Το Μουσείο Μπενάκη και η Εμπορική Τράπεζα παρουσιάζουν την έκθεση: «Θεόφιλος. Έργα από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας». Η έκθεση, που εγκαινιάζεται στο …

Κεντρικό Κτήριο του Μουσείου στις 14 Σεπτεμβρίου, περιλαμβάνει ένα σύνολο είκοσι πινάκων από τη συλλογή έργων τέχνης της Εμπορικής Τράπεζας. Δίνει την ευκαιρία στο κοινό να δει από κοντά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του Μυτιληνιού ζωγράφου, στο οποίο αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική.

Τα έργα της συλλογής περιλαμβάνουν μια επιλογή από τη συνήθη θεματογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ: ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, παραστάσεις παρμένες από ταχυδρομικά δελτάρια και παλιές λιθογραφίες ή φωτογραφίες, τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής.

Η συλλογή των είκοσι έργων του Θεόφιλου που παρουσιάζεται στην έκθεση  ανήκει στην Εμπορική Τράπεζα από τη δεκαετία του 1980 και, με την εξαίρεση κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων, δεν έχει ποτέ εκτεθεί στο σύνολό της.

Το Μουσείο Μπενάκη και η Εμπορική Τράπεζα, με τη συντονισμένη αυτή προσπάθεια, παρουσιάζουν για πρώτη φορά στο κοινό τη μοναδική αυτή συλλογή, επιχειρώντας με την εμβληματική αυτή έκθεση να δείξουν πως, ακόμα και σε εποχές κρίσης, οι συνεργασίες που έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικά εικαστικά γεγονότα, έστω και μικρής έκτασης όπως η παρούσα έκθεση, μπορούν να αποτελέσουν μια ουσιαστική πρόταση στο χώρο του πολιτισμού.

Η έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας Θεόφιλος (Αθήνα 1967), σε επιμέλεια των Γιάννη Τσαρούχη και Γιώργου Μανουσάκη και κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη, μια έκδοση που συγκεντρώνει πάνω από 300 έργα του ζωγράφου.
Επίσης, κατά τη διάρκειά της θα προβάλλεται το αφιέρωμα της εκπομπής Παρασκήνιο με τίτλο «2003 – Θεόφιλος ξανά;», σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ – Βιογραφικά στοιχεία
Ο Θεόφιλος, γιος του υποδηματοποιού Γαβριήλ Κεφάλα και της Πηνελόπης, κόρης του αγιογράφου Κωνσταντή Ζωγράφου ή Χατζημιχαήλ, γεννήθηκε στη Βαρειά Μυτιλήνης στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ή στις αρχές του 1870. Η βραδυγλωσσία του και η αριστεροχειρία του καθώς και η δυσκολία του στο σχολείο ώθησαν τους γονείς του να τον στρέψουν σε κάποιο χειρωνακτικό επάγγελμα, παρά την έμφυτη κλίση του στη ζωγραφική.

Σε ηλικία δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων φεύγει για τη Σμύρνη, όπου − σύμφωνα με τα λεγόμενά του− εργάστηκε ως «θυροφύλαξ-καβάσης» στο Ελληνικό Προξενείο. Δεν έχουν σωθεί δείγματα της δουλειάς του από την περίοδο της Σμύρνης, παρότι οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι εκεί πρωτοξεκίνησε να ζει από τη ζωγραφική. Από τη Σμύρνη αναγκάζεται να φύγει μετά από κάποιο επεισόδιο με τις τουρκικές αρχές, και μετά από ένα πέρασμα από την  Αθήνα καταλήγει στη Θεσσαλία.

Θα παραμείνει για τριάντα περίπου χρόνια στο Βόλο και στα γειτονικά χωριά, όπου εξασφαλίζει τα προς το ζην ζωγραφίζοντας τοίχους καφενείων, μαγαζιών, σπιτιών και ταβερνών αλλά και φορητά έργα και εικόνες.

Ανάμεσα στα οικήματα που τοιχογραφεί ιδιαίτερη θέση κατέχει το σπίτι του προστάτη του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά του Άνω Βόλου, ένα από τα λίγα που σώζονται από την περίοδο αυτή. Από το 1925 και μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία ζωγραφίζει τις παράγκες τους και τα μαγαζιά τους με επιγραφές και παραστάσεις, μια παραγωγή που εξαφανίστηκε από την πυρκαγιά του 1939, ενώ οι σεισμοί του 1955 συμπλήρωσαν την καταστροφή του έργου του Θεόφιλου στη Θεσσαλία.

Παράλληλα με τη ζωγραφική του δραστηριότητα οργανώνει, όπως είχε πρωτοκάνει και στη Σμύρνη, λαϊκές θεατρικές παραστάσεις με αφορμή τις εθνικές επετείους ή την Αποκριά,  πρωταγωνιστώντας σ’ αυτές πότε σαν ήρωας της Επανάστασης και πότε σαν Μεγαλέξανδρος –με τα σχολιαρόπαιδα να αναπαριστάνουν την μακεδονική φάλαγγα– και φτιάχνοντας τα κοστούμια και τα λοιπά χρειαζούμενα με δική του φροντίδα.

Η εμφάνισή του με τη φουστανέλα ή τη στολή του Μεγαλέξανδρου, η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του και τα παράφωνα τραγούδια όταν ζωγράφιζε τον έθεσαν γρήγορα στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό μαζί με τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης τον ώθησαν το 1927 να επιστρέψει στη Μυτιλήνη, βάζοντας τέλος στην πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο.

Το 1925 ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος ανακαλύπτει τοιχογραφίες του Θεόφιλου σ’ ένα φούρνο στο Βόλο και δείχνει τις φωτογραφίες τους στον τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη (Tériade) στο Παρίσι, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την καλλιτεχνική αναγνώριση του ζωγράφου.

Μετά τη συνάντησή τους το 1929 στη Μυτιλήνη, ο Tériade θα εξασφαλίσει στον Θεόφιλο τη διαβίωση και τα μέσα να συνεχίσει τη δουλειά του, ζητώντας του ταυτόχρονα να παραδίδει ό,τι έργο ζωγραφίζει στο σπίτι του πατέρα Ελευθεριάδη, στη Βαρειά. Η συνάντηση αυτή θα σηματοδοτήσει την τρίτη και τελευταία περίοδο της δημιουργίας του Θεόφιλου.

Η περίοδος αυτή, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Γιάννη Τσαρούχη, ο Θεόφιλος «έκανε μιαν ολόκληρη ανακεφαλαίωση της ζωγραφικής του εμπειρίας, και, συγχρόνως, των θεματογραφικών του επινοήσεων, μα πιο πολύ […] ξεκαθάρισε όσο μπορούσε πιο καλά τα καθαυτό ζωγραφικά του συμπεράσματα», θα λήξει με το θάνατό του το 1934.

Το 1976 το ελληνικό κράτος με απόφασή του χαρακτήρισε το έργο του Θεόφιλου ως «έργο ειδικής κρατικής προστασίας» σύμφωνα και με το Νόμο 1469/50 «περί ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830», αναγνωρίζοντας και επίσημα την αξία ενός καλλιτέχνη τον οποίο είχε ήδη ανακαλύψει η γενιά του ’30, βλέποντας στο πρόσωπό του τον «άνθρωπο-σύνδεσμο, τη ζωντανή παύλα που μας ενώνει με την πιο αυθεντική πλευρά του αγνοημένου εαυτού μας» (Οδυσσέας Ελύτης, Ο ζωγράφος Θεόφιλος, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996).