Αν το Dark City του Alex Proyas έβγαινε σήμερα, κάποιος παρατηρητικός θα έλεγε: Α, αυτό είναι κλεμμένο από το Inception. Ή, να, αυτή η σκηνή και ατμόσφαιρα είναι από το Saw. Ή θα κατέληγε στο ότι βλέπει κάτι σαν το Matrix, λίγο πιο σκοτεινό και χωρίς πιστολίδι/kung fu και στυλ. Θα κατέληγε, αν ήταν αρκετά παρατηρητικός, ότι η ταινία είναι μια συρραφή ενός μεγάλου ποσοστού της pop-sci-fi κινηματογραφικής κουλτούρας από το 2000 ως σήμερα. Σε μια αντιστροφή, η ταινία του 1998 είναι ακριβώς αυτό, στην συσκευασία ενός noir μυστηρίου επιστημονικής φαντασίας. Το οποίο ωστόσο, κάπου εκεί την περίοδο που το matrix γινόταν σύμβολο, έβγαλε παγκοσμίως μόλις 315 δολάρια παραπάνω από τα λεφτά που κόστισε, καταγράφοντας έτσι μια σημαντική αποτυχία. Ίσως για αυτό, αρκετά χρόνια μετά, ο Proyas, που πριν το Dark City είχε φτιάξει το εκπληκτικό The Crow με τον Brandon Lee, δεν έχει φτιάξει κάτι ανάλογο: Το I, Robot με τον Will Smith πέτυχε εμπορικά αλλά ήταν μια άνευρη μεταφορά του μυθιστορήματος του Ασίμοφ, ενώ το the Knowing μπορεί να είχε ένα ενδιαφέρον concept αλλά το χάλαγε το αντι-Δαρβινικό φινάλε και (ως συνήθως) ο Nic Cage.

Κάτοχος μεταξύ άλλων και ενός ιδιαίτερου ρεκόρ – είναι η ταινία με το μικρότερο μ.ο. διάρκειας σκηνής στα 1,8″- η Σκοτεινή Πόλη άργησε να αποκτήσει την αναγνώριση που της άξιζε. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την διπλή καφκική αναζήτηση ενός John Murdoch: Από την μια, θεωρείται δολοφόνος και τον κυνηγάει η αστυνομία. Από την άλλη, κάτι εντελώς μυστήριοι και τρομακτικοί τύποι τον κυνηγούν επίσης, αλλά με πιο φονικές προθέσεις. Και τα δυο προβλήματα μεγενθύνονται από το γεγονός ότι έχει αμνησία αλλά και από κάποια ακόμα, μεγαλύτερα παράδοξα: Όπως π.χ. ότι στην πόλη που ζει δεν έχει ποτέ ημέρα, ή ότι τα κτίρια και οι δρόμοι αλλάζουν όψη κάθε μεσάνυχτα.

Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, η αλληγορία της σπηλιάς θέτει ένα βασικό προβληματισμό: Αν κάποιοι άνθρωποι, από την γέννα τους, βρεθούν με πλάτη σε μια φωτιά και ένα δρόμο που περνούν άλλοι άνθρωποι, θα ορίσουν τις σκιές που βλέπουν απέναντί τους ως το ”κανονικό” και φυσιολογικό, ενώ και οι κοινωνικές και παρατηρητικές τους δεξιότητες θα αφορούν αυτό που βλέπουν: Π.χ. να συσχετίσουν ήχους και τύπους σκιών, να υποθέσουν αλληλουχίες σκιών κλπ. Αν κάποια στιγμή ένας από αυτούς ”ελευθερωθεί” και δει τον πραγματικό κόσμο, είναι πολύ πιθανό να θεωρήσει ότι ο αληθινός είναι ο ψεύτικος, μιας και θα έχει χτίσει μια ολότελα διαφορετική συνείδηση. Ακόμα χειρότερα, ακόμα και αν τελικά προσαρμοστεί, δει και τον ήλιο και καταλάβει την φύση και λειτουργία της σκιάς, τότε έιναι πολύ πιθανό να θεωρηθεί τρελλός ή ”άρρωστος” από τους υπόλοιπους που έχουν απομείνει στην παλιά ”κανονικότητα”. Ο Alex Proyas πατάει πάνω σε αυτόν τον προβληματισμό και δανείζεται (όπως θα δανείσει μετέπειτα) διάφορα θέματα και ιδέες: Από το Metropolis στο Brazil, στην Πόλη των χαμένων παιδιών και πολλά ακόμα- ακόμα και από τις παραδοσιακές ταινίες noir. Η μίξη των δυο διαφορετικών στυλ ωστόσο στέκει, ενώ η επένδυση εδώ δεν γίνεται σε θεαματικές σκηνές δράσης αλλά στην καλλιτεχνική διεύθυνση και την δημιουργία μιας ακόμα πιο σκοτεινής Gotham City, χωρίς βέβαια ημισχιζοφρενείς μισάνθρωπους να περιδιαβαίνουν τα στενά της ντυμένους σαν ιπτάμενα τρωκτικά. 

Το προχωράει όμως και λίγο ακόμα (spoilers!): Όταν τελικά ο John Murdoch (ο παραγνωρισμένος Rufus Sewel) με την βοήθεια ενός ντεντέκτιβ (ο John Hurt, εκπληκτικός), της υποτιθέμενης γυναίκας του (η Jennifer Conelly) και ενός ψυχιάτρου με ειδικό ρόλο (o Kiefer Sutherland σε μια από τις λίγες παραφωνίες της ταινίας και μια κακή έμπνευση ερμηνείας) αποκαλύπτει το μυστήριο, γυρίζει το πρόσωπό του από τις σκιές αλλά ταυτόχρονα αποκτά τον έλεγχο της σπηλιάς- το ερώτημα λοιπόν τώρα είναι το τι θα κάνει με την δύναμη που αποκτά. Όπως αποδεικνύεται, η σκοτεινή ανήλια πόλη αποτελεί ένα πειραματικό σωλήνα όπου οι άνθρωποι παρακολουθούνται να δρουν με ένα διαφορετικό set αναμνήσεων και προσωπικότητας (σκιές), με στόχο την ερμηνεία διαφόρων όψεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς: Τι είναι αυτό που κάνει ένα δολοφόνο, δολοφόνο; Τι είναι αυτό που κάνει έναν ερωτευμένο, ερωτευμένο; Οι ”Ξένοι” που ελέγχουν την πόλη (που φυσικά δεν είναι καν πόλη) παρακολουθούν τους ίδιους ανθρώπους να γίνονται από λούμπεν αριστοκράτες, από αστυνόμοι κλέφτες και προσπαθούν να δουν διαφοροποιήσεις ή κάποια κοινότητα ενστίκτου. Ο John Murdoch ωστόσο στο τέλος θα αποκτήσει την κυριότητα πάνω στην πόλη και θα τους νικήσει- όταν θα σπάσει τελικά τον τοίχο και δει το απόλυτο κενό του διαστήματος όμως, δεν θα αποφασίσει καμία απελευθέρωση (ίσως δεν έχει καν μνήμη της αρχικής του προέλευσης) αλλά θα αποφασίσει να ”ελέγξει” ο ίδιος την πόλη, με βάση τα θραύσματα από τις δικές του αναμνήσεις. Οι οποίες ωστόσο, μπορεί να μην είναι καν πραγματικές.

Με άλλα λόγια, η άρνηση της σκιας εδώ δεν οδηγεί στην απόκτηση μιας απελευθερωμένης συνείδησης- ο John Murdoch αναπροσαρμόζει την σπηλιά στις δικές του ορέξεις: Μπορεί να είναι πλέον ηλιόλουστη και να καταβρέχεται από θάλασσα, μπορεί να μην έχει κάθε βράδυ χωροταξικές αλλαγές στην πόλη, αλλά δεν παύει να είναι ακόμα η σπηλιά- ακόμα και μια πανοραμική εικόνα μας δείχνει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από μια επίπεδη Γη που αιωρείται στο πουθενά. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς τελικά: Απουσία της πραγματικής ιστορικής μνήμης (και παρουσία της διαστρεβλωμένης, παρασκευασμένης μνήμης από την προηγούμενη Εξουσία), απουσία της συλλογικής αφύπνισης (και παρουσία ενός ατομικού, γονιδιακά τυχαίου ξυπνήματος), απουσία μιας στρατηγικής καθοδήγησης (ο ψυχίατρος απλά ορίζει τον Murdoch ως τον Σωτήρα που θα ”τους σώσει” και του αναθέτει τα κλειδιά της πόλης) μπορεί να οδηγούμαστε σε μια εξέλιξη (από σπηλιά, η επίπεδη Γη) αλλά η ανατροπή και η ρήξη είναι ημιτελής.

Στην πραγματικότητα, οι ”Ξένοι”, έχουν ήδη βρει την απάντησή τους: Η ατομική ανθρώπινη συμπεριφορά πράγματι επικαθορίζεται από το πλαίσιο των κοινωνικών αναπαραστάσεων που τους δίνουν με τις ”αναμνήσεις”.  Ο ίδιος άνθρωπος, με την βιολογική έννοια, μπορεί να γίνει αστυνόμος αλλά μπορεί να γίνει και κλέφτης: Ο Jonh Murdoch ΔΕΝ κατηγορείται άδικα για δολοφονία, είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙ ένας serial killer, παρά το γεγονός ότι η αφύπνισή του δείχνει έναν άνθρωπο που δεν έχει καθόλου ένστικτο killer- πολύ απλά, γιατί δεν είναι ένστικτο. Αν τα αφαιρέσεις όλα όμως, αν σβήσεις την μνήμη ολότελα (και άρα τις ιδεολογικές εγγραφές από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις) τι μένει; Μένει η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και…..εδώ είναι που κάπως τα μπλέκει η ταινία. Ο Murdoch είναι κάτι σαν X-Men γονιδιακά, αποκτά σύνδρομο Σωτήρα κάπως αναίτια, λέει στους ”Ξενους” ότι αυτό που ψάχνανε δεν ήταν στο ”μυαλό” (και που; Στην καρδιά ; Πολύ λίγο για τόσο έξπυνα στημένη ταινία) και επιλέγει να συμβιβαστεί με μια βασισμένη στα δικά του θέλω ψεύτικη ”κανονικότητα”.

Η ταινία έχει φυσικά αρκετές αντιφάσεις, όπως κάποιοι κάπως πρόχειροι διάλογοι και κάποιοι κακογραμμένοι χαρακτήρες, το ανατρεπτικό φινάλε είναι ανατρεπτικό σεναριακά και όχι τόσο νοηματικά, αλλά το σίγουρο είναι ότι το Dark City κατάφερε να πει και να περιγράψει πολλά πράγματα που το Matrix έξυσε μόνο επιφανειακά. Αυτό βέβαια που δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν, είναι ότι ο ”επίπλαστος” κόσμος, η ”σπηλιά” μιας κανονικότητας που δεν θα έπρεπε να είναι έτσι και η διαδικασία αφύπνισης από αυτήν, δεν χρειάζεται να γίνει ούτε από  ρομπότ με νοημοσύνη ούτε από εξωηγήινους- μια χαρά γίνεται και σήμερα. Επιπλέον, η αφύπνιση και η ρήξη με την κανονικότητα που προβάλλεται δεν είναι ποτέ ατομική υπόθεση κάπου ”ιδιαίτερου” (είτε βιολογικά είτε με όρους html κώδικα), αλλά η επίτευξή της απαιτεί το συλλογικό ξυπνητήρι.  Στο κάτω κάτω, και η Dark City αλλά και το Matrix είναι αταξικές πόλεις, πόλεις χωρίς αντιθέσεις και κατ’επέκταση, χωρίς Ιστορία και ταυτότητα. Αυτό το τελευταίο, είναι και ίσως η πιο ουσιαστική (διαστρεβλωμένη) αντανάκλαση στον κινηματογράφο ευρύτερων αναζητήσεων στο κατώφλι του 2000 και μια δεκαετία μετά την γραμμή του ”τέλους της ιστορίας”. Είκοσι περίπου χρόνια μετά την ταινία, η αναζήτηση παραμένει ενεργή, και η ”σπηλιά” του σήμερα φαίνεται να βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή (ενώ οι ”σωτήρες” αποδεικνύονται συνεχώς ”λίγοι”).

Σε κάθε περίπτωση, η ταινία παραγνωρίστηκε ως δυσνόητη αδίκως και επισκιάστηκε ακόμα πιο αδίκως από το φαντεζί Matrix, ενώ μπορεί κάποιος να δει πάμπολλες ιδέες και ευρήματά της που έγιναν την τελευταία δεκαετία επιτυχημένες (και μη) ταινίες. Να προτιμηθεί το director’s cut- στην κανονική έκδοση η εταιρία παραγωγής φοβούμενη ότι το κοινό δεν θα καταλάβει τίποτα, έβαλε κάτι ανούσια voice-over στην αρχή και πολλές περιττές επεξηγήσεις. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς επίσης αν ο Proyas θα επιστρέψει (έτσι ακούγεται) σε πιο εγκεφαλικές ταινίες ή θα συνεχίσει στην κάτω βόλτα που έχει πάρει μετά το Dark City (αν και αυτή η κάτω βόλτα έχει αποζημιωθεί με αρκετά δολάρια).