Ο Αλέξανδρος Βάρθης έχει κερδίσει ήδη τις εντυπώσεις στο χώρο του θεάτρου. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος, έχει δηλώσει ότι πρέπει να περιμένουμε πολλά από αυτόν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που τον εμπιστεύτηκε σε δύο εξαιρετικές δουλειές όπως η «Πάπισσα Ιωάννα» και το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», ενώ αν ευδοκιμούσε το ανέβασμα της «Κόλασης» στο Εθνικό, ο Αλέξανδρος θα κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο ίδιος, εργατικός και συνεπής στα «θέλω» του, εμφανίζεται αυτόν τον καιρό στο θέατρο Κιβωτός και συγκεκριμένα στον «Ταρτούφο», υποδυόμενος τον «Δάμη». Στην συνέντευξη που ακολουθεί, μας ξεναγεί στον κόσμο του Μολιέρου και ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις του, μας αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες ιδέες για το τι θα ήθελε να καταπιαστεί στο μέλλον.

 

Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου

Cul. N.: Ο Ταρτούφος είναι από τα μολιερικά έργα που ανεβαίνουν τακτικά στο σανίδι. Αφού μας θυμίσετε με δυο λόγια την υπόθεση, πείτε μας μια διάσταση που θεωρείτε ότι ακόμα δεν έχει αναδειχθεί πλήρως.

 

Αλ. Β.: Στην Γαλλία, την εποχή του Λουδοβίκου 14ου, ο Ταρτούφος, ένας ιερωμένος υποκριτής καταφέρνει να τρυπώσει και να φωλιάσει στο σπίτι μιας αστικής οικογένειας. Ο Οργκόν, κεφαλή της οικογένειας αυτής, πείθεται πως ο Ταρτούφος είναι ένας άνθρωπος άγιος και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον απατεώνα μοναχό. Κάπου εκεί αρχίζει η ολική ρήξη μεταξύ Οργκόν και οικογένειας, που ξεσηκώνεται εναντίον του διαμαρτυρόμενη για το προξενιό αλλά κυρίως για την εξουσία που έχει παραχωρηθεί στον παρείσακτο Ταρτούφο. Εξουσία που κάνει τον τελευταίο να ξεπερνά κάθε όριο και να διεκδικεί όχι μόνο την περιουσία, αλλά και την ίδια την γυναίκα του αφελή Οργκόν φέρνοντας τον αντιμέτωπο με τον νόμο και τον βασιλιά Λουδοβίκο. Η λύση έρχεται από τον ίδιο τον βασιλιά, ξεκαθαρίζοντας  την κατάσταση και φυλακίζοντας τον Ταρτούφο. Ο Μολιέρος με το έργο του αυτό καταδικάζει ξεκάθαρα την θρησκευτική υποκρισία και τον οπορτουνισμό της εκκλησίας. 

Σήμερα όμως που η υποκρισία αυτή είναι ευτυχώς γνωστή σε όλους μας, το μεγάλο αυτό έργο του Μολιέρου μοιάζει αδύναμο. Ενδιαφέρον πραγματικό για την εποχή μας, θα έχει η ανάδειξη της υποκρισίας όλων των χαρακτήρων μέσα από την αποξένωση και την μοναξιά τους. Δηλαδή τα μέσα που μεταχειρίζονται όλα τα πρόσωπα του έργου ώστε ο καθένας να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα χωρίς να υπολογίζει τον διπλανό του.

 

Cul. N.: Η παράσταση στο θέατρο «Κιβωτός» προτείνει κάτι νέο πάνω στο κείμενο ή θα είναι μια πιο κλασική εκδοχή;

 

Αλ. Β.: Σίγουρα δεν θα είναι ένα κλασικό ανέβασμα. Η παράσταση μας εστιάζει ακριβώς σε αυτό που είπα παραπάνω. Στην χρήση της υποκρισίας δηλαδή για την απόκρυψη του ζωώδους ενστίκτου κάθε χαρακτήρα. Στην αποκαθήλωση ίσως της εικόνας της “αθώας” αστικής Αγίας οικογένειας. Πιστεύω ότι θα είναι μια παράσταση που δεν θα διασκεδάσει απλώς, αλλά κυρίως θα προβληματίσει τον θεατή δείχνοντας του κομμάτια της δικής του ζωής που συνήθως τα προσπερνά σφυρίζοντας αδιάφορα.

 

Cul. N.: Μιλήστε μας πιο συγκεκριμένα και για τον δικό σας ρόλο. Ποια οπτική του σας συναρπάζει περισσότερο;

Αλ. Β.: Υποδύομαι τον γιο του Οργκόν, τον Δάμη. Είναι ένας αντιδραστικός νέος, που επαναστατεί πρώτος εναντίον του πατέρα του και του Ταρτούφου δεχόμενος φυσικά και τις συνέπειες. Είναι ένα υπερκινητικό, γεμάτο ενέργεια, εκκολαπτόμενο τερατάκι που ψάχνει να βρει την θέση  του σε αυτή την φοβερή οικογένεια. Και φυσικά κάποια στιγμή να γίνει αντάξιος του πατέρα του. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο στον Δάμη είναι η αδυναμία του να ελέγξει τον εαυτό του. Δεν κάνει πότε σχέδια και πραγματικά κάνει και λέει ότι του περνά από το μυαλό την ίδια στιγμή!

 

Cul. N.: Τι είναι αυτό που κάνει τον Μολιέρο επίκαιρο σήμερα κατά τη γνώμη σας;

 

Αλ. Β.: Ο Μολιέρος μίλησε για πράγματα που λίγοι έθιξαν έως τότε στην δυτική Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μεσαίωνας δεν απείχε χρονικά και τόσο πολύ από αυτόν. Η θρησκευτική υποκρισία, η αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο χρήμα και την εξουσία και τόσα άλλα ταλαιπωρούν τους ανθρώπους χιλιάδες χρόνια. Δυστυχώς σήμερα ακόμα μας απασχολούν και ορίζουν την καθημερινότητα μας όλα αυτά. Πώς να μην είναι επίκαιρος ο Μολιέρος όταν άνθρωποι πνίγονται κάθε μέρα προσπαθώντας να ξεφύγουν από βόμβες και σφαίρες και η εκκλησία, όχι φυσικά μόνο της Ελλάδας, κάθεται άπραγη ισχυριζόμενη ότι δεν έχει χρήματα ούτε για τον ΕΝΦΙΑ; (εδώ γελάμε).

 

Cul. N.: Είστε ένας ηθοποιός που σταθήκατε αρκετά τυχερός στο ξεκίνημά σας, με δυνατές συνεργασίες. Πόσο εύκολο όμως για έναν νέο επαγγελματία να ξεχωρίσει σε έναν τόσο ανταγωνιστικό και απαιτητικό χώρο;

Αλ. Β.: Με 95% ανεργία στον χώρο μας δεν είναι καθόλου εύκολο… Για να ξεχωρίσεις και να παραμείνεις στον χώρο χρειάζεται απόλυτη αφοσίωση. Ύστερα χρειάζεται τύχη και τελευταίο και καταϊδρωμένο έρχεται το ταλέντο. Ταλαντούχοι είναι οι άνθρωποι που έχουν κάποια φυσικά προσόντα. Αν όμως δεν επιμείνεις με καθημερινή τριβή και κόπο δεν θα πας πουθενά. Η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι εύκολη. Και σίγουρα δεν είναι ξεκούραστη. Εγώ είχα την τύχη να βρεθώ την σωστή στιγμή στο σωστό σημείο. Στην σχολή είχα μεγάλο μου δάσκαλο τον Δημήτρη Μαυρίκιο που μου έδωσε μια τεράστια ευκαιρία με την «Πάπισσα Ιωάννα» στο Φεστιβάλ Αθηνών και το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» στο θέατρο Κεφαλληνίας της Μπέττυς Αρβανίτη και του Βασίλη Πουλατζά. Χωρίς όμως τον προσωπικό κόπο, σίγουρα δεν θα είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Επιμονή χρειάζεται…

 

Cul. N.: Μία από τις ερμηνείες σας που ξεχώρισαν, ήταν αυτή στο Φεστιβάλ Αθηνών για δύο συνεχόμενες χρονιές. Πώς κρίνετε τις εξελίξεις που το αφορούν μετά την αποπομπή του κ. Λούκου;

