Η Πελαγία Φυτοπούλου με την ποιητική συλλογή Κούκος προσθέτει μια πολύ ενδιαφέρουσα ψηφίδα στο σύγχρονο ποιητικό μωσαϊκό, μια ξεκάθαρη φωνή και έναν ρυθμικό τρόπο που αξίζει προσοχής.

Αν κάτι απομένει ως γενική εντύπωση μετά την ανάγνωση της συλλογής, κάτι που με άλλα λόγια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με όρους της προηγούμενης ποιητικής παράδοσης, είναι ένα πνεύμα σκοτεινά και σοβαρά (έλλογα!) προ-ρομαντικό∙ μια μακάβρια διάθεση ιδωμένη μέσα από ένα τραγικά γνωστικό σύγχρονο βλέμμα (π.χ. «Κάνει ψύχρα/Σκέπασέ με/Χώμα θα βρεις στο ψυγείο»). Κυριαρχεί εν γένει η σκέψη πως η γραμμή που διαχωρίζει τους κόσμους της ζωής και του θανάτου είναι λεπτή, είτε ο άλλος κόσμος αποδίδεται ως ουρανός («απόψε τοποθετούν στον ουρανό/παιδικά καθίσματα») είτε ως ένας κόσμος βαθιά κάτω από τη γη (ως λάκκος, μνήμα, φέρετρο). Στο επίπεδο των λέξεων, η δημιουργικότητα της Φυτοπούλου συναντάται όχι στην καθαυτή λεξιπλασία εντός μίας λέξης, αλλά στην απροσδόκητη συνάντηση δυο λέξεων που μεταφορικά φωτίζουν βαθιά κρυμμένα σημασίες: για παράδειγμα, όταν γράφει «ονειρεύομαι/ένα θάνατο σπουδαστή/ «θα ’ρθουν τα φορτηγά στοιβαχτείτε», υπενθυμίζει τη ριζική σημασία του σπουδαστή (<σπεύδω). Ευθύβολα και πρωτότυπα επιλέγονται και οι λέξεις για την αποτύπωση ερωτικών στιγμών («δεν μιλήσαμε ποτέ/ούτε όταν η ανάσα μου/κατέρρευσε στη δική του», «όσοι στριμώχτηκαν στα σκέλια της»).

Επίσης, σε αρκετά ποιήματα παρακολουθούμε αφηγηματικές και σκηνοθετικές τεχνικές, όπως αυτή της σταδιακής αποκάλυψης ταυτοτήτων στο ποίημα Ο Βιολιστής, που τελικά αναφέρεται στην πίπα που καπνίζει («κάπνιζε πίπα/αυτό το αρωματικό βιολί»). Στην ποίηση της Φυτοπούλου καθημερινές αλήθειες δίνονται με πολλή πρωτοτυπία (και με φιλοσοφικό απόηχο), χωρίς να ξενίζουν τον αναγνώστη («Το ’βαλα στα πόδια, έτρεξα μακριά,/όπως οι φιλελεύθεροι γιάπηδες ξοδεύουν χιλιόμετρα/στο διάδρομο γυμναστηρίου χωρίς να πηγαίνουν πουθενά.»). Η προαναφερθείσα φιλοσοφική διάθεση παίρνει συχνά πολιτικές διαστάσεις με την ποιήτρια να ζητά επανάσταση και αλλαγή των καθεστηκυίων θέσεων (π.χ. οι μαθητές να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους), κάτι το οποίο εύστοχα επιτυγχάνεται με μια απρόσμενη αλλαγή υποκειμένου στο τέλος του ποιήματος Το Μάθημα. Όμως  και στα υπόλοιπα ποιήματα, με διαφορετικούς τρόπους, το τέλος δίνεται δυναμικά και σημαντικά, σαν να μένει μια αλήθεια ως τραγική συνειδητοποίηση. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι  Το Πορτοφόλι του Πεθαμένου, αλλά και το Στάντινγκ, όπου ο ηθοποιός ως εξωτερικός κριτής παρατηρεί τον θάνατό του (στην ουσία του στάντμαν του) και τις αντιδράσεις των υπολοίπων, ώστε στο τέλος να ακουστεί η ερώτηση «ήταν γκρο, ε;», που προσγειώνει τον αναγνώστη στην παγερή υποκρισία του θεάτρου-ζωής.

Κάποιες φορές, ωστόσο, το έντονο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να κοινωνεί το τέλος κάποιων ποιημάτων υπονομεύεται από τη σώρευση πολλών ιδεών σε ένα ποίημα (Οι Δώδεκα, Τα λυπημένα κορίτσια, Ποιητικός Αντιρρησίας, Απολογία). Αυτό δεν σημαίνει ότι στα ποιήματα αυτά οι πολλές ιδέες δεν είναι λειτουργικές, αφού εικονοποιούν σκηνοθετικά με πολλές λεπτομέρειες σκηνικά παράλογα και μη, για τα οποία εναγωνίως ο αναγνώστης επιζητά τον επόμενο στίχο. Επιζητά όμως και την καλά δοσμένη τελεία στο τέλος (όπως στα υπόλοιπα ποιήματα), η οποία δεν συναντάται πάντα. Ακόμη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ποιήτρια, αν και σε πολλά ποιήματα υπάρχει ως γυναίκα, μιλά στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιώντας και το αρσενικό γένος («δεν είμαι σίγουρος/ήπια πολύ»). Βέβαια, αυτό μπορεί να είναι μια ξεκάθαρη επιλογή, το ποιητικό υποκείμενο δεν έχει φύλο. Όμως, σε μια ποιητική πραγματικότητα ανδροκρατούμενη, όπου ακόμη και η αναγνωστική πρόσληψη έχει συνηθίσει στο αρσενικό γένος, θα ήταν ενδιαφέρον η ποιητική τόλμη της Φυτοπούλου να ταράξει έντονα και τα γένη.

Οι τεχνικές με τις οποίες επιχειρεί η ποιήτρια να προσδώσει ρυθμό στον λόγο ποικίλλουν και είναι ενδεικτικές ενός πρωτόγνωρου θάρρους που σπάνια παρατηρείται σε ποιητές της γενιάς μας. Συγκεκριμένα, η ρυθμική επιτυχία έγκειται στο γεγονός ότι η Φυτοπούλου δοκιμάζει νέους τρόπους και δεν επαναπαύεται σε έναν επιτυχημένο, αλλά και στο ότι μια συγκεκριμένη τεχνική (π.χ. επανάληψη) διακλαδώνεται ποικιλόμορφα σε διαφορετικά ποιήματα και όχι ως έτοιμο μοτίβο. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Και ονειρεύομαι» η επανάληψη του «και» σε σημεία που ο αναγνώστης αναμένει να μεταβεί απλώς στον επόμενο στίχο («για μας που στο μεροκάματο/βρίσκουμε δόξα/περισσή/και/και/ονειρεύομαι μια βιολέτα να χορεύει στον πάγο») λειτουργεί ως ειρωνεία στην εύκολη μουσικότητα που συνήθως προσδίδει το «και» στην ποίηση, εντείνει την αναμονή, σπάει έξυπνα τον ρυθμό και εν τέλει ξεγελά, γιατί εκεί που ο αναγνώστης το αντιμετωπίζει ως μοτίβο, η επανάληψη αίρεται. Άλλοτε η επανάληψη χρησιμοποιείται εν είδει επωδού που σε κάποιο σημείο αναπάντεχα τροποποιείται για να αλλάξει τελικά την εξέλιξη του ποιήματος (π.χ. «σας είπα, ήταν ντροπαλός» (τρεις φορές επανάληψη) «σας είπα,/ χθες πήρε τα χέρια του πίσω»). Κυριαρχεί επίσης μια ωραία προφορικότητα («ελάτε μην ντρέπεστε, μα ελάτε»), που όταν επαναλαμβάνεται λαμβάνει ειρωνική χροιά.

Τελικά το επιτυχές ρυθμικό και σημασιακό ποιητικό αποτέλεσμα της Φυτοπούλου ίσως να συναντάται στην απλότητα με την οποία αποδίδονται ρυθμοί και νοήματα. Βέβαια, όπως ειπώθηκε, υπάρχουν καλά κρυμμένες τεχνικές, όμως αυτές αποτελούν μόνο σημεία: η γενική πλοκή σκέψεων και λέξεων γίνεται ανεπιτήδευτα, με τον ρυθμό να μην μπορεί παρά να ακολουθήσει.

Η ποιητική συλλογή της Πελαγίας Φυτοπούλου, Ο κούκος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα.