Από τον Γιάννη Μόραλη και τον Χρόνη Μπότσογλου στους Στέφανο Δασκαλάκη, Τάσο Μαντζαβίνο, Χρήστο Μποκόρο, Κώστα Παπανικολάου, Γιώργο Ρόρρη, Εδουάρδο Σακαγιάν, η έκθεση

που εγκαινιάζεται στο Σισμανόγλειο Μέγαρο στην Κωνσταντινούπολη, επιχειρεί να σκιαγραφήσει μια εικόνα της σύγχρονης ελληνικής παραστατικής ζωγραφικής.

Παρουσιάζονται έργα έξι σημαντικών ζωγράφων, με στόχο να αναδειχτεί η εικόνα της παραστατικής ζωγραφικής, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος των έργων της έκθεσης αυτής, εκτέθηκε στο Μουσείο Μπενάκη, στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 2009.

Τα έργα της έκθεσης δίνουν μια εικόνα για την εξελικτική πορεία κάθε ζωγράφου και η επιλογή τους σηματοδοτείται από τη σφραγίδα της προσωπικής επιλογής του συλλέκτη. Η συνύπαρξη αυτών των διαφορετικών φωνών μέσα σε έναν κοινό εκθεσιακό χώρο στηρίζεται στα κοινά χαρακτηριστικά τους. Οι οπτικές της έκθεσης είναι κοινές για όλους, η ανάγνωση των έργων κάθε ζωγράφου μπορεί να προσφέρει μια σαφή εικόνα της σύγχρονης ζωγραφικής δημιουργίας στην Ελλάδα.

Ο Σωτήρης Φέλιος επέλεξε εξαρχής να προσανατολιστεί στην ελληνική παραστατική ζωγραφική έτσι όπως διαμορφωνόταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με έργα στα περισσότερα από τα οποία τονίζεται ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας και τα οποία στηρίζονται στη ρεαλιστική απόδοση, ενώ μοιράζονται και αρκετά κοινά χαρακτηριστικά: πρώτο έργο της συλλογής του ήταν ο Κυπρίνος του Χρήστου Μποκόρου, το 1990. Ο ανθρωποκεντρισμός των πρώτων επιλογών έμελλε να προσδιορίσει και τη συνέχεια, ίσως γιατί τον εξοικείωσε με τη θεματολογία, οπωσδήποτε όμως προσδιόρισε και τις επόμενες επιλογές του, το ίδιο το προσωπικό του κριτήριο και εν τέλει τη φυσιογνωμία της συλλογής του.

Οι πίνακες των έξι καλλιτεχνών που αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου, έχουν πολλά κοινά στοιχεία που συνδέονται με τις προτιμήσεις του συλλέκτη, αλλά και που μαρτυρούν και κάποιες επιμέρους κοινές ματιές τους. Την επιμονή τους για την καθαρή ζωγραφική και κυρίως το βάρος που δίνουν και οι έξι στην προσωπική παρατήρηση του κόσμου μέσα από διαφορετικές προσλαμβάνουσες, αρθρώνοντας κάθε φορά μια καθαρή εικαστική πρόταση, απόλυτα συνυφασμένη με τη διαφορετικότητα του καθενός.

Η εισαγωγή στο χώρο της έκθεσης γίνεται με πίνακες του Γιάννη Μόραλη και του Χρόνη Μπότσογλου. Ο Μόραλης – πέρα απ\’ όλα τα λαμπερά της προσωπικότητας και της ζωγραφικής του – ξανασχεδίασε την ανθρώπινη μορφή με λιτή γεωμετρικότητα και ο Μπότσογλου σε όλο το έργο του επιδιώκει το έντονα φορτισμένο συναίσθημα του να αποτυπώνεται καθαρά σε όλα τα επίπεδα της δημιουργίας, της στάσης και της δράσης του.

Τα έργα του Γιάννη Μόραλη που βρίσκονται στη Συλλογή Φέλιου, είναι πίνακες της περιόδου 1994-2004, καθώς και διάφορα σχέδια από σπουδαστικές προσπάθειες και έγχρωμα προσχέδια για μεγάλες συνθέσεις. Οι πίνακες του Μόραλη φανερώνουν πνευματικό έργο και δημιουργία, λειτουργώντας σαν μαγνήτες και για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε για την έκθεση το έργο Ερωτικό του 2002. Η μνημειακή ενότητα έργων Μια προσωπική Νέκυια του Χρόνη Μπότσογλου (1993-2000) αποτελεί μια προσωπική ολοκληρωμένη ποιητική ματιά στη Μνήμη και στον Τόπο και το έργο Μια προσωπική Νέκυια Νο15. που εκτίθεται, ανήκει στον κύκλο αυτών των έργων .

Τα έργα των έξι καλλιτεχνών που αποτελούν τον βασικό κορμό της έκθεσης, έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια και ιχνηλατούν με αρκετή σαφήνεια τις διαφορετικές αλλά και ταυτόχρονα συγγενείς πορείες τους. Σκοπός της έκθεσης είναι κυρίως να αποκαλύψει αυτές τις μεταξύ τους σχέσεις: την κοινή αντιμετώπιση του κόσμου, τη δύναμη του βλέμματος, την πάλη με το υλικό, τη συνέπεια στη θεματολογία, ακόμα και μέσα από οπτικές που αλλάζουν με το χρόνο, και πάνω από όλα, το σεβασμό στη ζωγραφική.

Ο Στέφανος Δασκαλάκης είναι ένας από τους λίγους ζωγράφους που δουλεύει από ζωντανό μοντέλο, είτε αυτό είναι ένα πορτρέτο ή μια ανθρώπινη φιγούρα είτε μια νεκρή φύση. Στη δουλειά του ζωγράφου, η παρατήρηση και η σημασία μιας πραγματικότητας, απτής και παρούσας την ώρα της ζωγραφικής πράξης είναι προϋπόθεση και μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Το στήσιμο του μοντέλου στο ατελιέ και η κατάλληλη «σκηνογραφία» της εικόνας απαιτούν και αυτές άλλωστε τη «φυσική» εμπλοκή του ζωγράφου.

Η θεματογραφία του Τάσου Μαντζαβίνου, είτε πρόκειται για τοπία, θάλασσες ή ανθρώπινες φιγούρες, παρουσιάζεται με μια μορφική ένταση που μαρτυρεί υποδόριες διαδικασίες μιας συγκινησιακής φόρτισης και μιας αφηγηματικής εσωτερικής διαδικασίας. Οι συνθέσεις με ανθρώπινες μορφές, συνήθως ενταγμένες στη φύση, φαντάζουν σαν σκηνές ενόρασης, ή σκηνές μιας εσωτερικής, προσωπικής μυθοπλασίας. Η γραφή, έντονα χειρονομιακή με πυκνό χρώμα και ενιαίους, ομοιόμορφους τόπους, τόσο σε ότι αφορά την απόδοση των μορφών, όσο και των αντικειμένων και της φύσης.

Τα έργα του Χρήστου Μποκόρου μεταδίδουν στον θεατή την ταυτότητα και τις προθέσεις τους με τη πρώτη ματιά. Τα θέματα είναι πολύ χαρακτηριστικά (ιχθύς, άρτος πρόσφορο, διπλωμένο σεντόνι ή πρόσωπα μετωπικά προς τον θεατή) και είναι ζωγραφισμένα με εικονογραφική λεπτομέρεια σχεδόν φωτογραφική. Ως προς τη σύνθεση, είναι τοποθετημένα στο κέντρο και με ελάχιστα άλλα οπτικά στοιχεία τριγύρω, έτσι που να συνομιλούν με την υφή της φέρουσας επιφάνειας, το παλιό λερωμένο από το χρόνο μαδέρι κατά κανόνα, ή το παλιό ύφασμα.

Ο Κώστας Παπανικολάου ζωγραφίζει τον κόσμο ως αυθεντικός ιμπρεσιονιστής. Ζωγραφίζει πράγματι μόνο ό,τι βλέπει, μόνο το φως και τις σκιές, τα δέντρα και τους ανθρώπους, όπως φαίνονται μέσα στο λιόγερμα, ζωγραφίζει υιοθετώντας μια στάση στωικά αμέριμνη, προσεκτική αλλά διόλου εξεταστική, μια στάση αμερόληπτα καταγραφική, που δεν αφήνει να διαφανεί κανένα ενδιαφέρον, καμία προσωπική συμμετοχή. O ζωγράφος ανασυνθέτει το είναι της ζωής, τη ζωή στην αέναη εναλλαγή της θλίψης και της χαράς, στην κοινωνικότητα και στη μοναξιά της, στην πολυμορφία της ύπαρξης και της κίνησής της και στη διαλεκτική της πορεία.

Ο Γιώργος Ρόρρης δημιουργεί πρόσωπα με όνομα και ταυτότητα, «εν σαρκί και σώματι» παρόντα. Η προσωπογραφία θέτει αναπόφευκτα το ζήτημα της μίμησης. Ο ζωγράφος δεν επιδιώκει την αντιγραφή μιας δεδομένης πραγματικότητας, αλλά την ομοίωση με ένα πρόσωπο που «υποδύεται τον εαυτό του». Γιατί αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι η αδιαμεσολάβητη από ταυτίσεις ταυτότητα προς εαυτόν. Η προσωπογραφία οφείλει να τη συλλάβει στην αινιγματική απροσδιοριστία της, έτσι όπως μορφοποιείται στο χώρο του εργαστηρίου? μέλημά της είναι να αποτυπώσει με ακρίβεια την καινοφανή πραγματικότητα που εισάγει σ\’ αυτόν η παρουσία του μοντέλου.

Στο έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν οι ίδιες οι μορφές των θεατών εναλλάσσονται με τις δικές μας, καθώς μας παρατηρούν ενόσω τις παρατηρούμε, σαν το αόρατο εκείνο σημείο του πίνακα που και στις δύο περιπτώσεις κάτι επιθυμεί να φανερώσει. Κάτι που κατ\’ επέκταση,  έχει να κάνει με την ατομικότητα, τη διαφορετικότητα, την τραγική συνθήκη του σύγχρονου πολιτισμού, το αλλόκοτο, το παράδοξο, αλλά και το θαυματουργό. Γι\’ αυτό και αυτή η πολυχρωμία, που είναι συγχρόνως και πολυβουία, του έργου του Σακαγιάν φαίνεται να ενέχει τελικά το ρόλο του δικού του καθρέφτη στο έργο του, εκείνου του σπασμένου καθρέφτη, όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, που συνεπάγεται την αμφιβολία του προς τα στερεότυπα, ενώ επισημαίνει το αποσπασματικό της εικόνας.

Την έκθεση θα συνοδεύει δίγλωσσος κατάλογος (ελληνικά και τουρκικά), καθώς και κατάλογος στα αγγλικά με κείμενα των καλλιτεχνών Γιάννη Μόραλη, Χρόνη Μπότσογλου, Στέφανου Δασκαλάκη, Τάσου Μαντζαβίνου, Χρήστου Μποκόρου, Κώστα Παπανικολάου, Γιώργου Ρόρρη και Εδουάρδου Σακαγιάν. Τον κατάλογο εμπλουτίζουν κείμενα των: Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, Θεόδωρου Πάγκαλου, Σωτήρη Φέλιοu, Aysegul Sonmez, Αγγελικής Κοτταρίδη, Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, Βασίλη Βασιλικού, Γιώργου Βέλτσου και Βασίλη Μπορνόβα.

Το Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη φιλοξενεί θεματικές, με επίκαιρο περιεχόμενο, καθώς και περιοδικές εκθέσεις, οι οποίες συγκεντρώνουν άνω των 25.000 επισκεπτών ετησίως. Ευρίσκεται στο γεωγραφικό και εμπορικό κέντρο της Πόλης, στην πλέον πολυσύχναστη Istiklal caddesi (την παλαιά Grande Rue de Pera) και, την τελευταία διετία, λειτουργεί και ως σχολείο ελληνικής γλώσσας με 400 περίπου, σήμερα, μαθητές.