Από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορεί το βιβλίο, Η κορυφή ενός δέντρου του John Updike σε μετάφραση του Αριστείδη Τροχόπουλου.

Συμπεριέλαβα μικρά αποσπάσματα από το, όπως αναφέρουν οι ΝιούΓιορκ Τάιμς, τέλειο(sic) ποίημα-πρόζα “Αρχάγγελος” (δημοσιευμένο το 1962), σε μια βιβλιοκριτική το Δεκέμβρη του 1963 για την ποιητική συλλογή του Άπνταϊκ, “Τηλεφωνικοί Στύλοι και άλλα Ποιήματα”. Το ποίημα με το οποίο κλείνουν το άρθρο είναι το “Σκέψεις Οδηγώντας Προς Το Σπίτι”:
Ήμουν αρκετά έξυπνος;
Ήμουνα γοητευτικός;
Έκανα τουλάχιστον ένα καλό λογοπαίγνιο;
Ήμουνα νευρικός; Αφοπλιστικός;
Ήμουνα σοφός; Ήμουνα χλωμός; Ήμουνα διασκεδαστικός;
Απάντησα στο κορίτσι με τους λευκούς ώμους
σωστά, ή θα ‘πρεπε να χω πει
(Με αποφασιστικότητα) “Ο Κίρκεγκορ σιγοκαίει,
Αλλά οι στάχτες του Έλιοτ είναι κρύες”;
Και όντως, ενώ πουλούσα πνεύμα, δεν άφηνα τις εξυπνάδες,
Κράτησα πονηρά κάποιο στραβό απόθεμα;
Ούτως ώστε να ψιθυρίζουν, όταν έφυγα απ’ το μέρος εκείνο
“Είναι βαθύς, είναι βαθύς, είναι βαθύς”;
Ο Άπνταϊκ μας κάνει να δούμε την αίθουσα, να νιώσουμε την αμφιβολία σαν προβολέα σε μια δημόσια ομιλία. Ακόμα κι ο εαυτός του τον κοιτάζει. Είναι τελείως μόνος με διερωτήσεις καθημερινής υστεροφημίας, σαν συμπτωματολογία της κοινωνικής συναναστροφής. Το θεωρώ από τα αξιολογότερα light verse ποιήματά του. Είναι αληθινός μοντερνιστής καταφέρνοντας να οριοθετήσει το ακαθόριστο του σημερινού ψυχολογικού τοπίου απλά και εύστοχα, στο οποίο οι βεβαιότητες του σημερινού ανθρώπου έχουν τη μορφή ερώτησης. Από την άλλη μεταφραστικά είναι ένα ρίσκο καθώς το χιούμορ είναι αρκετά λεπτό και αγγλοσαξωνικό για να επιβιώσει διαπολιτισμικά σε μια ενδεχόμενη μεταφορά του στα ελληνικά. Οπότε περιορίστηκα στη μετάφραση των κλασικών στη μορφή, και εκφορά διανοήματος, ποιημάτων του. […]

O Τζων Aπντάικ (1932-2009) γεννήθηκε στο Σίλινγκτον της Πενσιλβανίας. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ράσκιν της Oξφόρδης, στην Αγγλία. Από το 1955 ως το 1957 υπήρξε συνεργάτης της εφημερίδας “The New Yorker”, όπου δημοσίευσε διηγήματα, ποιήματα και βιβλιοκριτικές. Μετά το 1957 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μασαχουσέτη. Έγινε γνωστός ως ο συγγραφέας του καθημερινού αμερικανού της μεσαίας τάξης, με το μυθιστόρημά του “Rabbit, Run”, το 1960, με ήρωα έναν 26χρονο πρώην παίκτη του μπάσκετ στο Λύκειο, τον Harry ‘Rabbit’ Angstrom, και τις προσπάθειές του να ξεφύγει από έναν συμβατικό γάμο και τη ρουτίνα μιας δουλειάς που δεν τον ενδιαφέρει. Ο ίδιος ήρωας εμφανίζεται και στα επόμενα βιβλία της τετραλογίας, “Rabbit Redux”, 1971, “Rabbit is Rich”, 1981, “Rabbit at Rest”, 1990, καθώς και στο “Rabbit Remembered”, 2001, από τα οποία το δεύτερο και το τρίτο τιμήθηκαν με το βραβείο Pulitzer. Ο Απντάικ εξέδωσε, συνολικά, περισσότερα από εξήντα βιβλία, μεταξύ των οποίων είκοσι οκτώ μυθιστορήματα -με τελευταίο τον “Τρομοκράτη”/”Terrorist”, το 2006-, δεκατέσσερις συλλογές διηγημάτων, δέκα βιβλία με δοκίμια κριτικής και προσωπικά κείμενα και δέκα ποιητικές συλλογές. Τα μυθιστορήματά του τιμήθηκαν με τα βραβεία Πούλιτζερ, Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου και Εθνικό Βραβείο Βιβλιοκριτικών, ενώ το μυθιστόρημά του “Οι μάγισσες του Ίστγουικ” (1984), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Τζορτζ Μίλερ το 1987 -με πρωταγωνιστές τους Τζακ Νίκολσον, Σερ, Μισέλ Πφάιφερ και Σούζαν Σάραντον- και διασκευάστηκε σε μιούζικαλ για το θέατρο. Πέθανε στο Ντάνβερς της Μασαχουσέτης τον Ιανουάριο του 2009, σε ηλικία 76 ετών, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα.