Η Λυδία Φωτοπούλου παραμένει πιστή εργάτρια του θεάτρου από την αρχή της καριέρας της μέχρι σήμερα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ως ηθοποιός συνδέθηκε κατεξοχήν με το σανίδι, συνεργαζόμενη με τους σπουδαιότερους Έλληνες σκηνοθέτες, σε κάποιες από τις σημαντικότερες σκηνές της χώρας.

Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της πολυαναμενόμενης «Όπερας της πεντάρας» στο Παλλάς, όπου κρατά τον ρόλο της «Τζέννυ», συζητήσαμε μαζί της για το ιδιαίτερο αυτό έργο και πόσο σύγχρονος αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ο Μπρεχτ. Η ίδια, καλλιτέχνις με ιδιαίτερες ευαισθησίες, μιλά για την κοινωνία σήμερα με προβληματισμό, χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία για το τι μέλλει γενέσθαι, ενώ περιγράφει με ενθουσιασμό την επιστροφή στο αγαπημένο της Κ.Θ.Β.Ε, την ερχόμενη σεζόν, ως «Μάνα Κουράγιο».


– Η «Όπερα της Πεντάρας» πώς πιστεύετε ότι συνδιαλέγεται με την εποχή μας, δεδομένου ότι γράφτηκε το 1928;

Λ. Φ.: Σήμερα, ζούμε μία εποχή παραφροσύνης και μιλάω γενικά για τον πλανήτη, που πλησιάζει κάπως εκείνη την περίοδο που περιλάμβανε έναν παγκόσμιο πόλεμο, την άνοδο του φασισμού, τη φτώχεια, την καταπίεση. Πραγματικά ήταν μία εποχή που έβραζε και είναι κάπως έτσι και σήμερα. Και να σκεφτεί κανείς ότι ως ανθρωπότητα δεν έχουμε προοδεύσει. Τα πράγματα συνεχίζουν να είναι ίδια. Μάλιστα, κάποια στιγμή υπάρχει μία φράση μέσα στο έργο, όταν είναι να κρεμαστεί ο Μακχήθ που λέει «Δεν περίμενα ποτέ ότι η Τζένη θα με προδώσει». Αυτό είναι ένα σημάδι ότι ο κόσμος θα μείνει πάντα όπως είναι. Το είχε πει τότε και πραγματικά τόσα χρόνια μετά, συνεχίζουμε στα ίδια.

– Ποιες θα λέγαμε πως είναι οι ιδιαιτερότητες της σκηνοθετικής ματιάς του Γιάννη Χουβαρδά;

Λ. Φ.: Νομίζω ότι ο Γιάννης εστιάζει στην ουσία. Εμπνεύστηκε με ένα τρόπο πολύ μέσα στο κουκούτσι του έργου. Υπάρχει ένας χώρος εργασίας γύρω-γύρω, μία σχέση με το ίντερνετ, που είναι ένα στοιχείο σημερινό. Και εκεί όμως βλέπουμε μία εκμετάλλευση των αξιών και των ιδεών, οπότε έχει τεθεί σαν στοιχείο και στην δική μας εκτέλεση. Επικεντρώθηκε επίσης πολύ στο κομμάτι της όπερας, δηλαδή έγινε πολλή δουλειά πάνω στη μουσική, με εργασία προσωπική, δική μας και της διδασκαλίας του Μιχάλη Παπαπέτρου, που πραγματικά μας βοήθησε πάρα πολύ. Επιπλέον, υπάρχει μία φόρμα που οδηγεί όλους τους ήρωες σε μία συνεχή και συναισθηματική κατάρρευση.

– Εσείς υποδύεστε την Τζέννυ, την προδομένη αγαπημένη του Μακχήθ. Ποια στοιχεία της αγαπήσατε περισσότερο και ποια σας δυσκόλεψαν;

Λ. Φ.: Η Τζέννυ είναι ένας μικρός ρόλος που αντιπροσωπεύει την κλασική βερολινέζα πόρνη εκείνης της εποχής. Κατεστραμμένη και πάντα προδομένη από τη ζωή, δηλαδή δεν είναι μόνο η προδοσία του Μακχήθ, όπως όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην κατρακύλα τους. Έχει τις δυσκολίες που έχουν όλοι οι ρόλοι μέσα στην «Όπερα». Συγχρόνως όμως, αν και τον προδίδει, είναι ευάλωτη και αυτή που τον αγαπάει περισσότερο από όλους, αλλά το στοιχείο του πάθους που υπάρχει, είναι κατεξοχήν μοιραίο και καταστροφικό.

– Συμπερασματικά, αυτή η βιωμένη ερωτική προδοσία είναι αρκετή για να αφυπνίσει τέτοια αισθήματα εκδίκησης ή ουσιαστικά μπορεί να τα γεννήσει και το κοινωνικό περιβάλλον;

Λ. Φ.: Αυτό ακριβώς, είναι προδομένη πάντα από την ίδια τη ζωή. Η προδοσία αφορά όλες τις εκφάνσεις της. Η καταστροφή και η διάλυση που υπάρχει μέσα της, την τυραννούν. Έτσι κι αλλιώς ο Μπρεχτ έλεγε πάντα ότι «δεν  υπάρχει κακός άνθρωπος. Ο άνθρωπος γεννιέται καλός, αλλά η κοινωνία, η ζωή, οι συνθήκες, τον διαμορφώνουν». Οπότε μέσα σε όλο αυτό, καταλαβαίνουμε τι ισχύει για την Τζέννυ.

– Εσείς βρίσκεστε πρώτη φορά στην σκηνή του Παλλάς; Αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για ένα θέατρο με εμπορικό ενδιαφέρον και γίνεται μία παράσταση με δεδομένα Εθνικού, τι αισθήματα σας δημιουργεί;

Λ. Φ. : Ναι, πρώτη φορά. Το Παλλάς είναι ένα πάρα πολύ ωραίο θέατρο. Εγώ επειδή για χρόνια δούλευα στο Κρατικό, που επίσης πριν γίνει η αναδιαμόρφωση, ανέβαινες στη σκηνή και έβλεπες αυτόν τον τεράστιο χώρο, ξαναθυμήθηκα αυτήν την αίσθηση, παίζοντας εδώ. Δύσκολα βρίσκεις τέτοια σκηνή, ίσως στο Εθνικό ή στη Στέγη… Οπότε υπάρχει αυτή η ευχαρίστηση του χώρου, που είναι ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Τώρα, ως προς το εμπορικό στοιχείο, δεν σημαίνει ότι οτιδήποτε κάνουμε, παύει να έχει μία ψυχαγωγική διάσταση και μία αισθητική απόλαυση που δίνει και το ίδιο το έργο και όλοι οι συντελεστές που δούλεψαν σκληρά. Οι 1500 θέσεις του θεάτρου αυτού, σε τρομάζουν μόνο με την έννοια ότι θα ‘θελες πραγματικά να έρθει ο κόσμος, δεν το συζητάμε αυτό.

– Αναφερθήκαμε ήδη αρκετά στον Γιάννη Χουβαρδά. Εσείς γνωρίζεστε πολλά χρόνια. Τι θα λέγατε πως έχετε αποκομίσει από αυτήν την καλλιτεχνική συνύπαρξη;

Λ. Φ.: Ξεκινήσαμε πάρα πολύ νέοι και οι δύο. Όταν συνάντησα το Γιάννη, ήμουν μόλις 21 ετών. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις την πορεία ενός δημιουργού σαν αυτόν, πώς η έμπνευση περνάει από μία ηλικία σε μία άλλη, από έναν συγγραφέα σε έναν άλλον. Μπορεί να αλλάζει, να ανακαλύπτει και άλλα, όμως από την αρχή που τον ξέρω μέχρι σήμερα, ένα πράγμα παραμένει που είναι φοβερά βοηθητικό για τον ηθοποιό: είναι πάρα πολύ οργανωμένος και σε πηγαίνει σιγά – σιγά με πολλή δουλειά στην πρεμιέρα, με έναν τρόπο που ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, με σίγουρα βήματα από πλευράς του. Έχεις μία ασφάλεια.

– Το ίδιο και με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Γνωρίζεστε από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης.

Λ. Φ.: Ναι, αλλά ποτέ δεν έχουμε δουλέψει μαζί. Είναι η πρώτη φορά. Πάντα θαύμαζα την Καρυοφυλλιά στη δουλειά της. Από τότε μικρούλα που την είχα παρακολουθήσει στη Θεσσαλονίκη, στην Πειραματική Σκηνή που έκαναν το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας». Ακόμα την έχω στα μάτια μου και φυσικά από τότε την είδα σε πάρα πολλούς ρόλους. Πραγματικά θαυμάζω το υπέροχο ταλέντο της και τώρα που την παρατήρησα μέσα στην πρόβα καταλαβαίνω τι φοβερή εργάτρια του θεάτρου είναι. Δεν την τρομάζει τίποτα για αυτό φυσικά έχει και τέτοιο αποτέλεσμα.

– Αισθάνεστε ασφάλεια όταν παίζετε με άτομα που έχετε αναπτύξει κοινούς κώδικες επικοινωνίας;

Λ. Φ.: Βέβαια. Έτσι κι αλλιώς το θέατρο είναι συνεργασία. Είναι ο συνεργάτης που θα βγάλει το καλύτερο από σένα. Και χαίρομαι πάρα πολύ στην συγκεκριμένη δουλειά που γνώρισα τη Νάντια (Κοντογεώργη) και την Κίκα (Γεωργίου) και είμαι ενθουσιασμένη για τα πλάσματα αυτά.

– Ας αλλάξουμε λίγο θέμα… Τι σας προβληματίζει περισσότερο στην κοινωνία σήμερα, παρατηρώντας το τι συμβαίνει;

Λ. Φ.: Η έλλειψη συναίσθησης. Δε μιλώ πολιτικά γιατί δεν έχει και νόημα. Το θέμα είναι τι κάνουμε και εμείς. Γενικά οι κοινωνίες που είναι πολύ ατομιστικές. Γιατί έτσι και αποκτούσαμε μια μεγαλύτερη συναίσθηση της ανθρώπινης περιπέτειας, μπορεί και να προχωρούσαμε όλοι μαζί προς κάτι καλύτερο. Εγώ δεν κοιτάζω το σήμερα και το αύριο μόνο. Είναι αυτό που λέγαμε πριν, για το πόσο προοδεύει ή όχι, η ανθρωπότητα γενικά. Είδα ας πούμε το «Τέλος του παιχνιδιού» με την Κονιόρδου, όπου υπήρχε αυτό το ειρωνικό «προοδεύουμε, προοδεύουμε» και σκέφτηκα τι ωραία που έχει πιάσει τον παλμό ο Μπέκετ.

– Η τέχνη τι θέση μπορεί να έχει σε όλα αυτά, αν σκεφτούμε ότι και αυτή ακόμη μπορεί να λογοκρίνεται;

Λ. Φ.: Ναι, το περιστατικό με το Εθνικό ήταν αρκετά ατυχές και ακριβώς αυτό είναι που έλεγα για τη συναίσθηση. Βλέπουμε ότι ομάδες αρχίζουν να παλεύουν η μία την άλλη σε θέματα ιδεολογίας ή θρησκείας. Ζούμε σε εποχή που ελευθερία λόγου δεν υπάρχει. Πρόσφατα τρόμαξα με τις αντιδράσεις για το σύμφωνο συμβίωσης ή τις αντιδράσεις για την παράσταση. Η τέχνη δεν μπορεί παρά να έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και να προσπαθεί συνεχώς, μέσα από μια απόλαυση και ψυχαγωγία, να φέρει το θεατή σε μία κατάσταση να μπορεί να κρίνει και ακόμη καλύτερα να αντιδρά.

– Την επόμενη σεζόν επιστρέφετε στο Κ.Θ.Β.Ε. πάλι με Μπρεχτ και συγκεκριμένα το «Μάνα κουράγιο». Μιλήστε μας για αυτήν την επιστροφή.

Λ. Φ.: Αυτό ήταν μία πρόταση του νέου διευθυντή, του Γιάννη Αναστασάκη, που καταλαβαίνω ότι έχει μία μεγάλη αγάπη για το συγκεκριμένο θέατρο και προσπαθούν πολύ να το ξαναφέρουν σε μία εποχή, έτσι όπως το θυμάμαι κι εγώ. Ήταν απίστευτες εποχές τότε, με Βολανάκη και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες…. Η «Μάνα Κουράγιο» είναι έργο σημαντικό και με έναν σκηνοθέτη που αγαπώ πολύ , το Νικήτα Μιλιβόγιεβιτς, που έχουμε δουλέψει αρκετές φορές, οπότε δε μπορούσα παρά να πω ένα μεγάλο «ναι, θέλω να πάω».

– Κλείνοντας, θα ήθελα να μου πείτε μία φράση από την «Όπερα της πεντάρας» που σας εκφράζει ιδιαίτερα.

Λ.Φ.: Είναι τόσες πολλές, πραγματικά… Υπάρχει ένα τελευταίο τετράστιχο το οποίο έχει μια καταπληκτική ειρωνεία… «Μην κυνηγάτε το άδικο με τόσο πάθος, στο κρύο θα αυτοκαταψυχθεί».


Η «Όπερα της πεντάρας» ανεβαίνει στο Παλλάς από 24 Φεβρουαρίου σε σκηνoθεσία Γιάννη Χουβαρδά