Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια γυρίζονται πολλά ντοκιμαντέρ για την Αφρική και τους κατοίκους της, εστιάζοντας ως επι το πλείστον στα τεράστια έως και αξεπέραστα προβλήματα που η μεγάλη ήπειρος αντιμετωπίζει. Λίγα όμως διαθέτουν μια διεισδυτική ματιά πάνω σ’αυτά. Ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στο 18ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, την Δευτέρα 14 Μαρτίου.

Υπόθεση: Ο Μπόι Ντάλας, δημοσιογράφος του ραδιοφώνου, ζει στην Κιμπέρα, μια φτωχογειτονιά στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Στα αυτιά του φτάνουν εκατοντάδες ιστορίες αδικίας και αρχίζει να αναρωτιέται γιατί ο ίδιος και οι γείτονες του είναι τόσο πού φτωχοί. Η Κιμπέρα είναι μια «διάσημη φτωχογειτονιά» όπου δραστηριοποιούνται περισσότερες από 200 ΜΚΟ και την επισκέπτονται πολλοί διάσημοι. Παρ’όλα αυτά οι βιασμοί και οι δολοφονίες είναι συχνό φαινόμενο, οι δρόμοι βρωμεροί και οι υπόνομοι ανύπαρκτοι. Τοποτάμι που έπαιζε ο Ντάλας ως παιδί είναι τώρα γεμάτο σκουπίδια. Δίπλα στις παραγκουπόλεις έχουν χτιστεί ακριβές πολυκατοικίες. Σε τι χρησιμεύουν αυτές, αφού οι πάμφτωχοι κάτοικοι δεν μπορούν ούτε κατά διάνοια να πληρώσουν το νοίκι για να στεγαστούν σ’αυτές; Ως αυτοδίδακτος εικονολήπτης, ο Ντάλας ξεκινά να μάθει γιατί μια γειτονιά που έχει βοηθηθεί τόσο απο διάφορες οργανώσεις εξακολουθεί να βρίσκεται σε τόσο άθλια κατάσταση. Μιλά με τους ευρωπαίους δωρητές και βλέπει πόσο διαφορετικός είναι ο κόσμος τους απο τον δικο του. Κρατώντας την κάμερα στο χέρι αποκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στην Κιμπέρα. 

Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «For Kibera (Για την Κιμπέρα!) πρόκαλεσε έντονο ενδιαφέρον και προβληματισμό στους θεατές, ενώ η Φινλανδή σκηνοθέτης, Kati Juurus, ήταν εκεί για να μας μεταφέρει την εμπειρία της απο την Αφρική. Εμείς μιλήσαμε μαζί της και μάθαμε κάποια τόσο ενδιαφέροντα όσο και ανησυχητικά πράγματα.

Συνέντευξη: Ελένη Τσόκα

Culturenow.gr: Πως γεννήθηκε η επιθυμία να γυρίσετε το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ και πώς κύλησε η όλη διαδικασία των γυρισμάτων;

Kati Juurus: Ενώ δούλευα πάνω σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ σχετικά με την Κένϋα, απρόσμενα άρχισα να έρχομαι σε επαφή με κόσμο που γνώριζε για την Κιμπέρα και τα προβλήματα της. Όταν τους ακουγα να μιλάνε για την κατάσταση εκεί ένιωθα την πικρία και την απογοήτευση τους για την αναποτελεσματικότητα των δράσεων τους. Κάπως έτσι μου φάνηκε ενδιαφέρον να ασχολήθώ με την Κιμπέρα. Αλλά δεν ήθελα να κάνω απλά ένα ερευνητικό-τύπου ρεπορτάζ- ντοκιμαντέρ, όπου η κάμερα θα κατέγραφε τα πράγματα και το πόσο άσχημα είναι. Ήθελα πιο πολύ να υπάρχει μια προσέγγιση της κατάστασης εκ των εσώ. Ήθελα να βρώ κάποιον που να ζεί στην Κιμπέρα, ή τουλάχιστον να πηγαίνει συχνά εκεί. Έτσι βρήκα τον Μπόι Ντάλας, έναν νεαρό δημοσιογράφο του ραδιοφώνου στην περιοχή. Του έδωσα μια κάμερα και σε πολύ σύντομο διάστημα άρχισε να μου στέλνει το υλικό που κατέγραφε. Το υλικό μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και έτσι πήραμε την απόφαση να κατέβουμε στην Κιμπέρα και να ξεκινησουμε τα γυρίσματα πλάι του. Η όλη διαδικασία μέχρι το post-production κράτησε κάπου στα 2 χρόνια. Για μένα ήταν μια τεράστια εμπειρία αλλά πιο πολύ χάρηκα με τον Ντάλας, που του δόθηκε μέσα απο το ντοκιμαντέρ η ευκαιρία να εκφράσει τον εαυτό του, να μιλήσει στους συμπολίτες του και να τους εμψυχώσει στον δρόμο προς την επανάσταση. Γι’αυτόν ήταν μια πολύ σημαντική πολιτική διαδικασία όλο αυτό.

Cul.N: Δώστε μάς μια εικόνα της Κιμπέρα. Πως είναι να ζεί κανείς σ’αυτήν την πάμφτωχη γειτονιά της Αφρικανικής ηπείρου;

 

Κ.J: Οι εικόνες είναι αρκετά σοκαριστικές, ειδικά όταν φτάνει κανείς εκεί για πρώτη φορά. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες  περίπου ψυχές στοιβάζονται σε παράγκες απο ξυλα και λάσπη. Οι κάτοικοι εκεί δεν έχουν αποχετευτικό δίκτυο. Αντ’ αυτού χρησιμοποιούν πλαστικές σακούλες τις οποίες πετούν στο διπλανό ποτάμι. Ούτε καθαρό, πόσιμο νερό έχουν. Ούτε ηλεκτρικό. Με λίγα λόγια μιλάμε για ένα πολύ βρώμικο και ανθυγιεινό περιβάλλον, ακατάλληλο να ζήσει κανείς και να μεγαλώσει παιδί. Αυτή όμως είναι η μια πλευρά των πραγμάτων, διότι υπάρχει και μια άλλη όπου καταλαβαίνεις ότι αυτό το μέρος είναι η πατρίδα αυτών των ανθρώπων, την οποία αγαπούν πολύ. Και προσωπικά ένιωσα πολύ καλοδεχούμενη εκεί. Οι άνθρωποι είναι ζεστοί και το μέρος έχει μια παράξενη, απέραντη ομορφιά.

Cul.N: Μέσα στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε ότι στην Κιμπέρα δραστηριοποιούνται πάρα πολλές ΜΚΟ χωρίς όμως να παράγουν σημαντικά αποτελέσματα. Γιατί συμβαίνει αυτό;

 

Κ.J: Είναι αρκετές οι ΜΚΟ που πραγματικά έχουν την διάθεση να βοηθήσουν, όμως η κατάσταση στην Κιμπέρα, αλλά και σε άλλα μέρη της Αφρικής, κακά τα ψέμματα, είναι αρκετά πολύπλοκη. Θέλω να πώ οτι ξεκινώντας για την Αφρική με μια ΜΚΟ απο την Ευρώπη προσπαθείς κάθε φορά να κάνεις και από κάτι. Αυτό όμως το κάτι δεν είναι ικανό να αλλάξει δραματικά τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξει η ίδια η Κιμπέρα και η κάθε Κιμπέρα. Να αναδιοργανωθεί η κοινωνία απο τη βάση της και σε όλα τα επίπεδα. Και αυτό είναι κάτι που θα το κάνουν οι ίδιοι. Για εμάς, αντί να τους πηγαίνουμε αυτό που χρειάζονται, ίσως θα ήταν καλύτερα να τους μαθαίνουμε να το φτιάχνουν μόνοι τους. Συν τοις άλλοις, μεγάλο πρόβλημα αποτελούν η κακοδιαχείριση και η τεράστια διαφθορά των κυβερνήσεων των αφρικανικών χωρών.

Cul.N: Σε ένα σημείο βλέπουμε τον Ντάλας να αναρωτιέται: «αφού οι ΜΚΟ γνωρίζουν οτι υπάρχει πρόβλημα διαφθοράς στην χώρα γιατί συνεχίζουν να ξοδεύουν τόσα πολλά χρήματα για μας;». Τι θα απαντούσατε;

 

K.JΘα ήταν πολύ άσχημο και πολύ προκλητικό οι δυτικές χώρες ξαφνικά να σταματήσουν να στέλνουν την όποια βοήθεια. Σήμερα τους παρέχουμε έστω κάποια χρήματα για εκπαίδευση και υγεία. Άν σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό, τι πρόκειται να γίνει; Καλύτερα δεν θα είναι, γιατί είναι σίγουρο πως οι κυβερνήσεις τους δεν θα αρχίσουν ξαφνικά να επενδύουν στην εκπαίδευση και την υγεία.  Η διαφθορά εμποδίζει τα πάντα απο το να εξελιχθούν εκεί πέρα. Γι’αυτό είναι υποχρεώση μας να κάνουμε ο,τι μπορούμε και να μην εμπιστευτούμε τις κυβερνήσεις τους. Μπορεί να ακούγεται κάπως όλο αυτό αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Πολύ λυπητερό, άμα το σκεφτεί κανείς.

 

Cul.N: Πώς ήταν η υποδοχή που επεφύλαξε για το ντοκμαντέρ το κοινό του φεστιβάλ; Πώς σας φάνηκε το ίδιο το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης;

 

K. J: Η υποδοχή ήταν πάρα πολύ θερμή. Ο κόσμος έδειξε να προβληματίζεται πολύ και αυτό φάνηκε κυρίως απο τις πολύ σημαντικές ερωτήσεις που μου έκαναν. Έδειξε όμως και πολύ ευαισθητοποιημένος, και αυτό φάνηκε επίσης πολύ εύκολα γιατί νομίζω οι Έλληνες είανι λαός που εκφράζει έντονα τα συναισθήματα του. Το Φεστιβάλ μου έχει αφήσει πάρα πολύ καλές εντυπώσεις σε όλα τα επίπεδα, και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι εδώ γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό στο είδος του.

Cul.N: Ποια θα είναι η πορεία του «For Kibera!»;

 

K.J: Το φίλμ έχει διανύσει μέχρι στιγμής πολύ όμορφη διαδρομή. Έχει πάει στο IDFA (Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Αμστερνταμ), σε φεστιβάλ στην Φινλανδία, τη Σοηδία και αλλού. Αυτήν την εβδομάδα ταξιδεύει στο Γιοχάνεσμπουργκ, ενώ αρχές Απρίλη θα επιστρέψει στην γετέτειρα του, την Κιμπέρα, για υπαίθρια προβολή. Και αυτή θα είναι η πιο σημαντική. Περίμενω να το δει ο Ντάλας και όλοι οι υπόλοιποι. Και περιμένω να το δει όσος περισσότερος κόσμος γίνεται, μήπως και τελικά αλλάξει κάτι σε αυτά τα βασανισμένα μέρη.