότερο ρόλο του «Ευρυσάκη», ο Νίκος Κατσαμπανης. Ο δυναμικός και συγχρονισμένος χορός αποτελούνταν από τους Θύμιο Κούκιο, Σπύρο Κυριαζόπουλο, Χρήστο Μαλάκη, Δαυίδ Μαλτέζε, Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Δημήτρη Πασσά, Κρις Ραντάνοφ, Σταύρο Σβήγκο, Θοδωρή Σκυφτούλη, Μάνο Στεφανάκη και Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο.

Ο Αίαντας επιλέγει την προσωπική του πτώση μετά το βίαιο λέκιασμα της προσωπικότητάς του, ένα βάρος που θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος. Είναι ο ήρωας του χθες που πρέπει να αποκαθηλωθεί. Και το ερώτημα που μένει είναι εάν διαθέτουμε, χρειαζόμαστε ή πρέπει να απορρίψουμε κάθε σύγχρονο «Αίαντα» της εποχής μας. 

 

Ο Αίας, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, μετά το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και το Θέατρο Βράχων, θα παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο σε επιλεγμέν θέατρα στην Αττική.