Ένα ταξίδι στην ποιητική των λέξεων και στη σχέση τους με την ανθρώπινη ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας είναι η νέα ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου.

Με βαθιά συναίσθηση πως η ποίηση φέρει μια νέα ηθική στην τάξη των πραγμάτων, μια ηθική ανοικοδόμησης ανεξάρτητη από όλα όσα αποδομούν το σύγχρονο κόσμο, η Σουρολιάκου καταγράφει στα ποιήματά της την προσωπική της οδύνη για όλα όσα βιώνουμε στις μέρες μας. Το φάσμα της πείνας και της προσφυγιάς, το παράλογο του πολέμου, τον οδυρμό του θρήνου και της ανελέητης απώλειας, το δραματικό οικονομικό αδιέξοδο, τον ιδεολογικό κατακερματισμό, το σπαρακτικό μεταναστευτικό πρόβλημα, τον πολιτισμό μας που σβήνει, την κοινωνική και πνευματική ισοπέδωση που αντιμετωπίζουμε όλοι στις μέρες μας σε κοινωνίες που ορθώνονται τεχνολογικά και μονοδιάστατα αλλά περιφρονούν τον άνθρωπο, ισοπεδώνοντας έτσι την επανάσταση δύναμη της ανθρωπιάς.

Επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ένας «ματωμένος δείκτης στο χρηματιστήριο» της ανθρώπινης απάθειας και αδιαλλαξίας, αλλά ένα φως μέσα στο οποίο θα εστιάσει ο χρόνος για να φέρει εκ νέου ένα καλύτερο αύριο. Ένα αύριο γεμάτο χρώμα, ένα χρώμα που με βίαιες αντανακλάσεις θα εκτρέψει ξανά τη ζωή στην παντοδυναμία μιας ανεμώνης, στην ομορφιά ενός κύματος, στη γεύση που παίρνουν τα όνειρα όταν ξυπνούν.

Μέχρι να γίνει αυτό είναι ανάγκη να ουρλιάζουνε τα ποιήματα. Ο ποιητής να παραμένει άγρυπνος, να «σφίγγει τις λέξεις για να ξεπλύνει το αίμα της πληγής», επειδή –αλίμονο- αν ξεχαστεί ο ποιητής θα πεθάνει η ελπίδα, «θα αποτελειώσει ο κόσμος». Άλλωστε ο μεγαλύτερος φόβος της ποιήτριας είναι αυτός ο εφησυχασμός που υφίσταται στις μέρες μας. Όταν ο άνθρωπος εισπράττει καθημερινά ισόποσες μερίδες φρίκης και πόνου τότε συνηθίζει και όταν συνηθίσει η εξέγερση δεν είναι πια δυνατή.

Ο ποιητής πρέπει να διεκδικήσει την σεισμική δύναμη της φωνής που θα ξεσηκώσει τις συνειδήσεις, θα απελπίσει την απελπισία και θα στερέψει τη λάβα αυτού του εφησυχασμού. Για να το κάνει αυτό είναι ανάγκη «να διατηρεί γόνιμες» τις λέξεις του, να ακούσει πρώτα ο ίδιος το κλάμα του αηδονιού και να «ξαγρυπνήσει όπως το νυχτολούλουδο» στους κήπους του κόσμου.

«Μαζεύω λέξεις πόνου. Καταγράφω την κραυγή», γράφει στο εξαιρετικό ποίημα «Εξ αίματος» για να δηλώσει σε δύο μόλις φράσεις τον σπαραγμό της. Και στο περίφημο «Λέξεις στο νερό» δηλώνει αμέσως πως υπάρχει ελπίδα αρκεί να τολμήσουμε να την αντικρίσουμε. Η ίδια η ποιήτρια γνωρίζει την ύπαρξή της, έχει νιώσει τη δύναμή της και μας τη μεταφέρει: «Τόλμησε να στοχαστείς με την καρδιά», αφού έτσι μόνο μπορεί να συντελεστεί το θαύμα:

«Τώρα γνωρίζεις το όνομα του κόσμου.
Και μη μου λες για εικόνες που δακρύζουν.
Για εκείνα τα ματάκια που στεγνώνουνε στην έρημο
Κανένα θαύμα έχεις;»

Ζούμε όλοι μέσα σε ένα βαρύ καταχείμωνο, «σε αγκαλιές κελιά», μιλούμε με «διχόρροπα πρόσωπα», «ξεσκονίζοντας βαθιές πληγές και μνήμες», «δεσμώτες στην αμέτρητη του χρόνου αγρύπνια» και η ποιήτρια προσπαθεί να ακούσει τον ήχο του βιολιού «που κλαίει με παράπονο στο ημερολόγιο της ανεμώνας» και καταπιάνεται «να ξεφυλλίζει την αγάπη μες στο καταχείμωνο», για να βρει εκεί την ελπίδα.

Κι ενώ από τη μια τα ποιήματα της αγωνιούν για το μέλλον αυτού του τόπου αλλά και ολόκληρης της οικουμένης, ενώ καταδεικνύουν την υπαρκτική δύναμη του ερέβους που καθορίζει δυστυχώς το καταχείμωνο της εποχής, ταυτόχρονα εκείνη «ξεφυλλίζει την άνοιξη». Πιάνει την ελπίδα από το χέρι και την παρουσιάζει στον αναγνώστη της. Γυρεύει να φέρει στην επιφάνεια όλα όσα, αυτή τη στιγμή, κείτονται στο βάθος μιας σκοτεινής θάλασσας. Και προτρέπει τον αναγνώστη της να απαρνηθεί «το γλιστερό πρόσωπο του καθρέφτη», «τις τροχιές που δεν είναι ηλιοτρόπια», «τους προστάτες που κλέβουν την ομορφιά», «τα σκοτεινά ρήματα που ταΐζουν το αύριο». Του ζητά να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο επειδή εκεί, στη μοναδική του καθαρότητα θα ξαναβρεί τη διαύγεια της ψυχής του. Να αρνηθεί τη λήθη και να κρατηθεί από την αρχαία φωνή που σώπασε αλλά υπάρχει ολόγυρά μας να μας θυμίζει το κραταιό ενός πολιτισμού που αφήνουμε να χαθεί ανεπίστρεπτα. Επειδή μέσα σ’ αυτό θα ξαναβρούμε τις συντεταγμένες των προσωπικών αξιών μας. Και συνεχίζει φωνάζοντας δυνατά τη δική της αγωνία:

«Μέσα σου και στην Οικουμένη, ο κόσμος ένας.
Ανάμεσα λύκοι που ανελέητα πεινούν.
Και συ, που, να μη γίνεις η τροφή τους».

Το βιβλίο της Μαρίας Σκουρολιάκου, Χρώμα αύριο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λαμία.