Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο του Νίκου Κούνδουρου, Γράμματα από την Κριμαία 1991.
 


Γλυκιά και καλή και ατίθαση και μακρινή καλή μου, καλημέρα. Το χωριό Σαμπρούντογιε βρίσκεται στη Γιάλτα και η Γιάλτα είναι στην Κριμαία και η Κριμαία είναι μέρος της Ουκρανίας.
 
[…] Η ιδέα της αναπαράστασης μιας γειτονιάς του Μεσολογγίου χει ξεπε­ραστεί από καιρό, καθώς όλη η ταινία χει πια ξεπεράσει την εξάρτηση της από τόπους και χρόνο και ονόματα και αναζητά και κερδίζει τον δικό της τό­πο και τον δικό της χρόνο και τα δικά της ονόματα. Ο ξένος απέραντος τό­πος που μας κυκλώνει, η ξένη γλώσσα, τα ξένα πρόσωπα, με βοήθησαν να μπω οριστικά σ’ αυτό το υπερβατικό κλίμα που από την αρχή αναζήτησα.
 
 
Το 1991  Νίκους Κούνδουρος, σκηνοθέτης του Δράκου και πολλών ακόμα σπουδαίων ταινιών, βρίσκεται για πολλούς μήνες στην Κρι­μαία, για τα γυρίσματα της ταινίας ΜΠΑΫΡΟΝ. Στέλνει συστηματικά γράμ­ματα στη νεαρή γυναίκα του, Σωτηρία. Γράμματα ερωτικά, μεγάλης τρυ­φερότητας και ομορφιάς, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του στον ξένο τόπο, με τις μεγάλες αγωνίες για το καλλιτεχνικό όραμα και τις προσδοκίες του.
 
Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο, γίνεται το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ και ακούει τα ελικόπτερα που τον ψάχνουν νύχτα στο δάσος της Κριμαίας. Ανάμεσα στα ντεκόρ της ταινίας γίνεται η ταφή, από τους κατοίκους του χωριού, ενός δεκαεπτάχρονου κοριτσιού άγνω­στων γονιών που το σκότωσαν εγκληματίες. Στο περιβάλλον της Γιάλτας όπου έζησε ο Τσέχοφ, ο Κούνδουρος αναπολεί τούς Ρώσους συγγραφείς πού διάβασε μικρός – Ντοστογιέφσκι, Τολστόι,Aντρέγιεφ. Σκέφτε­ται τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Ρούσσο και τις απώλειες στενών του φίλων.
 
 
Απορώ καμιά φορά πώς μπορώ ακό­μα να συντηρώ με τόσο πάθος το μίσος μου για τα ίδια πράγματα που πρωτομίσησα στα πρώτα εφηβικά μου χρό­νια, παιδί του πόλεμου και της Κατοχής και των στρατοδικείων και της τυφλής βίας, μεγαλωμένος με όνειρα και ορά­ματα και πείσμα ατέλειωτο. Μιλάω για πείσμα και να σου πάλι μπροστά μου ο Ρούσσος, ο πρώτος πεισματάρης, αλύ­γιστος, ασυμβίβαστος με όλους και με όλα, σε πόλεμο με το σύμπαν και με τον εαυτό του, καβγατζής εκεί πού χώ­ραγε κι εκεί που δεν χώραγε, να πα­λεύει μια ζωή με εχθρούς και ανεμόμυλους.
 
Έξω βρέχει σιγανά και όμορφα, είναι 17 του Σεπτέμβρη, βράδυ, και σ’ αγαπώ πολύ και δεν ξέρω τί να την κάνω την αγάπη μου…
 
Ο « Byron » θέλει να είναι ένα τρα­γούδι, μια ελεγεία για την απελπισία και για το θάνατο, ένα δοξαστικό στην αγωνία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τη ζωή του και με τις ζωές των άλλων. Μια ταινία ευφρόσυνη μέσα στη θανατερή με­λαγχολία της κι ακόμα διασκεδαστι­κή, καθώς δείχνει ανθρώπους να παίζουν άλλους ανθρώπους, με δε­ξιοτεχνία και ταλέντο και κέφι και όλα τέλος πάντων τα πανάρχαια καμώματα των μάγων και των πα­πάδων και των θεατρίνων. Είμαι αισιόδοξος και γεμάτος χαρά και περηφάνια για την ταινία που χτίζε­ται εδώ, στερεή σαν τοίχος, τούβλο στο τούβλο, πέτρα στην πέτρα. Σε σκέφτουμαι συνέχεια, όλες τις ώρες που η φούρια της δουλειάς μ’ αφήνει να σκεφτώ.