Προσωπικές φιλοδοξίες και φεμινιστική επανάσταση


[…] Έχουμε κάνει όλες πολύ δρόμο.

Για το θάρρος μας και τον τρόπο που αλλάξαμε τις ζωές μας

και τα εξαιρετικά επιτεύγματα μας […]

Σε μια εποχή που κυλάει με φρενήρεις ρυθμούς, τα διλήμματα και οι ενδοιασμοί που γεννιούνται στη σύγχρονη γυναίκα είναι πολλαπλοί. Ζητήματα όπως η επιλογή καριέρας ή οικογένειας ή η κοινωνική ανέλιξη με πολλά θύματα και σκληρές συνέπειες, είναι μόνο μερικά από όσα αναδύθηκαν τα χρόνια της έντονης ανάγκης για χειραφέτηση. Στον απόηχο όλων αυτών των κοινωνικών συγκυριών, αλλά ταυτόχρονα την περίοδο ενός πολιτικού αναβρασμού, η Caryl Churchill γράφει τα «Top Girls», με τα οποία εξερευνά ένα σύνολο φεμινιστικών ανησυχιών και επιδιώκει να απομυθοποιήσει τις κατηγορίες της τάξης και του φύλου, προκειμένου να συμβάλει στην πολιτική μεταμόρφωση των γυναικών.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρλίν, επικεφαλής σημαντικού γραφείου ευρέσεως εργασίας και το έργο ξεκινά με ένα από τα πιο επιτυχημένα και διάσημα σουρεαλιστικά σκηνικά στην διεθνή δραματουργία: Ισχυρές γυναίκες της παγκόσμιας ιστορίας και μυθοπλασίας, βρίσκονται μαζί σε ένα γεύμα και συνομιλούν με βάση τις εμπειρίες τους στη ζωή. Με αυτήν την συμπόρευση παρελθόντος και παρόντος, γίνονται περισσότερο κατανοητές και οι λεπτές κοινωνιολογικές αποχρώσεις του κειμένου. Η Ιωάννα, η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του 9ου αιώνα που υποδύθηκε τον άνδρα και έγινε Πάπας, η Γκριζέλντα, η υπάκουη σύζυγος που την ιστορία της αφηγήθηκε ο Βοκάκιος και ο Τσώσερ στους «Θρύλους του Καντέρμπουρι», η Ισαμπέλα Μπερντ, μια Αγγλίδα συγγραφέας-εξερευνήτρια του 19ου αιώνα,  η Τρελή Γκρετ, φιγούρα της φλαμανδικής λαογραφίας που απεικονίζεται σε πίνακα του Μπρέγκελ να εισβάλλει στην κόλαση με στρατό γυναικών και να πολεμά τους δαίμονες, όπως επίσης και η Λαίδη Νίτζο, μια Ιαπωνίδα παλλακίδα του αυτοκράτορα, που στη συνέχεια έγινε βουδίστρια μοναχή και γύρισε όλη την Ιαπωνία με τα πόδια, κάθονται στο ίδιο τραπέζι με την σύγχρονη Μαρλίν. Οι γυναίκες αυτές συνδέονται μεταξύ τους με αγώνες ενάντια στην πατριαρχία και την καταπίεση, ενώ η Μαρλίν, σχετίζεται με την καθεμία από αυτές σε διαφορετικές της πτυχές. Ταυτόχρονα, μπορεί να έχουν και αρκετά κοινά με τα άτομα του περιβάλλοντός της, σε μία συνεχή σύνδεση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Στην συνέχεια η υπόθεση μετατοπίζεται σε ρεαλιστικά σκηνικά που αφορούν τα περιβάλλοντα εργασίας και με ηρωίδες που έχουν να θυμίσουν την καθημερινότητα και καταστάσεις που όλοι λίγο πολύ έχουμε αντιμετωπίσει. Ωστόσο, στο φινάλε γίνονται ακόμα εντονότερα τα όσα διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της Μαρλίν και οι αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει στο παρελθόν, θυσιάζοντας στο βωμό της ματαιοδοξίας οικογένεια και περίγυρο. Το εντυπωσιακό και το πιο αληθοφανές ίσως στοιχείο του έργου, είναι ότι εκείνη δε φαίνεται να μετανιώνει ουσιαστικά για τα όσα έπραξε, φαντάζει σίγουρη για τις επιλογές της, ενώ δε λυγίζει μπροστά στην αδερφή της με την οποία δεν συμφωνεί σχεδόν σε τίποτα.

Στα «Top Girls» που γράφτηκαν το 1982, η Τσώρτσιλ χρησιμοποιεί δεκαέξι χαρακτήρες, που παίζονται από επτά ηθοποιούς, για να αντιπροσωπεύσουν τις διαφορετικές δυνατότητες που ζει μια γυναίκα στο σημερινό κόσμο, αλλά και στο παρελθόν. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον κεντρικό χαρακτήρα για να δείξει την αντίθεση ανάμεσα σε μια ηθική της φροντίδας και την ηθική του ανταγωνισμού. Είναι μια επιτυχημένη γυναίκα, αλλά έχει επιτύχει με το κόστος της απουσίας μιας κανονικής ιδιωτικής ζωής. Έχει εγκαταλείψει το παιδί της, προκειμένου να είναι επαγγελματίας. Η Τζόυς, από την άλλη πλευρά είναι μια μητέρα μόνιμα στο σπίτι, αλλά στις απόψεις της σχετικά με την πολιτική και την οικονομία είναι λιγότερο συντηρητική από την αδελφή της. Η μία είναι αυτή που διέφυγε από τη μοίρα της, η άλλη αυτή που (υπ)έμεινε. Οι επισκέπτες στο σουρεαλιστικό πάρτι είναι κυρίως οι γυναίκες που ξεπέρασαν τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, όμως η ζωή τους δεν ήταν πλήρης.

