Η νέα ταινία American Pastoral, σε σκηνοθεσία Γιούαν ΜακΓκρέγκορ κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου από την Tanweer.

Η ταινία είναι βασισμένη στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, American Pastoral.


Σύνοψη

Βασισμένο στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του Φίλιπ Ροθ, το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» παρακολουθεί μια οικογένεια που η φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή της γκρεμίζεται από την κοινωνική και πολιτική αναταραχή της δεκαετίας του ’60.

Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ («August: Osage County», «Salmon Fishing in the Yemen») κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και πρωταγωνιστεί ως ο Σίμουρ «Σουηδός» Λιβόβ, ένας κάποτε θρυλικός αθλητής του Λυκείου που είναι σήμερα επιτυχημένος επιχειρηματίας, παντρεμένος με την Ντόουν, μια πρώην βασίλισσα ομορφιάς.

Αλλά το χάος σιγοβράζει κάτω από το αψεγάδιαστο προσωπείο της ζωής των Λιβόβ. Όταν η αγαπημένη του έφηβη κόρη, η Μέρι, εξαφανίζεται, αφότου κατηγορηθεί για την διάπραξη μιας βίαιης πράξης, ο Σουηδός αφιερώνει τη ζωή του στο να την βρει και να επανενώσει ξανά την οικογένεια του.

Αυτό που θα ανακαλύψει θα τον ταρακουνήσει συθέμελα, εξαναγκάζοντας τον να δει κάτω από την επιφάνεια και να αντιμετωπίσει το χάος που δίνει σχήμα στον κόσμο γύρω του.

Στην ταινία «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» πρωταγωνιστούν, επίσης η βραβευμένη με Όσκαρ, Τζένιφερ Κόνελι («A Beautiful Mind») ως η Ντόουν, η Ντακότα Φάνινγκ («Charlotte’s Web», «War of the Worlds») ως η Μέρι, η βραβευμένη με Έμμυ, Ούζο Αντούμπα («Orange Is the New Black»), και ο υποψήφιος για Όσκαρ, Ντέιβιντ Στράθερν («Lincoln», «Good Night, and Good Luck»).


Η υπόθεση

Σε μια μεταπολεμική εποχή, όπου ανθεί η αισιοδοξία και η αθωότητα, ο αθλητής – θρύλος του γυμνασίου, ο Σέιμουρ “Σουηδός” Λιβόβ παντρεύεται την Μις New Jersey, κληρονομεί το πολλών εκατομμυρίων δολαρίων εργοστάσιο γαντιών του πατέρα του και ξεκινά μια ζωή απόλυτης ευδαιμονίας, μεγαλώνοντας την αγαπημένη κόρη του Μέρι σ’ ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι, στη γαλήνια, αριστοκρατική γειτονιά του Old Rimrock, στο New Jersey. Ο Σουηδός είναι πυλώνας της κοινότητας, υπόδειγμα επιχειρηματία, φιλάνθρωπο αφεντικό και αφοσιωμένος οικογενειάρχης, αλλά και γαλουχημένος με μια σταθερή πίστη στο αμερικανικό όνειρο.

Στη δεκαετία του ‘60, εν μέσω της ανησυχίας που τροφοδότησε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η οργισμένη και ατίθαση 16χρονη κόρη του Μέρι θεωρείται η βασική ύποπτος σε μία τρομοκρατική ενέργεια με ένα θύμα, στο προάστιο που διαμένουν οι Λιβόβ. Αυτό τσακίζει συναισθηματικά τον πατέρα της και το όραμά του για τον κόσμο. Αποφασισμένος να βάλει και πάλι μία τάξη στη ζωή του, ο Σουηδός προσπαθεί να εντοπίσει την κόρη του  που κρύβεται , ν’ αποκαταστήσει το κύρος της οικογένειας Λιβόβ και να διαχειριστεί τα δικά του συναισθήματα.

Το ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ, βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ, ομώνυμο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, εξιστορόντας τις βαθιές αλλαγές που συνέβησαν τον τελευταίο μισό αιώνα στην κοινωνία της Αμερικής. Η κινηματογραφική μεταφορά, που χρειάστηκε σχεδόν 13 χρόνια για να ολοκληρωθεί, επικεντρώνεται στην αναζήτηση ενός πατέρα για την κόρη του, αλλά και στα θέματα της αβεβαιότητας, της μοίρας, της οικογένειας και της απώλειας.


Η προσαρμογή

Ο σεναριογράφος Τζον Ρομάνο, ο οποίος είναι κάτοχος διδακτορικού στη λογοτεχνία και έχει διδάξει αγγλικά στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ενδιαφέρθηκε για μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε μία από τις πιο συγκλονιστικές και μεταβατικές περιόδους της Αμερικής: από την περίοδο της αισιοδοξίας που είχε κυριαρχήσει μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ταραχώδη δεκαετία του ’70, ενώ ταυτόχρονα κινείται ανάμεσα σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα, εξετάζοντας το πώς μπορούν να επηρεάσουν ακόμα και τις πιο ιδιωτικές οικογενειακές στιγμές.

Ο Ρομάνο αισθανόταν ότι είχε ένα όπλο στον κρόταφο του, στην προσπάθειά του να παραμείνει πιστός στην ιδιαίτερη γλώσσα και στην παρατηρητική δύναμη του Ροθ, αλλά και να «παντρέψει» αυτά τα δύο στοιχεία με τους ρυθμούς της κινηματογραφικής αφήγησης.


Σχεδιάζοντας το αμερικάνικο ειδύλλιο

Καθώς η ταινία διαδραματίζεται σε αρκετές δεκαετίες και σε χρονικές περιόδους στις οποίες συμβαίνουν μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές, έτσι και η αισθητική της διαφοροποιείται αντικατοπτρίζοντας αυτές τις διαφορετικές φάσεις. Για να επιτευχθεί αυτό, ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ συνεργάστηκε στενά με την ομάδα που αποτελείτο από τον κινηματογραφιστή Μάρτιν Ρούε, τον σχεδιαστή παραγωγής Ντάνιελ Μπ. Κλάνσι και την ενδυματολόγο Λίντσει Αν Μακ Κέι.

Η προσέγγιση ήταν να “ηχούν” και οπτικά οι σαρωτικές αλλαγές στη ζωή του Σουηδού: από την προσδοκία,  στην καταστροφή, στην εμμονή. Έτσι, στην αρχή της ταινίας στην παλέτα κυριαρχούν έντονα χρώματα, αντικατοπτρίζοντας τις λαμπερές ελπίδες της μεταπολεμικής Αμερικής. Μετά την έκρηξη, που εκτός από το ταχυδρομείο, διαλύει και την οικογένεια Λιβόβ, τα χρώματα αρχίζουν να ξεθωριάζουν, συμπληρώνοντας τη δραματική τροπή που παίρνει η ζωή του Σουηδού.

Ο Κλάνσι άντλησε ιδιαίτερη έμπνευση από τον Αμερικανό ζωγράφο Edward Hopper, γνωστό για τα εμβληματική ρεαλιστικά πορτρέτα του, της Αμερικής του ’50, τα γεμάτα μυστήριο και λαχτάρα. Επιχείρησε ν’ αναβιώσει το παρελθόν, παρουσιάζοντάς το με μία πρωτότυπη ματιά. Δεν ήθελε η ταινία να μοιάζει με μία καλογυαλισμένη βερσιόν της δεκαετίας του ‘40. Ήθελε να δείχνει “βρώμικη” και γεμάτη “ρωγμές”. Για να το πετύχει αυτό συνεργάστηκε στενά με τον διευθυντή φωτογραφίας Ρούε, και οι δυό τους πραγματοποίησαν δοκιμές φωτός στο κάθε σετ ξεχωριστά. Στόχος τους ήταν ο φωτισμός να γίνεται από θερμός, σταδιακά πιο ψυχρός και γκρι. Και τα σετ έπρεπε επίσης να εξελίσσονται, ειδικά εκείνο του εργοστασίου. Η επιχείρηση που ευδοκιμούσε  στη δεκαετία του ’50 και του ’60, στη συνέχεια, “σβήνει” με το πέρασμα των εποχών και της μόδας. Το εργοστάσιο αρχικά δείχνει καθαρό και φωτεινό και στη συνέχεια σκοτεινό και παλιακό. Τα μηχανήματα δείχνουν παρωχημένα, τα φώτα γκρίζα και βρώμικα. Τα γυρίσματα στη βιομηχανική πόλη του Πίτσμπουργκ, αντικατέστησαν το New Jersey, ενισχύοντας το ρεαλισμό της ταινίας.

