Η ιστορία του Αλέξη Ραζή είναι μία ιστορία οικεία αλλά συνάμα εξπρεσιονιστική γιατί είναι σκληρά ανθρώπινη, σε βαθμό που κανείς δεν την αντέχει. Το εξώφυλλο που επελέγη για το βιβλίο της Αναστασέα συμβαδίζει απόλυτα με το ισχνό πρόσωπο, το οποίο περιγράφεται εντός. Και αυτό γιατί ο πίνακας του εξπρεσιονιστή Σίλε αποτυπώνει ξεκάθαρα την ασχήμια του εξαθλιωμένου προσώπου – εξάλλου αυτή ήταν και η πρόθεση των εξπρεσιονιστών ζωγράφων – αλλά και την παράξενη αυτή ομορφιά του αποκαμωμένου βλέμματος της ψυχής.

“Ο εξπρεσιονισμός εκφράζει ακριβώς αυτό. Την αγωνία της ύπαρξης προ της αβύσσου, το φόβο του κενού! Τον τρόμο μπροστά στο τίποτα. Ακόμα και όταν ήταν σίγουρος ο ζωγράφος γι’ αυτό που πίστευε, ακόμα και όταν η πίστη του τον λύτρωνε τελικά από την αγωνία, η αγωνία υπήρχε, λειτουργούσε έστω ως εφαλτήριο, ως η τρομερή στιγμή της δοκιμασίας, που με τις συρρίζουσες λάμψεις της φώτιζε το έργο”.  Ο Αλέξης Ραζής, την ιστορία του οποίου μας αφηγείται ο Κώστας Σκαρλάτος με βάση αναμνήσεις και καταθέσεις ανθρώπων που τον έζησαν ανάμεσα στους οποίους και η ίδια του η μητέρα, είναι μία προσωπογραφία του ανώνυμου ζωγράφου, του βασανισμένου δημιουργού που αναζητά μέσω του έργου του την προσωπική του αλήθεια γευόμενος την πίκρα και την απομόνωση της καλλιτεχνικής του ιδιοφυίας μακριά από τα εγκόσμια. Λύτρωσή του η κορύφωση του δικού του θείου δράματος που τον απομακρύνει μια για πάντα από το τώρα, τον αποξενώνει από τα πάντα αλλά τον οδηγεί στο αιώνιο φως που μέσα του αναζητούσε και τώρα θαρρεί πως λάμπει. Ο Αλέξης Ραζής, είναι καταβεβλημένος, έχει στιγματιστεί από τα βάσανα του και όλο το βιβλίο είναι μία προσπάθεια να τιμηθούν μέσω εκείνου όλοι εκείνοι οι καταραμένοι δημιουργοί που έφυγαν ευτυχείς μέσα στην δυστυχία του επίγειου βίου τους γιατί απλά απελευθερώθηκαν από τα χρόνια δεσμά τους, τα οποία οι άλλοι δεν βλέπουν.

Η Αναστασέα, μετά το πολύ επιτυχημένο Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι (Εκδ. Πόλις), το οποίο απέσπασε το Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 2013, έρχεται με αυτό το βιβλίο να επισφραγίσει πως ανήκει στις συγγραφείς που αναζητούν κάθε φορά μία νέα πρόκληση στην εξήγηση της ανθρώπινης εξίσωσης που λύση δεν βρίσκει αλλά απαντήσεις γεμίζει. Με γλώσσα που βοηθά τον συλλογισμό της γύρω από την ματαιότητα του ανθρώπινου βίου, καταπιάνεται με ένα θέμα ευαίσθητο, μελαγχολικό αλλά γεμάτο χρώματα και συναισθήματα. Ο ζωγράφος Αλέξης Ραζής είναι μία φυσιογνωμία που δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί και να ψυχολογηθεί. Κλεισμένος στις πόρτες της ψυχής του ανακατεύει την ζωή του όπως και τα χρώματά του καμβά του προκαλώντας στενοχώρια, θλίψη και αναταραχές στις ζωές αυτών που τον περιβάλλουν, δεν το κάνει όμως εκούσια. Γιατί πως να τιθασεύσει την θάλασσα των εξεγερμένων του σκέψεων και πως να ορθοποδήσει και να λειτουργήσει ορθολογικά στο κοινωνικό σύνολο και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους γύρω του όταν όλα μέσα του μυρίζουν στάχτη και φλέγονται από έναν πυρετό που δεν βρίσκει θεραπεία και δροσιά? Ο καθηγητής του Γεράσιμος που θα σταθεί πλάι του σαν δάσκαλος και πνευματικός πατέρας μέχρι το τέλος και θα αφουγκραστεί όλη την οδύνη που του ξεσκίζει σώμα και μυαλό, θα πει στον Ραζή: “Ερχόμαστε από το μηδέν και πηγαίνουμε στο μηδέν, χωρίς να ξέρουμε γιατί. Δεν ξέρουμε τίποτα. Η μόνη σίγουρη γνώση που έχουμε είναι αυτή του θανάτου”. Γιατί εκείνος ανέκαθεν πίστευε στην δύναμη του χεριού του που ζωγράφιζε αριστουργήματα και έργα πονεμένα αλλά και οδηγημένα από την ανάγκη για εσωτερική ανακούφιση και ηρεμία. Τα λόγια του Γεράσιμου είναι σήμα κατατεθέν της ιδιοσυγκρασίας του και της πίστης του στον μαθητή του, με τον ίδιο τρόπο που ο Χριστός διάλεξε τους δικούς του και τους έστειλε αμνούς ενώπιον λύκων: “Αν πιστεύεις όμως σε κάτι ή σε κάποιον, η λογική κάνει σκόντο, παίρνει σαν να λέμε το πάνω χέρι η καρδιά και τότε μην το ψάχνεις” θα μας πει ο Γεράσιμος με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση που κορυφώνεται όταν θα βρεθεί ενώπιον της ιστορίας και θα περιγράψει στον νεαρό Κωστή Σκαρλάτο όλα τα γεγονότα και τις στιγμές που έζησε με τον ατίθασο και πρωτοπόρο μαθητή του. Μήπως εξάλλου αυτή δεν είναι η υπέρτατη ηθική ικανοποίηση, δηλαδή ο θαυμασμός του δασκάλου για την υπεροχή του μαθητή του;

Ο Αλέξης Ραζής είχε την μοίρα να τον κυνηγάει σε κάθε πτυχή της σύντομης ζωής του σαν να ήθελε να του θυμίσει πως έχει να εκπληρώσει μία αποστολή και τίποτε άλλο, ο Ραζής ένιωθε πως ήταν εντεταλμένος από την τέχνη του και την υπηρεσία αυτής για αυτό και ποτέ δεν κατάφερε να χτίσει μία αξιόπιστη σχέση ερωτική. Άφηνε σε κάθε επαφή του και σε κάθε συναναστροφή του την αίσθηση πως οι κουβέντες του και η συμπεριφορά του δεν τον εκπροσωπούσαν αλλά διέπονταν από το ένστικτο της επιβίωσης μπροστά στην απειλή του θανάτου που τον κατέτρεχε, όλοι ήταν εν δυνάμει εχθροί του στον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης. Οι αναφορές των ανθρώπων, που τον γνώρισαν και καταγράφει με λεπτομέρεια η Αναστασέα μέσω του αφηγητή της είναι χαρακτηριστικές και αντιπροσωπευτικές αυτής της διαπίστωσης. Φίλοι και γνωστοί, οικογένεια και σύντροφοι σε μία εποχή κρίσιμη και επισφαλή για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, έχαναν σιγά σιγά τον δίαυλο επικοινωνίας και το χάσμα μεγάλωνε ειδικά όταν εκείνος άρχισε να χάνει την λογική του και την συνείδηση των πραγμάτων στοιχειωμένος από τις αγωνίες του και τον ανίκητο πόθο για πραγμάτωση στόχων και παθών που δεν χωρούσαν ερμηνείας γιατί ήταν δικές του, μοναδικές του. Σαν να κουβαλούσε πάνω του τις αμαρτίες των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι έλεγαν για τον Ραζή: “Έδειχνε λες και είχε φορτωθεί πέρα από τον εαυτό του, πέρα από τη μοίρα του, κάτι κι από εμάς. Κάτι κι από τη δική μας κούραση, την πίκρα μας, την απογοήτευσή μας ή την ανικανότητά μας”. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο αιχμηρά, σκοτεινά, βυθισμένα σε έναν Καιάδα απόγνωσης, στον οποίο όλο και οδηγούνταν από ένστικτο ίσως. “Ήταν σαν να πάλευε με την ψυχή του για την ψυχή της εικόνας. Λες και πολεμούσε με κάποια δύναμη που κρυβόταν και αντιστεκόταν και τον προκαλούσε”.

“Μπορεί κανείς παρατηρώντας τον εαυτό του να καταλάβει πως αρχίζει να τρελαίνεται;” θα αναρωτηθεί ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στους Αδελφούς Καραμαζόφ. Ο Αλέξης Ραζής, αυτός ο μαύρος μοναχός για να θυμηθούμε και τον Τσέχοφ, είχε επιλέξει την τέχνη του ως την απόλυτη σανίδα σωτηρίας του και εκεί επένδυσε όλη του την ζωή, έδωσε όλο του τον εαυτό για να τροφοδοτήσει την παλέτα της ψυχής του με χρώματα, χρώματα που αναζήτησε αλλά δεν βρήκε στον κόσμο που κλήθηκε να ζήσει. Ο ίδιος με διάθεση να μην κρύψει τίποτα από αυτά που τον σκλήραιναν και τον κατέθλιβαν όλο και περισσότερο δήλωνε πως θεμελίωσε τη ζωή του στο τίποτα και αυτό γίνεται ακόμα πιο αντιληπτό στην παρακάτω φράση που συμπυκνώνει την άδεια του πραγματικότητα, το κενό του που αναζητούσε διέξοδο για να μην οδηγηθεί στην απόλυτη παράνοια: “Το κεφάλι μου είναι άδειο και μέσα στο κεφάλι μου έχω ένα μαύρο σφουγγάρι… σάπιο…Το μυαλό μου…Μάλιστα, αυτό είναι, το μυαλό μου είναι ένα σαπισμένο μαύρο σφουγγάρι. Μαύρο, κατάμαυρο…”. Ένας άλλος Βαν Γκογκ ίσως;

“Ξέρει, το ξέρει βαθιά μέσα του, πως δεν τον δένει τίποτα με τον κόσμο, πως ανάμεσά σ’αυτόν και στους άλλους υπάρχει αυτή η ίδια η ζωή που τους χωρίζει”.

“Πέρασα τη ζωή μου αποχαιρετώντας ιδέες, όνειρα και ανθρώπους. Έθαβα και πενθούσα μόνος μου. Πάντοτε μόνος μου…Εν κρυπτώ και παραβύστω, να αναρωτιέμαι σε πόσες και πόσες στιγμές δεν ακούμπησα τη ζωή μου…”.

“Μια παλιά ιστορία λέει πως δεν υπάρχει γενιά που να μην περιλαμβάνει τέσσερις δίκαιους ανθρώπους, οι οποίοι στηρίζουν μυστικά το σύμπαν και το δικαιώνουν στα μάτια του Θεού”

Το βιβλίο της Νίκης Αναστασέα, Η ιστορία ενός δικού μας ανθρώπου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.