Η σκηνοθεσία του Αλέξη Ρίγλη είχε ρυθμό και ενδιαφέρον. Δεν φλυαρούσε ούτε πλάτειαζε ιδιαίτερα και με ελάχιστες εξαιρέσεις, διέθετε συνοχή και αρκετές ισορροπημένες δόσεις χιούμορ, χωρίς να παραβλέπεται και η δραματική-εκρηκτική διάσταση του τέλους. Τοποθέτησε τις ηρωίδες σε ένα επικλινές σκηνικό, το οποίο περιλάμβανε όλα τα επίπεδα της δράσης. Τα πρόσωπα βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους και τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν σπάνια έως ποτέ, δηλώνοντας ίσως έτσι, το χάσμα που τις χώριζε, αλλά και την απουσία διάθεσης για περαιτέρω συναναστροφή. Παρά το ιντριγκαδόρικο πρώτο μέρος, του δείπνου δηλαδή με τις ιστορικές φυσιογνωμίες, δίνεται ιδιαίτερη βάση και κερδίζει τις εντυπώσεις το τελευταίο, με το ξεγύμνωμα του παρελθόντος της κεντρικής ηρωίδας και το καθηλωτικό, γεμάτο ένταση μπρα-ντε-φερ με την αδερφή της. Στο τελικό αποτέλεσμα συνέβαλλε η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, με την επιμέλεια τόσο του σκηνικού, όσο και των κοστουμιών που ήταν αντιπροσωπευτικά της εποχής στην οποία αναφέρεται το έργο. Πολύ όμορφες ωστόσο και οι λεπτομέρειες των ιστορικών ενδυμασιών. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου αναδείκνυαν με καίριο τρόπο κάθε λεπτομέρεια.

Η Θεοδώρα Τζήμου είναι η ιδανική «Μαρλίν». Αυστηρή, χωρίς συναισθηματισμούς, πιστή στα «πιστεύω» και τις δικές της αξίες, χτίζει ένα τείχος απέναντι σε αυτήν και τους υπόλοιπους. Η ερμηνεία της αποτελεί αναμφισβήτητα μεγάλο κεφάλαιο της παράστασης. Κλέβει τις εντυπώσεις στη σκηνή του φινάλε, όπου μαζί με την εξίσου δυναμική Μαρία Κεχαγιόγλου ως «Τζόυς», μάχονται να επιβάλλουν η μία στην άλλη μια αντίθετη ιδεολογική και κοινωνική στάση. Και οι δύο ηθοποιοί εντυπωσιάζουν, κάνοντας φανερό το χάσμα που χωρίζει τις ηρωίδες τους. Η Έφη Γούση είναι ακριβής, πολύ πειστική, σχεδόν συγκινητική ως έφηβη που έλκεται συναισθηματικά από την πραγματική της μητέρα που την εγκατέλειψε και αντίθετα αδιαφορεί για εκείνη η οποία ουσιαστικά την μεγάλωσε. Καίρια επίσης η Αμαλία Αρσένη στις μεταμορφώσεις της επί σκηνής: από μια μυθιστορηματική φιγούρα που υποφέρει σιωπηλά τόσα δεινά, σε κάποια μοιραία γυναίκα που έλκεται από την πολυτελή ζωή και έπειτα σε μια καλοπροαίρετη και ανήσυχη έφηβη. Οι ρόλοι των Γιωργιάννας Νταλάρα και Νίκης Σερέτη, ήταν ευχάριστες και χιουμοριστικές νότες μέσα σε ένα πιο δραματικό περιβάλλον. Έχτισαν με γλαφυρότητα και σαρκασμό τις περσόνες τους, ενώ η πρώτη ήταν ικανοποιητική και σαν «Νίτζο». Τέλος, η Δώρα Στυλιανέση ως «Πάπισσα Ιωάννα», διέθετε τόσο τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ που απαιτούσε η σουρεαλιστική διάσταση του ρόλου, όσο και συγκρατημένες τραγικές αποχρώσεις της ιστορικής της κατάληξης.

Οι επιτυχημένες αυτές γυναίκες έσπασαν τις παραδοσιακές συμβάσεις και πλήρωσαν σκληρά το τίμημα, ενώ σπουδαιότερο παράσημο για αυτές αποτελούν οι πληγωμένες αντιδράσεις των άλλων, ακόμα και όταν απειλείται η κοινωνική θέση ή και η ίδια η ζωή τους.

Photo Credits: Μαριλένα Σταφυλίδου

Το «Top Girls» παρουσιάστηκε στις 23 & 24 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