Τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο του 2016 το Μουσείο Μπενάκη παρουσίασε στο αθηναϊκό κοινό την έκθεση “Jamal, Ο δρόμος του Μεταξιού”, ένα συμπαγές εικαστικό “αφήγημα” για τους σταθμούς ενός ταξιδιού που ξεκινούσε από τα βάθη της Άπω Ανατολής και έφτανε ως τις ακτές της Μεσογείου – και πάλι πίσω –  συνδέοντας την οικονομία με την πολιτισμική αλλαγή.

Ήδη τότε είχε καταστεί σαφές ότι το ταξίδι θα συνεχιστεί με νέα έργα,  σε νέους σταθμούς.

«Ήταν μια διαδρομή που ο Jamal ακολουθούσε με άλλους τρόπους και με άλλα μέσα, με άλλους σκοπούς και άλλα επιτεύγματα, παραμένοντας πάντα πάνω στη μυθική χρονογραμμή  που ερχόταν από πάρα πολύ παλιά και προχωρούσε χωρίς δισταγμούς, ίσια στη καρδιά του μέλλοντος».

Στις 18 Ιουνίου 2016 η έκθεση Jamal Ο δρόμος του Μεταξιού συνεχίζει-εμπλουτισμένη με νέα έργα- το ταξίδι της σε ένα πολύ ξεχωριστό μουσείο, το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, στα Ανάκτορα των Αρχαγγέλου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, στην Κέρκυρα.

“…Ήξερα ήδη πως το ταξίδι, όπως το είχε ονειρευτεί ο Jamal συνειδητά συνεχίζεται με νέους πίνακες και καινούργιες στάσεις σε άλλα μουσεία, είτε της Ελλάδας είτε του εξωτερικού. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε μια κλειστή ενότητα έργων γύρω από μια κεντρική ιδέα αλλά μάλλον opera apperta κατά τη φράση του Umberto Eco, μιαν ανοιχτή οπτική ακολουθία, μια ζωφόρο δηλαδή που μεγαλώνει σα ζωντανός οργανισμός, το χιλιοστό πρώτο παραμύθι της Σεχραζάντ που σπρώχνει λίγο πιο πέρα το χρόνο, που κερδίζει μια ακόμη νύχτα. Κι έτσι διατυπώνεται, σχεδόν αυθόρμητα, σχεδόν αβίαστα, ο πιο ουσιαστικός ορισμός της τέχνης: Να επεκτείνουμε λίγο περισσότερο το χρόνο, κερδίζοντας λίγη ακόμη ζωή. Λίγο ακόμη… Τίποτε άλλο”.

Μ. Στεφανίδης

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Jamal γεννήθηκε στη Salamia  της  Συρίας  το 1961 και άρχισε να εκθέτει τις δημιουργίες του σε ηλικία 17 ετών.  Έχει λάβει πολλές διακρίσεις και βραβεία στον αραβικό κόσμο και έργα του έχουν φιλοξενηθεί  μεταξύ άλλων στη Ν. Υόρκη, το Ντίσελντορφ,  την Αθήνα καθώς και στο Λίβανο, την Ιορδανία και το Ντουμπάι.  O Jamal γεννήθηκε ζωγράφος και είναι πεπεισμένος ότι θα πεθάνει ζωγράφος.

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ JAMAL, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ:

Εικόνες ενός εκφραστικού κόσμου – Σκέψεις για τα έργα του JAMAL του KLAUS SEBASTIAN

Στους πίνακες του Jamal συναντούμε μοτίβα που ξεπηδούν από την άμεση πραγματικότητα: θάλασσα, άνθρωποι, άλογα, αρχιτεκτονική. Ωστόσο, ο σύριος καλλιτέχνης δεν συγκαταλέγεται στους ζωγράφους του ρεαλισμού, οι οποίοι προσπαθούν να απεικονίσουν με κριτικό ή φυσικό τρόπο την καθημερινή πραγματικότητα. Ο Jamal καταφέρνει μάλλον να αποσυνθέτει την υλική υπόσταση των πραγμάτων και ύστερα να βλέπει κάτω από την επιφάνεια εν είδει ακτινολόγου. Ακτινογραφεί λοιπόν τον απατηλό κόσμο του ορατού και ξεκινάει ένα ταξίδι στη χώρα της ουσίας. Δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση, αφού ο ζωγράφος παλεύει με ένα παράδοξο: Πώς θα καταφέρει να επιτύχει την απεικόνιση του “αόρατου” σε καμβάδες και ξύλινες επιφάνειες με πινέλα και χρώματα; Όπως μπορεί κανείς να διακρίνει στους πρώτους πίνακες του καλλιτέχνη, έχει βρει τον τρόπο για την επίλυση του προβλήματος μαζί μ’ ένα χαρακτηριστικό στιλ. Στην τέχνη του Jamal, το ορατό μετουσιώνεται σε αόρατο. Κάθε αρχέγονη δύναμη  που ρέει προς καθετί ζωντανό και κρατάει τα πάντα εν ζωή, πάλλεται σαν αόρατη ενέργεια. Αυτή η ενέργεια ωθεί τον Jamal στον κόσμο των φαινομένων και εκείνος τα μεταφράζει σε καθαρή ενέργεια χρωμάτων. “Οι ζωγράφοι δεν βλέπουν ποτέ χρώματα, τα νιώθουν μόνο” είπε κάποτε. Με λίγη ενσυναίσθηση μπορεί λοιπόν κανείς να θεωρήσει τους επιδέξια ζωγραφισμένους πίνακες του Jamal ως καθαρά ενεργειακά πεδία. Τα ρεαλιστικά μοτίβα δεν απομακρύνονται όμως οριστικά από την επιφάνεια του πίνακα, όπως συμβαίνει στην άτυπη τέχνη. Ο άνθρωπος Jamal αγαπάει περισσότερο την πραγματική ζωή από τις αφηρημένες θεωρίες της τέχνης. Οι άνθρωποι, τα άλογα, τα τοπία συνιστούν για εκείνον φορείς ενέργειας και παίρνουν μορφή στον πίνακα ως ρέουσα χρωματική ενέργεια. Ο κοσμοπολίτης Jamal λατρεύει τον ζωγραφικό πειραματισμό. Γνωρίζει τις ρίζες του, αλλά δεν τις απαρνιέται. Κοιτάζει όμως θαρραλέα πέρα και πάνω από τον καλλιτεχνικό και πνευματικό ορίζοντα της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Η ουτοπία μίας αρμονικής σχέσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης τον ενθουσιάζει, τον οδηγεί σε νέες εικαστικές δημιουργίες. Στα έργα του, η τεταμένη συνάντηση της πρωτοπορίας της Δύσης με την πολιτιστική κληρονομιά της Ανατολής μετατρέπεται σε ρεαλιστικό γεγονός. Ως οδοιπόρος μεταξύ των δύο κόσμων καταφέρνει να ανάγεται σε συμφιλιωτή και φέρελπι. Στη ροή του χρόνου εμφανίζονται φασματικά διαφανή πρόσωπα σε καινούργια, σχεδόν γοητευτικά, από άποψη διακόσμου,  έργα ζωγραφικής. Παρουσιάζονται ως ακίνητες αρχαίες μορφές που περιμένουν ακόμη τον προορισμό τους στη ζωή.   Παρατηρεί κανείς ότι παραμένουν αιχμάλωτες των χρωμάτων. Το χρωματικό φάσμα προσδίδει τον ενεργειακό τόνο και δείχνει στο άτομο τα όριά του. Τα μάτια είναι κλειστά, το βλέμμα δεν στρέφεται προς την πραγματικότητα, αλλά προς τον εσώτερο κόσμο. Το ρητό του Μικρού Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ- Εξυπερύ ταιριάζει μάλλον εδώ: “Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.” Τα πρόσωπα δεν χαρακτηρίζονται από ατομικότητα και μας θυμίζουν ότι εδώ δεν παρουσιάζεται το παρελθόν, η ατομικότητα, αλλά κάτι γνήσιο.

Κάτι παρόμοιο μπορεί κανείς να βρει στη ρωμανική εποχή ή, στον ασιατικό χώρο, στις πέτρινες μορφές των γελαστών προσώπων που έχουν σμιλευτεί στον ναό Μπαγιόν (Άνγκορ Βατ, Καμπότζη) την εποχή των Χμερ.