 

Αλ. Β.: Τον κύριο Λούκο δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Αυτό το αναφέρω για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Θεωρώ ότι η δουλειά του στο φεστιβάλ Αθηνών ήταν άψογη. Κατάφερε να αναδείξει σε Διεθνές επίπεδο το Φεστιβάλ βγάζοντας την θεατρική Ελλάδα από τον λήθη. Αυτού του τύπου οι πρακτικές αποπομπής προσώπων από θέσεις κλειδιά μας γυρίζουν σε άλλες εποχές. Σίγουρα δεν είναι κάτι ελπιδοφόρο και κάτι νέο για την Ελλάδα. Το Φεστιβάλ Αθηνών αυτή την στιγμή είναι ακέφαλο, χωρίς προγραμματισμό για το καλοκαίρι (σ.σ: η συνέντευξη δόθηκε πριν την ανακοίνωση του νέου επικεφαλής). Μόνο λύπη προκαλεί όλη αυτή η κατάσταση… Και φυσικά εκνευρισμό και αγανάκτηση. Να προσθέσω ότι το κράτος έχει δεσμευμένα τα χρήματα των αμοιβών του περσινού φεστιβάλ. Κοινώς όσοι συμμετείχαμε στο φεστιβάλ Αθηνών είμαστε απλήρωτοι από το καλοκαίρι. 

 

Cul. N.: Θα θέλατε να μας εκμυστηρευτείτε κάποιες σκέψεις σας για την κατάσταση της χώρας σήμερα, ως καλλιτέχνης, αλλά κυρίως ως νέος άνθρωπος και πολίτης;

 

Αλ. Β.: Η κατάσταση είναι επικίνδυνα δύσκολη. Η Ελλάδα δέχεται πιέσεις από παντού. Δεν υπάρχει καμία συνεννόηση τον πολιτικών δυνάμεων της χώρας που δείχνουν να νοιάζονται μόνο για την απόκτηση εξουσίας. Νάτος ο Μολιέρος πάλι… Το πρόβλημα φυσικά ξεκινά από την κουτοπονηριά του Έλληνα που δεν παραδέχεται ποτέ τα λάθη του και για όλα φταίνε οι ξένοι, οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι μασόνοι και οι εξωγήινοι. Όσο κοιτάμε να βολέψουμε την πάρτη μας και τα δικά μας παιδιά, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει…

 

Cul. N.: Κάποιες φιλοδοξίες σας για το μέλλον; Συνεργασίες ή ένας ρόλος-πρόκληση που επιθυμείτε πολύ;

Αλ. Β.: Θα ήθελα να συνεχίσω να συνεργάζομαι με ανθρώπους που αγαπούν αυτό που κάνουν. Είναι μεγάλο σχολείο να δουλεύεις δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες και να καταλαβαίνεις πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνεται  ο καθένας το θέατρο. Θα ήθελα να δοκιμάσω διάφορα είδη θεάτρου. Και σίγουρα τους παλιούς δικούς μας παππούδες. Ρόλοι υπάρχουν πολλοί που “ζηλεύω”. Θα ήθελα αργότερα – πολύ αργότερα, χαχα! – να έχω την τύχη για έναν Ριχάρδο, Ληρ ή -γιατί όχι- μια Εκάβη (!). 

 

Cul. N.: Κλείνοντας, πείτε μας τι ακολουθεί για εσάς μετά τον «Ταρτούφο».

Αλ. Β.: Συζητάω διάφορα πράγματα που ακόμη δεν μπορώ να αποκαλύψω. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σκοπεύω να κάνω μια δίκη μου δουλειά, ένα project σχεδόν ολοκληρωμένο πλέον στο μυαλό μου, που περιμένει υλοποίηση. Ελπίζω και πιστεύω ότι δεν θα καθυστερήσει πολύ… 

 

Η παράσταση “Ταρτούφος ή Οι Απατεώνες” παρουσιάζεται στο Θέατρο Κιβωτός σε διασκευή και σκηνοθεσία των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια