Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους την ταινία Les Cowboys, σε σκηνοθεσία του Τομά Μπιντεγκέν.

Βραβευμένος με δυο Σεζάρ για το σενάριο του «Σώμα με Σώμα» και του υποψήφιου για Όσκαρ «Ο Προφήτης», ο Τομά Μπιντεγκέν κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με αυτή την συγκλονιστική και, πάνω από όλα, επίκαιρη ιστορία, που κέρδισε 4 υποψηφιότητες στα βραβεία César.

Όταν συναντάμε για πρώτη φορά τον Αλέν, είναι μαζί με την οικογένειά του σε μια γιορτή country & western κοντά στο σπίτι του, κάπου στην επαρχία της ανατολικής Γαλλίας. Ο ίδιος δεν μπορεί να το ξέρει αλλά αυτή είναι η τελευταία του μέρα ως ευτυχισμένος οικογενειάρχης: σύντομα ο Αλέν θα αντιληφθεί ότι η κόρη του, η 16χρονη Κέλι, αγνοείται και αρχίζει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να την εντοπίσει, συνειδητοποιώντας στην πορεία ότι η κόρη του έκρυβε αναπάντεχα μυστικά που την έχουν οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια.

Καθώς τα χρόνια περνούν, η αναζήτηση της Κέλι, με μόνο βοηθό τον μικρό του γιο, θα κοστίσει τα πάντα στον Αλέν, ακόμη και την ίδια του την οικογένεια. Η σκοτεινή οδύσσεια όμως είναι γεμάτη αποκαλύψεις για τους δυο καουμπόι και ο δρόμος τους θα είναι τελικά πολύ πιο μακρύς απ’ ό,τι φαντάζονταν.

Λίγα λόγια για την ταινία

«Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίο πρόσφατα γεγονότα και εξελίξεις μοιάζουν με την ιστορία της ταινίας», παραδέχεται ο Τομά Μπιντεγκέν, συν-σεναριογράφος και σκηνοθέτης του «Les Cowboys», για το γεγονός ότι στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται το φοβερά επίκαιρο φαινόμενο της ριζοσπαστικοποίησης παιδιών που εγκαταλείπουν τις δυτικές πατρίδες τους για να στραφούν προς το Ισλάμ και σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνουν μέλη ακραίων οργανώσεων. «Όταν γράψαμε το σενάριο πριν τρία χρόνια, κανείς δε μιλούσε για αυτό, ενώ στη πορεία φοβηθήκαμε μήπως μας αποκαλέσουν οπορτουνιστές. Θέλαμε απλώς να μιλήσουμε για τον κόσμο όπως ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα. Η ταινία μιλά για απλούς ανθρώπους που προσγειώνονται στο χάος ενός κόσμου που δεν καταλαβαίνουν». Έχοντας αρχίσει να γράφει την ιστορία την περίοδο του εντοπισμού του Μπιν Λάντεν, που ήταν «το κλείσιμο ενός κύκλου», όπως τον χαρακτηρίζει, ο Μπιντεγκέν βλέπει πια την ιστορία του παντού. Η ταινία τελειώνει με την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, «κάτι που μου επέτρεψε να διατηρήσω μια κάποια απόσταση από την τρέχουσα επικαιρότητα. Σήμερα, τα πράγματα έχουν περάσει σε ένα νέο επίπεδο φρίκης», παραδέχεται.

Η ιστορία μοιράζεται σε τέσσερα κεφάλαια, τέσσερις περιόδους που χωρίζονται από αρκετά χρόνια. Στο πρώτο, ένα 16χρονο κορίτσι εξαφανίζεται και ακολουθεί έρευνα. Έπειτα στρεφόμαστε προς τον πατέρα και τον γιο, η σχέση των οποίων δυναμώνει μετά από ένα ταξίδι αλλά σιγά-σιγά η διαδικασία της αναζήτησης αρχίζει να τους επηρεάζει δραματικά. Το τρίτο είναι μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που διασχίζει χώρες και φτάνει σε κόσμους εντελώς διαφορετικούς. Και το τελευταίο κεφάλαιο είναι η επιστροφή στην πατρίδα που γεννά μια ιστορία αγάπης.

Θέλοντας να αφηγηθεί την πολυετή αυτή οδύσσεια των κεντρικών χαρακτήρων, ο Μπιντεγκέν, διάσημος στη Γαλλία ως μόνιμος συνεργάτης του πολυβραβευμένου Ζακ Οντιάρ, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους κινηματογραφικούς κώδικες του ουέστερν, αλλά και μερικές από τις βασικές θεματικές κλασικών ταινιών του είδους, όπως η «Αιχμάλωτη της Ερήμου». «Με τον τρόπο αυτό, έχοντας δηλαδή ένα τόσο σαφές είδος όπως το ουέστερν στο μυαλό μου, δόθηκε μια χρήσιμη μορφή στην πρώτη μου αυτή σκηνοθετική δουλειά, φωτίζοντας το δρόμο και οδηγώντας καλύτερα τις αποφάσεις μου».

Όσο η ιστορία των κεντρικών χαρακτήρων ξετυλίγεται, εκείνοι γίνονται μάρτυρες παγκοσμίου σημασίας γεγονότων, που υπογραμμίζουν με τον τρόπο τους τον ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας. «Θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία της ευρύτερης κατάστασης για να αποκαλύψουμε την δική μας ιστορία», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου έδωσαν μια νέα διάσταση στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Ξαφνικά, ένα ολόκληρο διεθνές δίκτυο έφτανε από το Πακιστάν ως την Αλγερία, από την Υεμένη ως τη Γιουγκοσλαβία. Όταν ο Κιντ βλέπει την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων στην τηλεόραση, δε βλέπει μια διεθνή καταστροφή, βλέπει την δική του αδερφή. Σε εκείνο το σημείο η “μικρή” ιστορία γίνεται μέρος της μεγαλύτερης ιστορίας».

Ήταν ακριβώς αυτή η «μικρή», προσωπική ιστορία εκείνη που κέρδισε τον Φρανσουά Νταμιέν, διάσημο στη Γαλλία κυρίως για τους κωμικούς του ρόλους με πιο πρόσφατο εκείνον του πατέρα της «Οικογένειας Μπελιέ». «Πάντα με ελκύουν οι οικογενειακές ιστορίες, η σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, κι έτσι η ιστορία με άγγιξε σε προσωπικό επίπεδο», λέει. «Όταν διάβασα το σενάριο, εντυπωσιάστηκα από τον φοβερά αποφασισμένο, θεληματικό πατέρα που αναζητά την κόρη του και ξεκινά έναν δικό του ιερό πόλεμο με στόχο την επανένωσή τους».

Η επιμονή του πατέρα εξελίσσεται σε εμμονή που απειλεί να διαλύσει τη σχέση τους με τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας. «Όταν εξαφανίζεται η κόρη του, για τον Αλέν όλα ανατρέπονται. Η βύθισή του στην τρέλα είναι σταδιακή. Αρχικά προσπαθεί να παραμείνει στο τιμόνι της κατάστασης, αλλά σιγά-σιγά μετατρέπεται σε κάτι που μοιάζει με άγριο ζώο», λέει ο πρωταγωνιστής Νταμιέν, ενώ για τον Μπιντεγκέν, ο αποπροσανατολισμός που νιώθει ο Αλέν, αβοήθητος μπροστά στη μοίρα του παιδιού του, είναι μια ανησυχία που μοιράζεται ως γονιός. «Όταν έγραφα την ταινία, ο γιος μου ήταν στην ηλικία της Κέλι. Μια μέρα συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις τίποτα για την ζωή του παιδιού σου. Όταν μεγαλώσει, δεν ξέρεις τους φίλους του, με ποιον βγαίνει ραντεβού ή ποιες ταινίες βλέπουν. Βλέπεις μόνο τον ελεγχό του κάθε τρίμηνο. Οι βαθμοί του γιου μου ήταν καλοί, όπως ήταν και της Κέλι. Τότε, έχεις δύο επιλογές: είτε αφήνεσαι στην πραγματικότητα αυτή, είτε αντιστέκεσαι. Ο Αλέν αποφασίζει να αντισταθεί, με όποιο τίμημα. Είναι ένας ναρκισσιστικός χαρακτήρας». «Καταλήγει να μην μπορεί να σκεφτεί τίποτα πέρα από αυτό κι έτσι τα χάνει όλα», συμφωνεί ο Νταμιέν. «Προσπάθησα να τον καταλάβω βάζοντας τον εαυτό μου στην θέση του, κάτι που είναι εύκολο αν έχεις παιδιά. Είχα και την τύχη να έχω φοβερούς συνεργάτες αλλά και έναν σκηνοθέτη που ήταν ταυτόχρονα και σεναριογράφος, και άρα ήταν εκεί για όποια απορία ή διευκρίνιση. Ήταν τόσο σαφές στο μυαλό μου που ήταν σαν να μην έπαιζα, αλλά να ζούσα τον χαρακτήρα».

Είχε περισσότερη αγωνία επειδή πρόκειται για έναν τόσο έντονο δραματικό ρόλο; «Παραδόξως φοβάμαι περισσότερο να αναλάβω έναν κωμικό ρόλο παρά έναν δραματικό!», απαντά. «Στη δραματική ταινία, μπορείς να αφεθείς αν εμπιστεύεσαι τον σκηνοθέτη και ξέρεις ότι το σενάριο είναι καλό. Γενικά, δεν υπεραναλύω τα πράγματα, ίσως επειδή δεν πήγα ποτέ σε δραματική σχολή. Ό,τι συμβαίνει στο γύρισμα είναι περισσότερο ένστικτο για μένα, παρά τεχνική ή σκέψη. Ξέρω ότι γίνομαι καλύτερος όσο περνούν οι μέρες, γιατί χαλαρώνω και αφήνομαι. Είναι σαν να φορώ επιπλέον ρούχα, τα οποία σιγά-σιγά αφαιρώ».

Η άριστη σχέση του με τον σκηνοθέτη του ήταν, πάντως, καθοριστική για την εύρεση της κατάλληλης ισορροπίας σε έναν χαρακτήρα-πρόκληση για τον θεατή. «Ο Τομά και εγώ γρήγορα διαπιστώσαμε ότι είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Ήξερε πώς να με χαλαρώνει, βρήκα ότι ό,τι και να κάναμε μαζί, μας έδενε περισσότερο και μας επέτρεπε να μάθουμε ο ένας τον άλλον. Γλιτώσαμε έτσι αρκετό χρόνο στα γυρίσματα! Έχει μια βαθιά ευαισθησία όσον αφορά τους συνεργάτες του, πολύ σεβασμό και ταπεινότητα. Δεν αισθανόταν την ανάγκη να επιβάλλεται στο συνεργείο και το καστ, ήξερε πώς να είναι σταθερός στο όραμά του και πώς να είναι σωστός ηγέτης της ομάδας. Δεν μετέδωσε ποτέ άγχος προς κανέναν από εμάς και διατήρησε το κύρος του σκηνοθέτη, παρόλο που ήταν μια δεμένη ομάδα. Ήταν υπέροχο να παίρνεις μέρος στην πρώτη σκηνοθετική δουλειά κάποιου, ειδικά όταν ο σκηνοθέτης είναι τόσο εξοικειωμένος με το επάγγελμα και έχει χρόνια εμπειρίας στον χώρο».

Η φιλοσοφία του Μπιντεγκέν, που μετέδωσε και στους ηθοποιούς του, ήταν ξεκάθαρη: «είμαστε πάντα στο επίπεδο των χαρακτήρων, δεν τους κρίνουμε. Τους βλέπουμε να κάνουν και καλά και κακά πράγματα, και τελικά τους αποδεχόμαστε γι’ αυτό – είναι πάνω από όλα άνθρωποι, που πονούν, δείχνουν θάρρος, δείχνουν δειλία. Αισθάνομαι τρυφερότητα για όλους τους χαρακτήρες. Με συγκινούν όλοι ανεξαιρέτως. Ελπίζω αυτό να γίνεται σαφές στην ιστορία, η κεντρική θεματική της οποίας είναι ακριβώς αυτή: η ευσπλαχνία».

Υποψήφιο για 4 βραβεία César

Σκηνοθεσία Τομά Μπιντεγκέν

Σενάριο Τομά Μπιντεγκέν

Νοέ Ντεμπρέ

Παραγωγή Αλέν Ατάλ

Ηθοποιοί Φρανσουά Νταμιέν

Φίνεγκαν Όλντφιλντ

Τζον Σ. Ράιλι

Αντόνια Κάμπελ-Χιουζ

Αγκάτ Ντρον

Φωτογραφία Αρνό Ποτιέ

Μοντάζ Τζεραλντίν Μανζενό

Σκηνικά Τιερί Ρουξέλ

Μουσική Μόρις Ράιχ

Διάρκεια 114’

Διανομή Odeon