Ορέστης και Βασίλης. Όμοιο ντύσιμο, όμοια αίσθηση φιλοκαλίας, όμοιες επαναλαμβανόμενες, τετριμμένες και άνευ ουσιαστικού νοήματος εκφράσεις αλλά και μια σχέση ισχυρής αλληλεξάρτησης μας εισάγουν από την πρώτη σκηνή στον μοναχικό κόσμο δύο δίδυμων αδελφών περασμένης ηλικίας.  Όταν στον κάτω όροφο του σπιτιού τους έρχεται να μείνει η Ηλέκτρα, μια γοητευτική χωρισμένη γυναίκα που ψάχνει τη δική της Ιθάκη, τότε θα αποκαλυφθεί το μάταιο μιας φαινομενικά στρωτής ζωής με καλή οικονομική κατάσταση, θέατρο και Μαρία Κάλλας, οι σκληρές μνήμες του παρελθόντος θα έρθουν στην επιφάνεια και το ερημωμένο παρόν θα ανατραπεί οδηγώντας σε μια οδυνηρή κάθαρση.

Ο συγγραφέας Λεωνίδας Προυσαλίδης επιλέγει το δυσβάσταχτο βάρος των μοναχικών ανθρώπων προκειμένου να συνθέσει τη ραχοκοκαλιά του έργου, αλλά και το ανεκπλήρωτο μιας ιδεατής αγάπης, τη λαχτάρα για επικοινωνία και μια τελευταία ευκαιρία στο φως του ζωοδότη έρωτα. Το έντονο κωμικό στοιχείο των χαρακτήρων δεν τους καθιστά κατά βάθος λιγότερο δραματικούς, αλλά μάλλον επιτείνει την αγωνία της συναισθηματικής απόσυρσης και της ανάγκης για συντροφιά.

Η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθετικά ισορροπεί με απόλυτη επιτυχία ανάμεσα στον ρεαλισμό, τη λογική και τα βασανιστικά συναισθήματα και το φαντασιακό. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα λεπτά κουράζουν με τη συνεχή επαναληπτικότητά τους, είναι όμως απαραίτητο προκειμένου να εισάγουν την ψυχολογία του θεατή στην φθαρμένη καθημερινότητα των δύο αδελφών. Ταυτόχρονα, καταφέρνει να συντονίσει μια εξαιρετική χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και να τους οδηγήσει στις εναλλαγές μιας ευρείας γκάμας συναισθημάτων: αδελφικότητα, εξάρτηση, υποταγή, ζήλια, ερωτικά σκιρτήματα, προσμονή, απογοήτευση.

Ο Γιάννης Φέρτης ξεκινά δυναμικά ως ψύχραιμος, συμπαγής καθοδηγητικός χαρακτήρας και συνεχίζει εξίσου δυναμικά να αντιδρά λογικά και καχύποπτα στις προθέσεις της Ηλέκτρας. Λίγο πριν το τέλος και μπροστά σε έναν χείμαρρο χωρίς γυρισμό, η παγωμένη κρούστα ραγίζει: «Έναν προβολέα ήθελα, ένα φως να πέφτει πάνω μου».

Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι ο πιο ευαίσθητος από τους δύο, ο πιο υποχωρητικός κι όλη η δυστυχία του συμπυκνώνεται σε μία φράση: «Θέλω να δω έναν άνθρωπο». Είναι εκπληκτικός στο παραλήρημα απογοήτευσης  – «Ποιό είναι το κέντρο του κόσμου; Ανατολή ή Δύση, ποιός απέτυχε πιο πολύ;», ερωτεύεται σχεδόν με εφηβική αφέλεια τη μοιραία Ηλέκτρα και θέλει να τη βοηθήσει γιατί πιστεύει ότι κι εκείνη αναζητά κάτι ανώτερο, ιδανικό κι όχι κάτι φτηνό. Θέλει να ζήσει έστω και τώρα, η προοπτική αυτή τον τροφοδοτεί, επιτίθεται στον αδελφό του και η σύγκρουση έρχεται με φόρα, σαν να περίμενε εγκλωβισμένη μέσα σε αιώνες σιωπής για να συμβεί. «Έσπασε το φράγμα, τα νερά τρέχουν και δεν υπάρχει επιστροφή». Οι ισορροπίες καταργούνται οριστικά, ο υποταγμένος επαναστατεί, η στατικότητα ακυρώνεται.

Η Κατερίνα Λέχου είναι αρκετά πειστική ως μια γυναίκα κουρασμένη από τα πάντα, φορτωμένη με ανασφάλειες και κακές επιλογές, που τρέχει μονίμως για να ξεφύγει απ’ όλα και παρ’ όλο που εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί, εξακολουθεί σε κάθε βήμα να ψάχνει το χαμόγελο εκείνου που της λείπει πιο πολύ.

Οι ήπιες, ευαίσθητες μουσικές νότες του πάντα εύστοχου Σταύρου Γασπαράτου και οι φροντισμένοι με λεπτομέρεια φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα δίνουν μια αίσθηση μεταφυσικότητας και ονείρου. Οι ήχοι τριξίματος εντείνουν την ψύχρα του άδειου, όπως και το εφεύρημα με τους  τοίχους του σπιτιού – σε σκηνικά Γιώργου Πάτσα –  τους οποίους το φάντασμα της νεκρής αδελφής περιστρέφει αργά και σταδιακά προοικονομώντας το μουντό γκρίζο χρώμα του θανάτου.

Σε μια αντιστροφή των ρόλων, τα δύο αδέλφια που «γεννήθηκαν και σώπασαν», που απλώς «έπιασαν χώρο», που «δεν έμαθαν να λένε την τελευταία λέξη γιατί πάντα ανήκαν στην πίσω γραμμή», πιάνονται χέρι χέρι, ακολουθούν την πιο μεγάλη, την πιο τολμηρή απόφαση και βαδίζουν μαζί στην τέλεια ακινησία.

◊ Το νέο έργο του Λεωνίδα Προυσαλίδη «Από τη σιωπή ως την άνοιξη» παρουσιάζεται στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Περισσότερες πληροφορίες, εδώ