Το ελληνικό μουσικό σύνολο Ergon Ensemble, που αγαπάει τη σύγχρονη μουσική, κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Κλωντ Βιβιέ.

Ο ιδιοφυής Γαλλο-Καναδός συνθέτης, που έφυγε αιφνίδια από τη ζωή, αναζητούσε συνεχώς ό,τι πιο νέο, διαπερνώντας κάθε γεωγραφικό και στυλιστικό σύνορο στη μουσική σύνθεση.

Για μία μόνο βραδιά, στις 13 Φεβρουαρίου 2016, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στη μουσική του χαρισματικού Κλωντ Βιβιέ, που παραμένει ένα αίνιγμα, ελάχιστα γνωστό στο ευρύ κοινό, 23 χρόνια μετά το θάνατό του. Το Ergon Ensemble, πιστό στην αποστολή του να φέρνει ενώπιον του κοινού τα αριστουργήματα της σύγχρονης μουσικής, προσδοκά με το αφιέρωμα αυτό να συμβάλει στην ενδυνάμωση του πρόσφατου, διεθνούς, συνθετικού και μουσικολογικού ενδιαφέροντος για τον συνθέτη.

Η σύντομη ζωή του Κλωντ Βιβιέ χαρακτηρίστηκε από μια διαρκή αναζήτηση για νέες μουσικές και αισθητικές εμπειρίες, που τον οδήγησαν στο χτίσιμο ενός ηχητικού κόσμου μοναδικής αυθεντικότητας και σε μια μουσική δυναμική, ελεύθερη, σχεδόν ξεδιάντροπη, πέρα από κάθε γνωστή συνθετική προσέγγιση. «Το ότι δεν γνώρισα τους γονείς μου, μου έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσω έναν καταπληκτικό ονειρικό κόσμο» έλεγε ο ίδιος το 1983. «Σχεδίασα τις ρίζες μου, όπως ακριβώς ήθελα εγώ.» Γεννημένος στο Μόντρεαλ το 1948, μεγάλωσε σε ένα καθολικό ορφανοτροφείο, ενώ για μεγάλο διάστημα ήθελε να γίνει ιερέας. Τελικά, όμως, αποφάσισε να σπουδάσει σύνθεση. Μαθήτευσε πλάι στον σπουδαίο συνθέτη Karlheinz Stockhausen, από τον οποίο επηρεάστηκε βαθιά, παρότι αργότερα άρθρωσε τη δική του μουσική γλώσσα.

Με τον Olivier Messiaen μοιράστηκε την πίστη του στον καθολικισμό, την πνευματικότητα και τον τρόπο μουσικής επεξεργασίας του τονικού ύψους και ρυθμού, ενώ με τους Gérard Grisey και Tristan Murail τις επιρροές από τη φασματική μουσική, που αποτυπώνονται στην ιδιότυπη ηχητική πολυφωνία, προερχόμενη από την ανάλυση και διαχείριση των αρμονικών χαρακτηριστικών του ήχου.

Η επαφή του με την εξωτική μουσική της Ανατολής άλλαξε ριζικά τον τρόπο σκέψης και τον ήχο της μουσικής του. Όλη η μουσική του, μεγάλης μελωδικής ομορφιάς και εκφραστικής δύναμης, μοιάζει σαν να ξετυλίγεται αβίαστα από μία νότα ή μια απλή μελωδία, ενώ η επεξεργασία που ακολουθεί, είναι πιο κοντά στην ινδική Raga παρά στη Δυτική μουσική πρακτική.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δικής του επινόησης γλώσσα, την οποία χρησιμοποιεί στα φωνητικά του έργα, επιστρατεύοντας την τεχνική της αυτόματης γραφής.

Μουσική διεύθυνση: Kasper de Roo
Σολίστ: Άρτεμις Μπόγρη (σοπράνο)
Συμμετέχουν οι μουσικοί: Νίκος Νικόπουλος (φλάουτο), Χριστίνα Παντελίδου (όμποε), Κώστας Τζέκος (κλαρινέτο), Δημήτρης Ντακοβάνος (φαγκότο), Μάνος Βεντούρας (κόρνο), Σπύρος Λασκαρίδης (τρομπέτα), Μπάμπης Ταλιαδούρος (κρουστά), Γωγώ Ξαγαρά (άρπα), Στέφανος Νάσος (πιάνο), Χρήστος Σακελλαρίδης (πιάνο), Κώστας Παναγιωτίδης (βιολί), Παναγιώτης Τζιώτης (βιολί), Ali Başeğmezler (βιόλα), Δημήτρης Τραυλός (τσέλο), Νίκος Τσουκαλάς (κοντραμπάσο)
Σχεδιασμός ήχου: Κατερίνα Βάμβα
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Αλέξανδρος Μούζας

Ergon Ensemble, φωτογραφία © Ιωάννα Χατζηανδρέου

Διαβάστε περισσότερα

Ο Pyotr Ilyich Tchaikovsky και ο Gustav Mahler υπήρξαν δύο από τα πιο αγαπημένα του πρότυπα.

«Στη σύντομη ζωή και τέχνη του, ο Γαλλο-Καναδός συνθέτης Κλωντ Βιβιέ ήταν ένας άνθρωπος που καταδυόταν, συχνά απερίσκεπτα, στο απόλυτο… Και από το άκρο αυτής της εμπειρίας, άρχισε να ανασύρει, μέχρι το θάνατό του, το 1983, ένα νέο ήχο.» – Paul Griffiths, εφ. The New York Times

Στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, όπου δολοφονήθηκε το βράδυ της 7ης Μαρτίου 1983 από έναν ευκαιριακό εραστή του, βρέθηκε ημιτελές το τελευταίο έργο του, με τίτλο «Πιστεύεις στην αθανασία της ψυχής;». Κατά διαβολική σύμπτωση, το περιεχόμενο του δραματοποιημένου μονολόγου, κείμενο του συνθέτη, ήταν εντελώς προφητικό ως προς τον τρόπο θανάτου του!

Η όπερά του, με τίτλο Kopernikus, έχει σαφείς επιρροές από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Κι εδώ, μια νεαρή κοπέλα καταδύεται σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου οι χαρακτήρες τραγουδούν σε μια φανταστική γλώσσα, επινόησης του συνθέτη.

Et je reverrai cette ville étrange: Μελωδίες από το παρελθόν του συνθέτη, μελαγχολία που απορρέει από παλιές ιστορίες, αλλά και η ελπίδα για ανασύνθεση της χρονικής συνέχειας που διακόπτει η ανθρώπινη ζωή, χαρακτηρίζουν το έργο αυτό.

Shiraz: Μια πόλη στο Ιράν, αληθινό μαργαριτάρι κατά τον συνθέτη, ενέπνευσε το συγκεκριμένο έργο για σόλο πιάνο, το οποίο είναι «εμμέσως» αφιερωμένο σε δύο τυφλούς τραγουδιστές που ο Βιβιέ παρακολούθησε επί ώρες στην αγορά της Σιράζ.

Pulau Dewata: Ο τίτλος του έργου, που είναι αφιερωμένο στους κατοίκους του Μπαλί, σημαίνει στα ινδονησιακά «νησί των θεών».

Paramirabo: Ένα έργο που διερευνά όλες τις πιθανές σχέσεις οι οποίες δημιουργούνται ανάμεσα στους τέσσερις ερμηνευτές.

Bouchara: Ένα μακρόσυρτο τραγούδι αγάπης, με κείμενο που αποδίδεται σε μια επινοημένη γλώσσα, τη γλώσσα της αγάπης, μια ιστορία που επαναλαμβάνει διαρκώς τον εαυτό της…

«Η μουσική μου είναι ένα παράδοξο. Συνήθως, στη μουσική έχουμε μια ανάπτυξη, μια κατεύθυνση ή ένα σκοπό, κάτι που σε μένα συμβαίνει όλο και λιγότερο. Εγώ κάνω απλώς προτάσεις, μουσικές προτάσεις που με κάποιον τρόπο δεν οδηγούν πουθενά. Από την άλλη, πάλι, κάπου οδηγούν, αλλά με μια πιο γενική και δυσδιάκριτη έννοια.» – Claude Vivier

Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια εξαιρετική βιογραφία του από τον Bob Gilmore, με τίτλο Claude Vivier: A Composer’s Life (Eastman Studies in Music, 2014).

Φωτογραφία Claude Vivier © Montreal Gazette Files