Η ταινία είναι από μόνη της και ένα ταξίδι στην ιστορία της μόδας, υπογραμμίζοντας– υπό την καθοδήγηση της ενδυματολόγου Μακ Κέι – τις μεταβάσεις από πολλές διαφορετικές περιόδους και στιλ. Όπως και στο σχεδιασμό της παραγωγής, η χρωματική παλέτα στις ντουλάπες των πρωταγωνιστών γίνεται όλο και λιγότερο φανταχτερή όσο το αμερικανικό όνειρο του Σουηδού κλονίζεται. Το 1958, στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Γιούαν να φορά ένα όμορφο, ακριβό, ναυτικό μπλε μάλλινο κοστούμι. Στο τέλος της ταινίας, φορά αποχρώσεις του γκρι και χρώματα που τον ¨ξεθωριάζουν”. Παραμένει ωστόσο το ίδιο κομψός, θυμίζοντας το ένδοξο παρελθόν του. Στην ίδια λογική, η ντουλάπα της Ντον περνά από στάδια, ώστε ν’ αντανακλά το συναισθηματικό ταξίδι της. Όταν την πρωτοβλέπουμε είναι ένα χωριατοκόριτσο, ντυμένο με φωτεινά χρώματα. Όταν η ζωή της αναποδογυρίζει και βρίσκεται στο σανατόριο, το χρώμα έχει αφαιρεθεί από τα ρούχα της.

Η Μακ Κέι σχεδίασε όλα τα κοστούμια και τα καπέλα του Σουηδού, αλλά αγόρασε πολλά κομμάτια της γκαρνταρόμπας της Φάνινγκ από vintage καταστήματα του Πίτσμπουργκ. Η σχεδιάστρια ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη με το πανωφόρι που φορά η Μέρι όταν επανασυνδέεται με τον πατέρα της, χρόνια αργότερα. Ήθελε κάτι άμορφο, φθαρμένο και μεγάλο σε μέγεθος, παρόλο που η Μέρι είναι μικρόσωμη, ευάλωτη και ψυχρή. Επίσης, η δυνατότητα που είχε να δώσει έμφασή στις ενδυματολογικές πινελιές  – αξεσουάρ, καπέλα, γάντια, που έχουν σχεδόν χαθεί από τη σύγχρονη ντουλάπα – ήταν μεγάλη χαρά για την Μακ Κέι.

Μια γλυκόπικρη αίσθηση απώλειας είναι πανταχού παρούσα στο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ: απώλεια που συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, αλλά και φθορές που έχουν απομυθοποιήσει το αμερικανικό όνειρο τον τελευταίο μισό αιώνα. Και όμως, πάνω και πίσω απ΄ όλα αυτά υπάρχει πανταχού παρούσα η πατρική αγάπη, σαν ένα φως που δεν σβήνει ποτέ.

Σκηνοθεσία: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ

Σενάριο:  Τζον Ρομάνο

Παραγωγή: Τομ Ρόζενμπεργκ, Γκάρι Λουτσέζι, Άντρε Λαμάλ

Φωτογραφία: Μάρτιν Ρούε

Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Ντάνιελ Μπ. Κλάνσι

Μοντάζ: Μελίσα Κεντ

Μουσική: Αλεξάντερ Ντεσπλά

Κοστούμια: Λίντσεϊ Αν ΜακΚέι

Οπτικά Εφέ: Τιμ Μπερκ, Κρίστιαν Μανζ

Διάρκεια: 108’

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις