Ο Ετεοκλής βρίσκεται μόνος στη σκηνή. Μοιάζει προβληματισμένος, σιωπηλός, φοβισμένος. Είναι όμως και ο περήφανος ηγέτης και υπερασπιστής της πόλης των Θηβών, την οποία οφείλει να προφυλάξει με κάθε κόστος από την επίθεση του αδελφού του Πολυνείκη που κινείται εναντίον της έχοντας συγκεντρώσει έξι ακόμη βασιλείς. Ο Χορός ξεκινά να περιγράφει βήμα προς βήμα τα φρικτά δεινά των πολιορκημένων και δέεται στους θεούς προκειμένου να τους σκεπάσουν με την προστασία τους. Ο Ετεοκλής προσπαθεί να καταλαγιάσει τον τρόμο των γυναικών συστήνοντάς τους πειθαρχία και σιωπή, όπως τους αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ένα από τα βασικά στοιχεία στο έργο του Αισχύλου είναι ο βαθιά αντιπολεμικός του χαρακτήρας καθώς και η μεταφορά του στο σήμερα, στον εχθρό που δεν έχει μόνο τη μορφή του ξένου αλλά συχνά αντικατοπτρίζεται σε αγαπημένα πρόσωπα. Καθόλου άτοπο εξάλλου για μια χώρα στην οποία η διχόνοια αποτέλεσε κεντρί σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Είναι ακόμα το στοιχείο του φόβου που κάνει τις γυναίκες του Χορού – ουσιαστικά τη φωνή της κοινής λογικής – να ικετεύουν τους θεούς για τη σωτηρία και την αποτροπή του ανίερου φονικού. Φόβο όμως νιώθει και ο βασιλιάς και προστάτης της πόλης που γνωρίζει την προκαθορισμένη μοίρα του. Γι’ αυτό και μνημονεύει συχνά την αναθεματισμένη, χαραμισμένη γενιά του Οιδίποδα, την αρχαία αυτή πληγή που κατοικεί στο σπίτι τους και ταλαιπωρεί τρεις γενιές ζητώντας ακόμα αίμα. Το θάρρος θεριεύει σταδιακά μέσα του, μέχρι που παίρνει την απόφαση να σταθεί ο ίδιος στην έβδομη Πύλη, μόνος εναντίον του αδελφού του.

Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις καθοδηγεί σωστά έναν αξιόλογο θίασο και δημιουργεί εμπνευσμένες εικόνες με την Αντιγόνη και την Ισμήνη να αλληλοσυμπληρώνουν η μία τη φράση της άλλης περιβάλλοντας με τον θρήνο τους την άδικη μοίρα των αδελφών τους. Ομοίως συγκινησιακά φορτισμένη – αν και βουβή – η  τελική αναμέτρηση των δύο ηρώων σε ένα σφιχταγκάλιασμα θανάτου που ταυτόχρονα συμβολίζει τον αδιάλυτο αδελφικό δεσμό όπου οριστικός νικητής αναδεικνύεται ο Άδης. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης τολμά επίσης να εντάξει χιουμοριστικές πινελιές παρουσιάζοντας τους στρατηγούς ως πρόσωπα δίχως «λόγο» – είτε ως νόηση είτε ως έκφραση κι επικοινωνία – που δυσκολεύονται να κρατήσουν σωστά ακόμα κι ένα σπαθί. Έτσι, πετυχαίνει να τους γελοιοποιήσει μπροστά στα μάτια των θεατών και μαζί τους ολόκληρη την έννοια του πολέμου που πίσω του σέρνει πόνο, απώλεια και καταστροφή.

Ο Γιάννης Στάνκογλου (Ετεοκλής) ξεχωρίζει ερμηνευτικά, αφού σηκώνει με απόλυτη επιτυχία στις πλάτες του όλο το βάρος του απαιτητικού κεντρικού ρόλου. Τόσο με τη φυσική του παρουσία όσο και με τη γεμάτη, ώριμη φωνή του που χρωματίζεται και πάλλεται από μίσος και λύσσα για την ανομία του Πολυνείκη, πλάθει μια προσωπικότητα δουλεμένη με λεπτές αποχρώσεις ξεκινώντας από τη δέηση στον Δία και καταλήγοντας σε έναν μονόλογο αποκάλυψης της βαθύτερης, πιο προσωπικής ωθούσας δύναμης που ορίζει τις πράξεις του.

Αξιόλογη η προσπάθεια και των υπολοίπων ηθοποιών (Γιώργος Καύκας, Αλέξανδρος Τσακίρης, Νάντια Κοντογεώργη, Ιώβη Φραγκάτου) και κυρίως του καλοκουρδισμένου Χορού που έβγαλε εις πέρας αρμονικά το δύσκολο συνταίριασμα ρυθμού και κινήσεων φέρνοντας στον νου κάτι από τα ζωώδη ένστικτα πρωτόγονης φυλής (Χορογραφία – Κίνηση: Έντι Λάμε).

Δεν θα μπορούσε φυσικά να μην γίνει ιδιαίτερη μνεία στην εξαιρετική μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα που έδωσε σχήμα σε ολοκληρωμένες, σχεδόν χειροπιαστές εικόνες.

Στο λιτό σκηνικό (Κέννυ ΜακΛέλλαν) τον πρώτο ρόλο καταλαμβάνουν δύο ψηλές σκάλες με πολλαπλό συμβολισμό: είναι το ύψος της εξουσίας, το μέσον μιας ισορροπίας εσωτερικής και εξωτερικής που δεν ήρθε ποτέ, ένας παραλληλισμός με τη ζωή και τον θάνατο μετά την πτώση των δύο ηρώων.

Οι όμορφοι μουσικοί ήχοι του Δημήτρη Θεοχάρη ντύνουν την παράσταση με εντονότερο συναίσθημα, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου είναι ατμοσφαιρικοί και παρ’ όλο που στο μεγαλύτερο μέρος το φως παραμένει σταθερό και σκληρό φωτίζοντας άπλετα κάθε πτυχή, αλλού χαμηλώνει δημιουργώντας αδρές σκιές. 

Ο θάνατος λοιπόν φαίνεται κι εδώ ως μονόδρομος να δίνει το τέλος, τη λύση της τραγωδίας. Οι βασιλείς χάνονται «τρέχοντας πίσω από την τρελή του μίσους λογική», η πατρίδα σώζεται και η ζωή συνεχίζεται ξανά με τα ίδια βάσανα: ένας σοβαρός λόγος για να θυμόμαστε πάντα ότι όλοι οι άνθρωποι διαγράφουμε κύκλους μέχρι να γίνουμε κοινωνοί της ίδιας μοίρας.

~ Οι «Επτά Επί Θήβας» θα παρουσιαστούν, την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου στο Άλσος Νέας Σμύρνης και την Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Διαβάστε επίσης: Επτά επί Θήβας: για 3 μόνο παραστάσεις στo Βασιλικό Θέατρο