Ξένοι. Μια λέξη κοφτή, καθημερινή, πολυχρησιμοποιημένη, που περικλείει μέσα της κάτι πολύ κοντινό και οικείο και ταυτόχρονα απόμακρο και απορριπτικό. Εννοιολογικά μπορεί να διαβαστεί σε τουλάχιστον τρία επίπεδα: ένας άνθρωπος άγνωστος, η απομόνωση μέσα στην κοινωνία ή το οικογενειακό περιβάλλον, η αποσύνδεση από τον πυρήνα της ύπαρξής μας.

Η ιστορία μας είναι χωρισμένη σε κεφάλαια και τα γεγονότα συμβαίνουν σε δύο γειτονικά διαμερίσματα που μας μεταφέρουν παράλληλα στο παρόν και στο παρελθόν. Η μια χρονική στιγμή είναι η δεκαετία του ’60 και η άλλη το σήμερα. Η Μητέρα είναι βαριά άρρωστη και περιμένει σύντομα να πεθάνει. Αν και ένα τέτοιο τραγικό γεγονός συνήθως φέρνει τα μέλη της οικογένειας πιο κοντά, από τους πρώτους ήδη διαλόγους διαφαίνεται η εξουσιαστική σχέση στο δίδυμο Μητέρας-Κόρης και Πατέρα-Γιου και κατ’ επέκταση η μεταξύ τους ακύρωση, αλλοτρίωση και απώλεια κάθε ίχνους θετικού συναισθήματος. Το ίδιο χρονικό διάστημα μετακομίζει στο πάνω διαμέρισμα μια οικογένεια μεταναστών. Η Μητέρα φεύγει από τη ζωή, η Κόρη ερωτεύεται τον μετανάστη Γιο, τους εγκαταλείπει κι επιστρέφει πολλά χρόνια αργότερα όταν πλέον κι εκείνη αργοπεθαίνει από την ίδια ασθένεια. Στο σπίτι θα βρει τον Πατέρα της κρυφά παντρεμένο με την αλλοδαπή που τον φροντίζει και τον αδερφό της ακόμα προσκολλημένο στη μορφή της Μητέρας και γεμάτο τύψεις που δεν έμεινε κοντά της μέχρι το τέλος.

Ο βασικός θεματικός άξονας του συγγραφέα είναι το «άλλο», το «διαφορετικό» και η αδυναμία του ανθρώπου για ανοχή, αποδοχή και συνύπαρξη. Ο Καταλανός Σέρτζι Μπελμπέλ μας υπενθυμίζει κάτι πολύ σημαντικό που όλοι – θεωρητικά τουλάχιστον – παραδεχόμαστε αλλά εν γνώσει μας προσπερνάμε: προκειμένου να ανακαλύψουμε τη μήτρα γένεσης και εκκόλαψης ολόκληρης της κοινωνικής παθογένειας δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να ψάξουμε ούτε καν έξω από τους τοίχους του σπιτιού μας.  Όλα ξεκινούν από το πρωταρχικό κύτταρο της οικογένειας, μέσα στο οποίο τρέφεται ο άνθρωπος σωματικά, πνευματικά και ψυχικά. Αν αυτό το κύτταρο νοσήσει, συμπαρασύρει ανθρώπους και καταστάσεις σε παρόν και μέλλον. Παράλληλα, στα πρόσωπα των ηρώων καθρεφτίζεται και το πρόσωπο της σημερινής Ευρώπης: ελκυστική και λαμπερή στα μάτια ενός τουρίστα, κατ’ ουσίαν άδεια και σάπια. Το πιο θλιβερό είναι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά κι ενώ εμείς γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε, τα μοτίβα νοοτροπίας και συμπεριφοράς παραμένουν αναλλοίωτα: «Αν θες να γίνεις κάποιος σ’ αυτή τη ζωή, πρέπει να παντρευτείς», «Παίρνεις καλούς βαθμούς στο σχολείο;», «Θέλω να κάνεις όλα αυτά που έχασα εγώ».

Η σκηνοθεσία είναι ρεαλιστική, ήπια και κινείται σε ρυθμούς καθημερινότητας. Ο Νίκος Μαστοράκης καταφέρνει να υιοθετήσει το κείμενο και να το μεταφέρει με τρόπο που να θυμίζει πρόσωπα και καταστάσεις γνώριμα στη χώρα μας. Ωστόσο, είναι φορές που η διαρκής εναλλαγή των διπλών ρόλων όλων των ηθοποιών χωρίς να μεσολαβεί κάτι ιδιαίτερο που να το υποδηλώνει, μάλλον μπερδεύει αρχικά τον θεατή. Όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή, δεν λείπουν και οι χιουμοριστικές στιγμές αποφόρτισης κυρίως στις παρανοήσεις ανάμεσα στη Μητέρα και την αλλοδαπή Γειτόνισσα.

Ερμηνευτικά ξεχωρίζει η Λυδία Κονιόρδου με την αυταρχική παρουσία της Μητέρας, που με την καταπιεστική προσωπικότητα, την επίμονη περιέργεια να μαθαίνει τα πάντα και «δόλωμα» την αρρώστια της την οποία χρησιμοποιεί με σκοπό να κρατά τους γύρω της δέσμιους συναισθηματικά, επισκιάζει κάθε φωνή που τολμά να της αντισταθεί. Οι μοναδικές τρυφερές λέξεις στον μικρότερο γιο των μεταναστών ηχούν ειρωνικά στα αυτιά των θεατών, αφού για χρόνια δεν καταδεχόταν να χαρίσει στα δικά της παιδιά ούτε μια καλή κουβέντα.

Ο Θέμης Πάνου ανεβάζει ερμηνευτικές στροφές στο ξέσπασμά του όταν ανακαλύπτει ότι κινδυνεύει να χαθεί η περιουσία του από μία «ξένη», χωρίς όμως να χάνει και την εσωτερικότητα ενός ρόλου ούτως ή άλλως εγκλωβισμένου από προκαταλήψεις.

Η Δανάη Σκιάδη δίνει μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία ως Kόρη, ιδιαιτέρως στη σύγκρουση με τη Μητέρα-τύραννο και μολονότι δηλώνει με πάθος και αιχμηρότητα πόσο θέλει να απαγκιστρωθεί από την προοπτική να γίνει πιστό αντίγραφό της και να ζήσει ανεξάρτητη όπως και με όποιους αποφασίσει, δεν καταφέρνει να ξεφύγει από μια μοίρα που μοιάζει σχεδόν προκαθορισμένη.

Ο Δημήτρης Πασσάς αποδίδει πολύ ευδιάκριτα τις ευαισθησίες και τα αδιέξοδα του ομοφυλόφιλου Γιου, καθώς και τον αποξενωμένο Εγγονό με την καταπιεσμένη οργή. Μάλιστα, ο ένας χαρακτήρας κατά κάποιο τρόπο μοιάζει να περιπαίζει τον άλλο μέσω της εκ διαμέτρου αντίθεσής τους.

Πρόκειται λοιπόν για μια παράσταση που δεν προβάλλει μεν κάτι ασυνήθιστο και καινούριο, είναι όμωςεπίκαιρη και διαχρονική και ο θεατής θα αναγνωρίσει πολλές πτυχές τόσο εντός του όσο και μέσα από την καθημερινότητά του.

Ξένοι του Σέρτζι Μπελμπέλ στο Εθνικό Θέατρο – Νέο Rex έως 29 Μαΐου