Είναι κοινά αποδεκτό και αναμφίβολα διαδεδομένο πως ο Μπάνβιλ αποτελεί μία από εκείνες τις μορφές του λογοτεχνικού στερεώματος που κοσμούν τον κόσμο της γραφής. Αυτό που όμως είναι συναρπαστικό και μεγαλειώδες, κυρίως για τις εποχές λογοτεχνικής φτώχειας που ζούμε, είναι να διαβάζει κάποιος έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα, έναν λογοτέχνη που είναι αγκαλιά με την επιτυχία. Δεν είναι μόνο η ματιά του στα ανθρώπινα πεπραγμένα και η θεματολογία που κάθε φορά αποφασίζει να πραγματευτεί. Είναι επιπροσθέτως αυτή η σαγηνευτική αφήγηση, η εις βάθος διείσδυσή του στον κόσμο των συναισθημάτων, των σκέψεων, των συνεχόμενων συλλογισμών, των περιπλοκών, των αγωνιών και τελικά η ζύμη που πλάθει και μας “θρέφει” έχει όλα εκείνα τα συστατικά που τον καθιστούν πραγματικά μοναδικό. Σε ένα ακόμα βιβλίο με χειμαρρώδη λόγο καταθέτει όλο εκείνο το φάσμα αδυναμιών, λαθών, φόβων, ανθρώπινων ανωμαλιών που καθιστούν το αντικείμενο επεξεργασίας του, δηλαδή τον άνθρωπο, ένα πρώτης τάξεως δείγμα της λογοτεχνικής του ιδιοφυίας. Ο Μπάνβιλ ανήκει σαφέστατα στην ιρλανδική σχολή που έχει τις ρίζες της στην ευρηματικότητα του Μπέρναρντ Σω και την φιλοσοφική διάσταση του Τζέιμς Τζόυς, δύο φυσιογνωμίες ανάμεσα σε άλλες, που άφησαν το λογοτεχνικό μικρόβιο ελεύθερο και ζωντανό έτοιμο να μετενσαρκωθεί. Αυτό ο Μπάνβιλ το έχει αναπτύξει με την δική του προσωπική μέθοδο και ιδού το αποτέλεσμα.

Σε κάθε ευκαιρία επαφής του με το κοινό πετυχαίνει, όπως ο Γούντι Άλεν στις ταινίες του, να μας θυμίζει πόσο τρωτοί και πόσο ευάλωτοι είμαστε μπροστά στην αιωνιότητα της ύπαρξης και στο ζήτημα της αγάπης, πόσο μακιαβελικά πολλές φορές λειτουργούμε αλλά και πόσο δέσμιοι είμαστε από τα πάθη μας, τις ερωτικές μας ορέξεις και τις ένοχες συνειδήσεις μας. Στην “Μπλε κιθάρα” με το ταιριαστό ζωγραφικό εξώφυλλο που επέλεξαν οι εκδόσεις Καστανιώτη η ρευστότητα ακουμπάει τη ζωή όπως το χέρι τις χορδές μιας κιθάρας και ξαφνικά όλα αλλάζουν, όλα γίνονται αλλιώς, έτσι όπως ίσως ποτέ δεν περιμέναμε ή δεν επιθυμούσαμε. Ο ήρωας εδώ δεν είναι κανένας εξωπραγματικός ή μυστηριώδης τύπος, είναι μία φιγούρα, ένας κοινός θνητός προβληματισμένος από τους ταραχώδεις συνειρμούς του που άλλοτε χαίρεται για αυτά που ζει και άλλοτε βρίσκεται αντιμέτωπος με τις προκλήσεις που προκύπτουν σαν καταλάβουν το μυστικό του, σαν κλέψουν λίγο από την πονηριά του, σαν μυρίσουν λίγο από το άρωμα ενοχής ή απάθειας που κουβαλάει. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας θυμίζει τον Προμηθέα που έκλεψε την φωτιά για χάρη των ανθρώπων και την πανηγυρίζει δεξιά αριστερά ως το απόλυτο τρόπαιο. Μαέστρος στην κλοπή πραγμάτων και στιγμών, θρασύς και τολμηρός καταφεύγει εκούσια στην αμαρτία για να ικανοποιήσει ενδόμυχες αγωνίες ή για να δοκιμάσει απλά την τύχη του στην παγαποντιά;

Όλα είναι πιθανά, όλα είναι δυνατά στην περίπτωσή του και τίποτα δεν στέκεται εμπόδιο, παρά μόνο οι συνέπειες των πράξεών του που πλέον έχουν ακολουθήσει τις ίδιες τις πράξεις οπότε μικρή σημασία έχουν, άρα κανένα πισωγύρισμα δεν επίκειται απλά συμβαίνει καταμέτρηση των όποιων δεδομένων έχουν πλέον προκύψει. Με ύφος σαφώς υπαινικτικό αλλά χωρίς καμία δόση μετάνοιας ο ίδιος διερωτάται και σχολιάζει: “Ποιος μας βεβαιώνει ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτό που βλέπουμε όντας μεθυσμένοι και ότι ο νηφάλιος κόσμος δεν είναι παρά μία θαμπή φωτογραφία;”. Άρα ο ίδιος βρίσκεται μπλεγμένος στο τώρα και στο σήμερα με βλέμμα στο τότε και στα παρελθόντα γεγονότα. Βρίσκεται ενώπιον της γυναίκας του που απάτησε και ενώπιον της κλοπής που διέπραξε στην παιδική ή και στην ενήλικη ηλικία. Αλλά το ερώτημα είναι στην αρχή του βιβλίου: “Ποιο το νόημα να κλέβεις κάτι, όταν κανείς δεν γνωρίζει ότι έχει κλαπεί εκτός από τον ίδιο τον κλέφτη;” και έτσι φροντίζει κατά κάποιο σατανικό τρόπο να μαθευτεί η πράξη του, να ανακοινώσει τον άτακτο ρόλο του στη ζωή των γύρω του προκαλώντας έτσι αναστάτωση στις ζωές τους.

Σαν βετεράνος ζωγράφος που κάποτε είχε έρωτα με το πινέλο γνωρίζει καλά πως να ξεκλέβει λίγο χρώμα από εδώ για να το μετακυλά λίγο πιο εκεί έτσι ώστε το βλέμμα του θεατή να θαμπώνεται και να παραπλανιέται οδηγώντας έτσι το βλέμμα εκεί που εκείνος επιθυμεί. Το μυαλό του μοιάζει με ένα τέλειο εργαστήριο ζωγράφου, εκεί όπου θα προκύψουν όλα αυτά τα περίφημης σύλληψης έργα που έχει βάλει στόχο να πραγματοποιήσει, άνομα πολλές φορές αλλά ποιος είπε πως η παρανομία δεν στάζει μέλι. Ο Μπάνβιλ, όπως στην αξέχαστη “Θάλασσα” που απέσπασε βραβείο Booker το 2005, έτσι και εδώ βάζει βάσιμη υποψηφιότητα για ένα Νόμπελ, όχι για να του προσδώσει τον τίτλο του μεγάλου λογοτέχνη τον οποίο ήδη κατέχει αλλά για να επισφραγίσει μία πορείας συγγραφικής διάνοιας που αξίζει να ακουστεί στα πέρατα της γης. “Κανένα έργο της παραστατικής τέχνης δεν είναι τέλειο ούτε απολαμβάνει κανένα την εκτίμηση που θεωρεί ότι αξίζει”. Το ίδιο ισχύει και με το λογοτεχνικό αποτύπωμα του Μπάνβιλ ως προς το δεύτερο σκέλος της προηγούμενης ρήσης. Η εκτίμηση ενός έργου είναι από μόνο του ένα έργο που η ιστορία της λογοτεχνίας θα αποκαλύψει εις χρόνο μεταγενέστερο προς όφελος όλων.

“Η ουσία είναι κάτι συμπαγές, είναι εξίσου συμπαγής με τα πράγματα των οποίων αποτελεί την ουσία”.

“Όταν το μυαλό μαστίζεται από αμφιβολίες, είπα, χάνει το μέτρο και θρέφει τις πιο εξωφρενικές ιδέες”.

“Το επιτακτικό καθήκον της αυτοσυντήρησης είναι ισχυρότερο από το ένστικτο της αναπαραγωγής και όλα όσα αυτό υπαγορεύει και συνεπάγεται. Ο καημένος ο έρωτας, τι εύθραυστο και λιπόψυχο άνθος που είναι”.

Το βιβλίο του Τζων Μπάνβιλ, Η μπλε κιθάρα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.