Το Τσέρνομπιλ δεν είναι ένα βιβλίο που θα ευχαριστήσει τον αναγνώστη, είναι ένα βιβλίο που θυμίζει την «Κραυγή» του Μουνχ. Αποτελεί μία εκκωφαντική μαρτυρία για τα πεπραγμένα και τα γεγονότα που επακολούθησαν σε αυτή την μικρή πόλη την έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ. Εκεί όπου έμελλε ο θάνατος και η φρίκη να σκεπάσουν σαν μαύρο σύννεφο την πόλη, τους ανθρώπους και κυρίως το μέλλον των επερχόμενων γενεών.

Ο Θανάσης Τριαρίδης στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρει: «Ένα βιβλίο βαθύτατης απορίας για την ανημποριά του ανθρώπου, για το παράλογο της ιστορίας, για την έκπτωση της ανθρώπινης ζωής». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σκληρότητα, πιο επώδυνη συγκυρία για έναν άνθρωπο από την αφαίρεση της ελπίδας, μίας ελπίδας που από την μία μέρα στην άλλη βάφτηκε με αίμα, μολυσμένο χώμα και καταχνιά για χάρη μιας επιστήμης παράλογης, ανόητης και νοσηρής. «Η γη αυτή δεν ανήκει πια σε κανέναν. Την πήρε πίσω ο Θεός» θα πει μία μητέρα του Τσέρνομπιλ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη και πιο πικρή αλήθεια από αυτήν την δήλωση μιας απλής γυναίκας που έζησε τον όλεθρο της ολοκληρωτικής καταστροφής για χάρη ενός ανήθικου σκοπού, αυτού της εδραίωσης μίας προπαγάνδας που δεν λογαριάζει τίποτα. Η κατάθεσή της αυτή θυμίζει τον Πρίμο Λέβι, ο οποίος στο βιβλίο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», ένα βιβλίο/μαρτυρία για την παραμονή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχε πει πως «εφόσον υπήρξε το Άουσβιτς, δεν υπάρχει Θεός». Στο ημερολόγιο της Άννα Φρανκ περιγράφεται επίσης η ωμότητα του ναζιστικού καθεστώτος και τα εγκλήματα σε βάρος του ανθρώπου από ένα θύμα της ναζιστικής βαρβαρότητας. Η διαφορά όμως αυτού του βιβλίου από τα άλλα δύο έγκειται στο παρακάτω όπως θα μας επισημάνει και πάλι ο Θανάσης Τριαρίδης: «Σε εκείνα το κακό προσωποποιείται στους εκφραστές μίας ολέθριας ιδεολογίας, τους ναζί. Στο «Τσέρνομπιλ, ένα χρονικό του Μέλλοντος» το κακό δεν έχει υποκείμενο, είναι απρόσωπο, διάφανο, αιώνιο και συνεχές».

Στην Αλεξίεβιτς απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2015 για τον αγώνα της και την προσπάθειά της να επικοινωνήσει στον κόσμο το απεχθές αυτό έγκλημα που κόστισε την ζωή σε τόσους ανθρώπους και καταδίκασε το μέλλον αφού ουσιαστικά εξολοθρεύτηκε έμμεσα ή άμεσα κάθε μορφή ζωής, από τα σκουλήκια της γης και τα ζώα μέχρι τα μωρά στην κοιλιά των μαμάδων τους και τις ζωές ανδρών και γυναικών. Η ίδια με πραγματική δημοσιογραφική ταυτότητα – γιατί αυτός είναι ο πραγματικός ρόλος του έγκριτου και μαχητή δημοσιογράφου – θα επωμιστεί με τον δύσκολο ρόλο της καταγραφής και αποκάλυψης όλων αυτών των καταστάσεων, των εικόνων και των στιγμών που προκαλούν ανατριχίλα και αποτροπιασμό μέσα από αφηγήσεις και μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, έχασαν δικούς τους ανθρώπους, είδαν τα παιδιά τους να πεθαίνουν ή να επιζούν κλεισμένα σε νοσοκομεία και κλινικές, είδαν μία κόλαση που κανείς δεν εύχεται σε κανέναν να ζήσει ποτέ και πουθενά. Ήρθαν όμως και αντιμέτωποι με τον αδυσώπητο και μοχθηρό χαρακτήρα μιας κοινωνίας που δεν γνωρίζει αλληλεγγύη και συμπόνια για τα παιδιά της που πονούν και έχουν ανάγκη από φροντίδα και συμπαράσταση. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να τους αντιμετωπίζει ως μιάσματα και απωθητικά μορφώματα για ένα λάθος που δεν ήταν δικό τους. Τελικά ποιοι ήταν οι πραγματικοί ένοχοι και υπεύθυνοι για τον ξεριζωμό των ανθρώπων εκείνων από τον τόπο τους και την αδικαιολόγητη καταστροφή του, για την ζημιά που προξένησαν στις οικογένειες με τον διαμελισμό τους? Πως και γιατί πόνταραν με πλήρη συναίσθηση των πράξεών τους στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής στον βωμό μίας πυρηνικής ενέργειας που κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τι προσέφερε με τον τρόπο που επινοήθηκε; Τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι πάρα πολλά, αμέτρητα και παραμένουν αναπάντητα γιατί το όνειρο μιας Σοβιετικής ένωσης στην οποία ήταν όλοι ταγμένοι και αφοσιωμένοι για χρόνια ήταν μία αποστολή ιερή και ευλαβική και κανείς δεν τόλμησε να ορθώσει ανάστημα απέναντί της αλλά μόνο να την υπηρετεί τυφλά και χωρίς καμία διάθεση αντίδρασης. Το αρρωστημένο σύστημα του καθεστώτος παρέσυρε αθρόα θύματα σε στοίχιση και μαζική θυσία ενώπιον ενός ιερού στόχου ή μήπως στην δίνη ενός εξευτελισμού πρωτόγνωρου για τα παγκόσμια δεδομένα και όλα αυτά με την ανταμοιβή της αναγνώρισης ενώπιον της ιστορίας, αλλά άραγε ποιας ιστορίας? Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία εκμεταλλεύτηκε άκομψα και δήθεν πατριωτικά την αφιέρωση του πολίτη της εποχής στην υπηρεσία του κράτους και αδιαφόρησε πλήρως για το μέλλον υποθηκεύοντάς το. Όλο αυτό το σκηνικό ασωτίας και αμαρτίας δεν ήταν παρά ένα κατεστημένο κατάλοιπο της σταλινικής περιόδου όπου όλα συνέβαιναν υπό την εθνικιστική στοργή και θαλπωρή με σημαία τα ανούσια σύμβολα.

Μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό και την αθλιότητα των στρατιωτών που έφευγαν για το «μέτωπο» του Τσέρνομπιλ χωρίς να γνωρίζουν τις συνέπειες, των εκκαθαριστών που στέλνονταν και αυτοί για να συνδράμουν στο έργο της αποκατάστασης με κόστος την ίδια τους την ζωή, αναδύεται μία ανθρωπιά και μία ανιδιοτέλεια από ανθρώπους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και απλά αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν για να μην αφήσουν πίσω περιουσίες και τον τόπο στον οποίο γεννήθηκαν και έστησαν το βιος τους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες, οι άγνωστοι πρωταγωνιστές που ποτέ δεν τιμήθηκαν παρά από τον ίδιο τον Θεό, τον δικό τους Θεό. Είναι θλιβερό να βλέπεις να σκοτώνουν τα ζώα μπροστά σου, είναι εξίσου ολέθριο και βάναυσο να σε διατάζουν να ζεις σε έναν χώρο όπου αύριο θα γίνει ο τάφος σου, όμως αυτοί οι άνθρωποι ένωσαν τις δυνάμεις τους και έγιναν μια γροθιά απέναντι σε μία κυβέρνηση ανεύθυνων υπεύθυνων, οι οποίοι τους παράτησαν έρμαια της μοίρας που οι ίδιοι όρισαν. Κανένας δεν έτρεξε να τους συνδράμει, τους πέταξαν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και τους ξεστόμισαν τα πιο μεγαλειώδη ψέματα για δήθεν ανύπαρκτο κίνδυνο από την ραδιενέργεια. Η φύση όμως προσβλήθηκε ανεπανόρθωτα, μολύνθηκε από τα ραδιενεργά απόβλητα, οι αρρώστιες εξαπλώθηκαν και έσπειραν τον τρόμο του θανάτου, ένας θάνατος παράλογος και άδικος, απόρροια της ασυνείδητης πολιτικής και στρατηγικής της μη ενημέρωσης του κοινού για τις οδυνηρές συνέπειες. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά από έναν επιζώντα: «Στην αρχή κανείς δεν πήρε το γεγονός στα σοβαρά. Στην ουσία όμως, επρόκειτο για έναν πραγματικό πόλεμο. Έναν πυρηνικό πόλεμο… Δε γνωρίζαμε τι θα έπρεπε να φοβόμαστε και τι όχι. Δε γνωρίζαμε ποιος ήταν ο εχθρός μας, ούτε από τι έπρεπε να φυλαγόμαστε». Αυτή είναι και η πεμπτουσία της απουσίας του κράτους που επένδυσε στην άγνοια και την μη πληροφόρηση των κατοίκων για να μην σπείρει πανικό σπέρνοντας μόνιμη δυστυχία. Οι άνθρωποι θεώρησαν πως όλο αυτό είναι κάτι πρόσκαιρο και πως όλα θα λυθούν, αρνούνταν να αποδεχτούν την επέλαση του θανάτου που ερχόταν κατά πάνω τους με κεκτημένη ταχύτητα. Και όταν ήρθε ήταν πάρα πολύ αργά για να ορθώσουν τοίχος απέναντί του. Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορούσε να αποφευχθεί γιατί κανείς δεν πήρε τις απαραίτητες προφυλάξεις απέναντι σε μία μονάδα πυρηνική που αποτελούσε ουσιαστικά το καμάρι της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης και ήταν ο κυρίαρχος μοχλός της σοβιετικής προπαγάνδας για την ισχύ του καθεστώτος ενάντια στον εχθρό, τον πολλές φορές αόρατο. Μία άλλη μάρτυρας δηλώνει ωμά και με διάθεση σκωπτική: «Η αμαρτία δεν είναι κάτι που μπορούμε να καταλάβουμε με τη λογική. Πρέπει να κατανοήσουμε το αδιανόητο».

«Η συλλογή μαρτυριών της Αλεξίεβιτς είναι ένα σπαρακτικό, ολόπικρο βιβλίο, όμοιο με το βιβλιάριο της Αποκάλυψης, ωστόσο εδώ η πείρα του λόγου εκφέρεται και δεν καταπίνεται «για να πικράνει τα σωθικά»». Το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος στην αθωότητα των απλών ανθρώπων, εργατών, μητέρων, παιδιών, των ψυχών γενικότερα και ανάμεσα σε αυτές τις ψυχές συγκαταλέγονται και τα ζώα, τα άμοιρα και αθώα. Αποτελεί κυρίως την αποκατάσταση της αλήθειας σε έναν κόσμο που απολαμβάνει να ζει στο ψέμα. Είναι όμως και μία προφητεία για τα δεινά που θα μάστιζαν τις επερχόμενες γενιές, στιγματίζοντάς τες εν αγνοία τους με αθεράπευτες ασθένειες τόσο του μυαλού όσο και του σώματος. Δεν είναι τυχαίο πως η ίδια η Αλεξίεβιτς στον δρόμο της συλλογής αυτών των μαρτυριών θα αναφέρει: «Μαγνητοφωνώντας τους, είχα την αίσθηση πως ηχογραφώ το μέλλον». Με τα σημερινά δεδομένα αν θέλαμε να παράσχουμε την στήριξή μας στα θύματα θα αναφωνούσαμε με στεντόρεια φωνή: Je suis Chernobyl!

«Δεν είναι δύσκολο να κατασκευάσεις ένα καλύτερο και πιο άνετο σπίτι, αλλά είναι αδύνατο να μεταφέρεις σ’ έναν νέο τόπο το σύμπαν που έχασαν. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν δεμένοι με τη γη τους»

«Γύρω μας όλοι μιλούν για θάνατο. Ακόμη και τα παιδιά μιλούν για θάνατο. Κανονικά όμως ο θάνατος είναι κάτι με το οποίο ασχολείσαι όταν γεράσεις πια»

«Όταν αναζητά κανείς το νόημα των πραγμάτων, αρχίζει να πλησιάζει τον Θεό»

«Ο άνθρωπος που θυσιάζεται – έλεγε – δεν αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως μία ξεχωριστή κι ανεπανάληπτη οντότητα, δεν αντιλαμβάνεται πως δε θα έχει την ευκαιρία να ξαναζήσει. Νιώθει κομπάρσος. Ποθεί έναν ρόλο. Και ξαφνικά αποκτά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που πάντα ποθούσε»

Το βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Τσέρνομπιλ – Ένα χρονικό του Μέλλοντος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.