Από τις Εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί το 18ο βιβλίο της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη με τίτλο, Η Ελλάδα που αγαπήσαμε, η Ελλάδα που αγαπούμε (1965-2015). 

Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε όσους αγαπούν την Ελλάδα,  αγαπούν τα ταξίδια,  αγαπούν να στοχάζονται. Από τον Έβρο έως την Κρήτη κι απ’ τη Μολυβδοσκέπαστη έως το Καστελόριζο, ταξιδεύουμε μέσα από την Ιστορία, τον μύθο, τη φύση, τη γλώσσα, τη λαογραφία, μέσα από στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής και συναντήσεις με αξιομνημόνευτους ανθρώπους. Ένα μακρύ ταξίδι όπου βιώνουμε τις στιγμές καθώς τις ζούμε συνδέοντάς τες μ’ εκείνες του παρελθόντος, για να νιώσουμε τη θαυμαστή συνέχεια – μια συνέχεια που συχνά λανθάνει σε λεπτομέρειες : σ’ ένα τοπωνύμιο, σ’ ένα έθιμο, σε μια έκφραση ντοπιολαλιάς. Ταξίδι, τέλος, όπου αναδεικνύεται η ψυχή του κάθε τόπου και μαζί της η ομορφιά που σώζει. Ό,τι καλόν φίλον αεί. «Ό,τι είναι ωραίο το αγαπώ παντοτινά»  μας λέει ο Ευριπίδης.

Το κείμενο πλαισιώνεται από 83 ασπρόμαυρες και έγχρωμες φωτογραφίες-ντοκουμέντα της φιλελληνίδας αρχαιολόγου Stella Lubsen Admiraal, της συγγραφέως κ.ά., ενώ το εξώφυλλο κοσμεί πίνακας του Νίκου Σεφεριάδη. Πρόκειται για ένα βιβλίο-αντίδοτο στην καταχνιά των καιρών, που αναμένει να βρει τη θέση του σε κάθε ελληνικό σπίτι.

Αντιγράφουμε λίγες αράδες από τη «Μικρή συναισθηματική εισαγωγή» : (…) Ψηλαφώντας τις ρίζες των λέξεων, ψηλαφούμε τις δικές μας ρίζες. Όχι πως τάχα ρέει αμιγές το αρχαίο αίμα στις φλέβες μας, αλλά και μόνον που μιλούμε την ίδια γλώσσα, αντικρίζουμε τα ίδια μάρμαρα και μας λούζει το ίδιο φως, που αρμενίζουμε στις ίδιες θάλασσες, μας ευφραίνει ο ίδιος οίνος και περπατούμε στους ίδιους ελαιώνες φτάνει.(…)

Από το κεφάλαιο ΝΑΞΟΣ : «(…)Στο κτήμα υπάρχει ένα καφενεδάκι, όπου πωλούνται διάφορα ενθύμια. Αγόρασα ένα κολιέ από σπόρους του φυτού κορώνα, το οποίο έχω περί πολλού και ιδού γιατί. Όταν ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη στη Νάξο, εκείνη μη αντέχοντας την προδοσία, έπεσε στη θάλασσα κι επνίγη. Κατά μία άλλη όμως εκδοχή τη βρήκε ο Διόνυσος περιπλανώμενη στη νησίδα Παλάτια, την ερωτεύτηκε, τη στεφάνωσε με το φυτό κορώνα και ενώθηκε μαζί της. Σε ποιο άλλο μέρος του πλανήτη μπορεί μια κοινή θνητή του εικοστού πρώτου αιώνα μ.Χ. να συνδεθεί τόσο φυσικά μ’ ένα μυθικό πρόσωπο της προϊστορίας;(…)»

Από το κεφάλαιο ΔΙΣΤΟΜΟ: «(…)Κατά τα άλλα, οι Γερμανοί μας άφησαν έναν απέραντο ερειπιώνα και πάνω από μισό εκατομμύριο νεκρούς. Για τις υπηρεσίες τους αυτές μας χρέωναν με έξοδα Κατοχής, που έφταναν στο 90% του εθνικού εισοδήματος. Χώρια το αναγκαστικό δάνειο. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμη και φεύγοντας, δεν έπαψαν να μας ρημάζουν. Σύμφωνα με την ιστορική έκθεση «Αι θυσίαι της Ελλάδος στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο» του αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη και του Υφυπουργείου Ανοικοδομήσεως, που υποβλήθηκε στον ΟΗΕ, το μέγεθος των καταστροφών αντιστοιχούσε σε συσσωρευμένο εθνικό εισόδημα 33 ετών ή στον προϋπολογισμό του κράτους για 130 χρόνια! Ιταλοί και Βούλγαροι πλήρωσαν κάποιες αποζημιώσεις. Από τους Αλβανούς δεν απαιτήσαμε, κρίνοντας ότι ήταν φτωχότεροι από εμάς. Αλήθεια, πόσοι λαοί  μπορούν να δείξουν τέτοια μεγαλοψυχία; Όσο για τους  Γερμανούς, ούτε πλήρωσαν ούτε πρόκειται να πληρώσουν, για τον απλούστατο λόγο ότι τα τερατουργήματα δεν τα διέπραξαν εκείνοι, αλλά κάποιοι τρίτοι ονόματι Ναζί. Πού να τους βρούμε όμως τώρα αυτούς, αφού χώρα Ναζία δεν υπάρχει; Υπάρχει;»

Από το κεφάλαιο ΛΗΜΝΟΣ : «(…)Στέκομαι με σεβασμό μπροστά στα ιερά και στα όσια αιώνων, που φυγαδεύτηκαν το ’22 με καΐκια από την Ίμβρο και την Τένεδο : επιτύμβιες στήλες, ένας μικρός μαρμάρινος βωμός… ΄Ιμβρος και Τένεδος – δύο ελληνικά, πλην αφελληνισμένα πια, νησιά. Οι Τούρκοι, όταν δεν αρπάζουν, υφαρπάζουν… Την ίδια εποχή τα «Κειμήλια προσφύγων» εμπλούτιζαν το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Στον νου μου αντηχούν τα λόγια του Μακρυγιάννη προς τους στρατιώτες του : «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».

Και να την πάλι η χαρμολύπη, που σ’ άλλη γλώσσα δεν υπάρχει… Διαβάζω με συγκίνηση τις επιτύμβιες στήλες θυγατέρων : Καλλιτύχη, Καλλινίκη, Μητροφίλη/ Πολυκλέους/ θυγάτηρ/ χαίρε. Εκείνες όμως που μου έκλεψαν για πάντα την καρδιά είναι οι μικρές σειρήνες. Οι σοφές, πρόσχαρες μούσες του Κάτω Κόσμου, που ενσαρκώνουν τη νοσταλγία για έναν παράδεισο. Είναι αυτές που κρατούσαν συντροφιά στην Περσεφόνη μέσα στο ζοφερόν της μέλαθρον. Σήμερα, μετά από είκοσι εφτά αιώνες, μου χαμογελούν γεμάτες χάρη και μου μεταδίδουν  -ναι, μου μεταδίδουν- τη θετική τους ενέργεια».