Τα πλοία έχουν την τιμητική τους στην κοινή έκθεση των εικαστικών καλλιτεχνών Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη και

Διονύση Ματαράγκα που εγκαινιάζεται στην γκαλερί Kapopoulos Fine Arts στη Μύκονο στις 28 Αυγούστου. Οι δύο καλλιτέχνες προσεγγίζουν διαφορετικά το ίδιο θέμα, τα πλοία που στέκουν αραγμένα σε αραξοβόλια ή είναι δεμένα σε λιμάνια και έχουν πάνω τους κάτι από το πέρασμα του χρόνου.

Έντονοι χρωματισμοί, λιτές αδρές γραμμές, πλοία εν σειρά που αναμένουν να σηκώσουν τις άγκυρες τους και να αρχίσουν και πάλι τα ταξίδια τους στις ανοιχτές θάλασσες.

Στα έργα του Μπαλαμπανίδη οι μεγάλοι όγκοι των πλοίων μοιάζουν να συνομιλούν μεταξύ τους αραγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο χρόνος έχει περάσει από πάνω τους και έχει αφήσει τα σημάδια του.

Τα σχοινιά που τα κρατούν δεμένα στο λιμάνι είναι οι δεσμοφύλακες τους. Στα πλοία του Διονύση Ματαράγκα η διάθεση είναι πιο παιχνιδιάρικη. Ο καλλιτέχνης αφήνει εντός του έργου τα πινέλα και τις μπογιές και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν είναι αυτά που χρησιμοποίησε για να ζωγραφίσει τα έργα, ή αυτά που χρειάστηκαν για να βαφούν τα πλοία.

Τα πλοία του κι αυτά αραγμένα, αλλά πιο νέα από εκείνα του Μπαλαμπανίδη, μοιάζουν να δημιουργούν μια πολιτεία μέσα στο νερό. 

Ειδικότερα τα έργα του Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη:
πραγματεύονται ελλιμενισμένα καράβια. Κοινότυπο όσο και \”εμπορικό\” θέμα, θα μπορούσε να μετατρέψει σε ναυάγιο ένα έργο που θα περιορίζονταν στην εκπλήρωση των προκαθορισμένων του προϋποθέσεων, αν ήταν απούσα ή αβέβαιη μια βαθύτερη καλλιτεχνική πρόθεση.

Το επίτευγμα του Μπαλαμπανίδη είναι ακριβώς ότι υπερβαίνει το συνταγολογικό πλέγμα που θα απειλούσε με πλαστική καταβύθιση τα πλοία του. Επαναπροσδιορίζει με επίγνωση τις υποτιθέμενες σταθερές του θαλλασογραφικού εγχειρήματος, ανακατασκευάζει την \”πραγματικότητα\”  και μας δίνει στη θέση των καραβιών τη γεωμετρική σύλληψη και διάρθρωση, ενός κόσμου όχι και τόσο προσιτού για τους ανυποψίαστους.

Ενός κόσμου που ανασυντίθεται εκλεκτικά, και τον ορίζουν γεωμετρικά οριοθετημένες ανοιχτές και σκούρες ζώνες, αφαιρετικές γενικεύσεις παραλληλογράμμων και θραυσμάτων τους, που απλώνουν το χώρο ιδεατά και ταυτόχρονα τον στενεύουν και τον πυκνώνουν με αγχώδη και εικονογραφικά ριψοκίνδυνα γκρο-πλαν.

Με χρωματικές εντάσεις που εστιάζονται στη ζώνη που κυριαρχεί η εναλλαγή μαύρου – κόκκινου, με διαφοροποιημένες κατά κανόνα υφές ανάμεσα στα στερεά και τα αιθέρινα στοιχεία της όλης εικόνας.

Ο Μπαλαμπανίδης μας οδηγεί σε μια εικόνα που σε πολλούς ασκεί γοητεία για το θέμα της,  αλλά σε άλλους γίνεται ορατή σ\’ αυτήν, περισσότερο από την πραγματική ή υποτιθέμενη θεματική γοητεία, η ενδότερη, αυθεντική και ανέκφραστη περιγραφικά, μορφοπλαστική – εικαστική αγωνία. Αυτή αξίζει περισσότερους από τους άλλους επαίνους …

Ειδικότερα για το Διονύση Ματαράγκα η ιστορικός και κριτικός τέχνης Αθηνά Σχινά αναφέρει:
«Στου ταξιδιού τη ρότα ο Διονύσης Ματαράγκας είναι ένας νέος και ταλαντούχος καλλιτέχνης που αξιοποιεί στα έργα του μνήμες, εντυπώσεις και παρατηρήσεις. Γνωρίζει σε βάθος τα υλικά που επιλέγει και με δεξιότητα επεξεργάζεται (ξύλα, μέταλλα, χρώματα), μεταμορφώνοντάς τα σε γλυπτοζωγραφικές κατασκευές, συνθετικά άρτιες και υποβλητικές.

 Πρόκειται κυρίως για την ατμοσφαιρική συνθήκη που επικρατεί στα λιμάνια και σε μεταγωγικούς σταθμούς, εκεί που όλα αλλάζουν και μεταμορφώνονται για το σύντομο ή το πιο μακρινό τους ταξίδι.

Ο θεατής έρχεται σε επαφή με σκαριά γιγαντικών πλοίων που ελλιμενίζονται και με άλλα που αναχωρούν ή επισκευάζονται στις πέτρινες δεξαμενές από τα «τραύματα» που τους έχει επιφέρει ο χρόνος, η φθορά, η αλμύρα της θάλασσας και οι άγνωστες συνθήκες που έχουν χαράξει τα σημάδια τους πάνω στα «σώματα» αυτά της περιπέτειας.

Τα θέματα του Διονύση Ματαράγκα αφορούν στα ποντοπόρα πλοία καθώς και την ζωή στους σταθμούς των τραίνων ή στους φάρους καταμεσής στο πέλαγος, εκεί που η ανθρώπινη παρουσία δοκιμάζει τις αντοχές της και αναμετριέται με την μοναξιά της, εκεί που ο ατομικός άθλος γίνεται κοινή προσπάθεια κι εκεί που η μονάδα γίνεται ομαδική συνθήκη μέσα από τον καθημερινό μόχθο και την σκουριά, μέσα από το αναπάντεχο φως και την ακατάβλητη ελπίδα.

 Η γλώσσα του -Διονύση Ματαράγκα είναι συμβολική – και αλληγορική μέσα από – τις παραστατικές όψεις των θεμάτων του και την αφαιρετική τους διάσταση. Τα χρώματά του γήινα και σε συνδυασμό με εντονότερες αντιθέσεις ανάμεσα στους κόκκινους, στους γαλάζιους, στους φαιούς και στους πρασινωπούς τόνους, μεταφέρουν στον θεατή την ατμόσφαιρα της υγρασίας και των αντανακλάσεων.

Τα σκαριά των πλοίων ή τα βαγόνια των σταθμών του, με τις συνεχείς μεταγωγές
των φορτίων τους παραπέμπουν σε ανθρώπινες ζωές και δραστηριότητες, καθώς μεταποιούνται συνεχώς οι προθέσεις και οι ενέργειες σε πράξεις ή το αντίστροφο.

Πουθενά δεν εμφανίζεται η ανθρώπινη παρουσία, αλλά παντού τα κατάλοιπα του περάσματός της είναι ορατά (σε σκάλες, επιφάνειες, φουγάρα και σχοινιά), την ώρα που αναμετριέται το μικρό με το μέγιστο, το στιγμιαίο με την διάρκεια, το προσδοκώμενο με το παράδοξο, το συμπτωματικό με το αίνιγμα και με τα διερωτήματα της ζωής.»