Επίσης, το μυστικό της θηλυκής φύσης σαγηνεύει τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο Jamal πολύ έντονα. Στη γυναίκα εντοπίζει την απαρχή, την ομορφιά, αλλά και την πηγή της ζωής. Το κόκκινο χρώμα κυριαρχεί σε έναν ιδιαιτέρως εντυπωσιακό πίνακα. Το κόκκινο συμβολίζει την αγάπη, είναι το χρώμα με την υψηλότερη ενεργειακή αξία. Με μεγάλη ευαισθησία ο καλλιτέχνης αποκαλύπτει και ανακαλύπτει τα μοτίβα κόκκινης “προέλευσης”: έτσι, προκύπτει μία νεαρή γυναίκα με κλειστά μάτια, αισθησιακή, «σωματική», ζωντανή, της οποίας το αρχαϊκό γοητευτικό σώμα καταλαμβάνει σχεδόν το σύνολο της επιφάνειας του έργου. Η φιγούρα αυτή είναι καλυμμένη από μία θηλυκή αγγελική μορφή. Η ουσία, η ψυχή ίσως της γυναίκας, λαμπυρίζει σαν να είναι πίνακας του Σαγκάλ, λες και συνιστά ουράνιο όραμα από τον κόκκινο κόσμο του ονείρου. Το ανεξάρτητο, μοναδικό, παρελθοντικό γεγονός αποδεικνύεται λοιπόν φορέας ενέργειας μίας κρυφής αρχής που κυριαρχεί. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος θέλει να αποκαλεί “θεϊκό” αυτή την επικράτηση, ο πανθεϊστής αναζητεί τις θεϊκές αρχές στη φύση μόνο, ενώ ο καλλιτέχνης ορίζει την ενέργεια απλά ως απαρχή. Υπό αυτή την έννοια, βλέπουμε στον Jamal έναν καλλιτέχνη, ο οποίος χρησιμοποιεί τη δύναμη της παράδοσης ως βάση για την τέχνη, αναπολεί καλλιτεχνικά την αισθητική και τις απαρχές του κόσμου και παραδίνεται με χάρη στον 21ο αιώνα. Ανεξάρτητα από τα φαινόμενα του πνεύματος της εποχής που περιορίζουν την όραση, ο καλλιτέχνης μας παίρνει μαζί του, έστω και τυχαία, σε ένα ακόμα ταξίδι στον χρόνο: Φασματικά και διάφανα, εμφανίζονται μυθικές μορφές από το βάθος του καμβά. Αναδύονται αιθέρια σώματα μικρών γοργόνων και μυθικά μαγικά όντα και χάνονται αμέσως πάλι στο μπλε των κυμάτων. Κινέζοι έμποροι ξεθωριάζουν από τη σκόνη του δρόμου του μεταξιού ή συγκεντρώνονται σαν μαγικές φιγούρες επάνω σε έναν βωμό της θύμησης. Ο καλλιτέχνης ενώνει μύθο, παρελθόν, παρόν και μέλλον στο έργο του. Αυτό που μετράει όμως προφανώς για τον Jamal είναι η ουσία, η ενέργεια της έμπνευσης πίσω από τις μορφές του κόσμου των ιδεών.

(εφημ. Rheinische Post)

Ο Jamal, ταξιδευτής στη μεγάλη επικράτεια της ζωγραφικής και στο βασίλειο του χρόνου (Εισαγωγή)

Του Μάνου Στεφανίδη

Κάθε μορφή τέχνης είναι ένα ταξίδι. Είναι ένα ταξίδι που οδηγεί από την επιφάνεια στο βάθος των πραγμάτων και από την ψευδαίσθηση στην ουσία. Αλλά και κάθε αληθινό ταξίδι, εκτός από μια περιπέτεια της ψυχής, είναι και μια μορφή τέχνης. Εφόσον τέχνη στην πραγματικότητα είναι αυτό που μπορεί να μας αλλάξει υπαρξιακά, να μας ξαναγεμίσει ή να μας παρηγορήσει ως προς την αδήριτη πραγματικότητα του θανάτου.

Η ζωγραφική τώρα έχει ως στόχο να “καρφώσει” μια για πάντα, να στερεοποιήσει τις ρέουσες εικόνες ενός φευγαλέου κόσμου, αποδεικνύοντας πέραν πάσης αμφισβητήσεως πως π.χ. το βαθύ κόκκινο χρώμα ή η καρμίνα είναι πολύ περισσότερο αίμα από τους ποταμούς αιμάτων που έχουν χυθεί σε όλα τα πεδία των μαχών και πως το μπλε της Πρωσίας είναι πολύ πιο κοντά στην απόχρωση που διάλεξε ο Θεός όταν πρωτοέβαψε τον θόλο του κόσμου από όλα τα γαλάζια του ουρανού. Έτσι είναι. Ο Θεός έγινε πρώτα ζωγράφος και μετά λειτούργησε ως  Παντοδύναμος, πρώτα ζωγράφισε αυτό που αργότερα θα έφτιαχνε κοπιάζοντας για εφτά ολόκληρες ημέρες. Άρα είναι απολύτως κατανοητό το γιατί ο κάθε ζωγράφος πρέπει να αισθάνεται σαν ένας μικρός θεός. Με όση ευθύνη, με όσες υποχρεώσεις μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο.

Η ενότητα “Ο Δρόμος του Μεταξιού” του Σύρου ζωγράφου Jamal έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά: Περισσότερο οπτικοποιεί και λιγότερο εικονογραφεί την περιπέτεια ενός μυθικού Ταξιδιού ενώ την ίδια στιγμή δημιουργεί έναν καινούριο κόσμο εξ αρχής, ανακαλεί τις μορφές που κάποτε έζησαν και τις ντύνει πάλι με σάρκινη υπόσταση, ξυπνάει πεθαμένους θεούς και ήρωες, νύμφες των λιμνών ή των ποταμών και πνεύματα των πεδιάδων ή των ερήμων, θαλάσσιους δαίμονες που ιππεύουν τα κύματα με τον ίδιο τρόπο που αρειμάνιοι πολεμιστές καβαλικεύουν μικρόσωμα αραβικά φαριά για να προστατεύσουν καραβάνια. Τέλος υποχρεώνει όλον αυτόν το ειρηνικό στρατό να ξανακάνει άθλους, έστω κι αν ζούμε σε μιαν εξαιρετικά αντιηρωική, εντελώς ματεριαλιστική εποχή. Ο καλλιτέχνης, ακολουθώντας τον εντελώς αντίθετο δρόμο από τον ιστορικό, δεν συγκροτεί την ιστορία συνθέτοντας τα σπαράγματά της αλλά περισσότερο την ονειρεύεται και έτσι την ανασταίνει σαν ένα λαμπρό σύνολο και την στήνει μπροστά στα μάτια μας ολοζώντανη. Για τον Jamal, το Ταξίδι του Μεταξιού συνεχίζεται με άλλους τρόπους και με άλλα μέσα, με άλλους σκοπούς και άλλα επιτεύγματα αλλά παραμένοντας πάντα ζωντανό και μυθικό, μια χρονική γραμμή που έρχεται από πάρα πολύ παλιά και προχωράει χωρίς δισταγμούς ίσια στη καρδιά του μέλλοντος.

Για τον Jamal ο χρόνος δεν τεμαχίζεται σε συγκεκριμένες περιόδους ούτε εγκιβωτίζεται σε ανάλογα κουτάκια, όπως θα ήθελαν οι ιστοριοδίφες για να κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα αλλά αποτελεί ένα continuum σαν μια μουσική που ποτέ κανείς δεν ξέρει ούτε  πότε άρχισε ούτε βέβαια πότε θα σταματήσει. Ή, μήπως πρόκειται για ένα Theatrum Mundi στο οποίο συνεχώς παίζεται το δράμα του ανθρώπινου πολιτισμού με τους παλιότερους πρωταγωνιστές να αποσύρονται διακριτικά και τους καινούργιους να εμφανίζονται δυναμικά κάθε που αλλάζει το φεγγάρι, στο προσκήνιο;

Είχα τη χαρά και τη τιμή να προλογίσω με ένα εκτενές κείμενο την εντυπωσιακή έκθεση-παρέμβαση του Jamal στο Μουσείο Μπενάκη τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2016. Στο κείμενο αυτό με τίτλο “Ο Δρόμος του Μεταξιού, αλληγορία της πορείας της ζωγραφικής” αντιμετώπιζα το ξετύλιγμα των δεκαπέντε πινάκων στους τέσσερεις ορόφους του μουσείου σαν ένα συμπαγές “αφήγημα” το οποίο οριοθετούσε τους σταθμούς ενός ταξιδιού που ξεκινούσε από τα βάθη της Άπω Ανατολής και έφτανε ως τις ακτές της Μεσογείου. Και vice versa. Η εικαστική γλώσσα του καλλιτέχνη, υπογράμμιζα, ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αφαιρετικότητα, ανάμεσα στην διακοσμητική λεπτομέρεια και το μορφοπλαστικά ουσιώδες, ανάμεσα στην σχηματοποίηση των μοτίβων και την ρευστότητα των εικόνων και των θεμάτων.

Ήξερα ήδη πως το ταξίδι, όπως το είχε ονειρευτεί ο Jamal, συνειδητά συνεχίζεται με νέους πίνακες και καινούργιες στάσεις σε άλλα μουσεία, είτε της Ελλάδας είτε του εξωτερικού. Το γεγονός αυτό, σημαίνει ότι δεν έχουμε μια κλειστή ενότητα έργων γύρω από μια κεντρική ιδέα αλλά μάλλον opera aperta κατά τη φράση του Umberto  Eco, μιαν ανοιχτή οπτική ακολουθία, μια ζωφόρο δηλαδή  που μεγαλώνει σαν ζωντανός οργανισμός, το  χιλιοστό πρώτο παραμύθι της Σεχραζάντ που σπρώχνει λίγο πιο πέρα το χρόνο, που κερδίζει μια ακόμη νύχτα. Κι έτσι διατυπώνεται, σχεδόν αυθόρμητα, σχεδόν αβίαστα, ο πιο ουσιαστικός ορισμός της τέχνης: Να επεκτείνουμε λίγο περισσότερο το χρόνο, κερδίζοντας λίγη ακόμη ζωή. Λίγο ακόμη… Τίποτε άλλο.