Τήνος. Πού ακριβώς; Αδύνατο να θυμηθώ. Ίσως γιατί οι λέξεις που ακολούθησαν, διέγραψαν τον τόπο. Άλλωστε ότι ακολούθησε ήταν εξω-στεριανό, ήταν ουράνιο. Όπως οι μοιραίες συναντήσεις. «Να δω, εσάς, ποιος θα σας γράψει τη βιογραφία σας;» τον ρώτησα ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν πώς πήρα αυτό το θάρρος. Κι ήρθε ένα «Εσύ» που με εξανάγκασε να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρα των ματιών μου σαν εκείνες τις πορσελάνινες κούκλες που κατοικούν πια σκονισμένες μόνο σε καταστήματα με αντίκες. Άκουσα καλά; Το εννοούσε; Πώς το χειρίζομαι; «Πότε ξεκινάμε;», «Αύριο».

Έτσι ξεκίνησαν όλα. Να σου πω και πώς τελείωσαν; Ένα χρόνο μετά θυμάμαι έκλεισα μ’ άλλον τρόπο τον υπολογιστή μου. Αργά. Όπως όταν κλείνεις το παράθυρο ενώ έχει φεγγάρι. Γιατί σε κατατρέχει το τι αφήνεις απ’ έξω. Έκανα κι έναν μορφασμό που κάνω για ό,τι τελειώνει. Κι αβίαστα κύλησε στο μυαλό μου μια περίληψη…. Τι σόι άνθρωπος!… Να ‘ξερες πόσες φορές το μονολόγησα. Έτσι καθώς ακολουθούσα τη σκιά της ζωής του όλης. Τι σόι άνθρωπος…. Να! Τότε που τον είδα να σημαδεύει με το μαχαίρι, ο ίδιος σου λέω, το χέρι του… Να κόβει το δάκτυλό του μπροστά στα μάτια της. Να της στραγγίξει το αίμα του όλο. Τι σόι άνθρωπος… Όταν έτρεχε με μια κούτα τσιγάρα στα χέρια, ανάμεσα από διασταυρούμενα πυρά πολέμου και είδε τον φίλο του να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του. Όταν έλεγε «εγώ θα είμαι μια μεγαλοφυΐα» κι ήτανε μια σταλιά. Όταν ταξίδευε για Ρώμη το 57, για Παρίσι το 60, για Βερολίνο όταν είχε διχοτομημένα σπλάχνα…. Πολιτιστικός μετανάστης. Τι σόι άνθρωπος… Όταν την είδε με τα μαλλιά της ανακατεμένα από έρωτα και ένα δευτερόλεπτο μετά…. Θεέ μου! Τι σόι άνθρωπος…. Σ΄ εκείνη τη μικρή αυλή… Έριξε βενζίνη κι έβαλε φωτιά! Τα έκαψε σου λέω όλα. Πώς άντεξε! Τι σόι άνθρωπος που κατόρθωσε να λογαριαστεί με θηρία. Και καταγράφηκε στη λίστα των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα. Και κείνος… Άκου! «Κινδύνευα να αυτοκαταστραφώ», μου είπε. Τι σόι άνθρωπος εκεί στη Βενετία. Όταν μου μιλούσε για την πιο μεγάλη του στιγμή. «Δεν πέθανα εγκαίρως, ο μαλάκας» το είπε και το πίστευε. Τι σόι άνθρωπος… Το είπα, το ξαναείπα. Γι’ αυτό ακολούθησα τα βήματα της ζωής του. Και κάπως έτσι λογάριασα ότι θα ξεθαρρέψω και το βήμα κι άλλων θνητών-αναγνωστών στο χώρο της τέχνης. Μπορεί η τέχνη να είναι κάτι πιο οικείο απ’ ό,τι το φαντάζεσαι. Και τα «όντα» της πιο φιλικά απ ότι τα υπολογίζεις. Όλες αυτές οι σκέψεις έτρεξαν…. Σαν αποχαιρετιστήριο μιας βιογραφίας που της αφιέρωσα ένα χρόνο από τη ζωή μου. Ενδιαφέρουσα χώρα ο Κώστας Τσόκλης.

Info (Ρέα Βιτάλη):

Γεννήθηκα το 1961. Είναι και μπόλικα τα χρόνια. Τι να πρωτοσημειώσεις; Είχε σταθμούς, αφίξεις, αναχωρήσεις… Οι τελευταίες πονάνε. Είχε σημαντικούς, αγαπημένους, ακριβούς. Είχε έρωτες βαρβάτους και ανεμοέρωτες. Είχε τον έναν. Παιδιά, εγγόνια. Είχε λόγια, μάτια, βλέμματα. Σχεδόν βλεμματοδοτούμενη. Επαγγελματικά είχε πολλά, πολλά χρονογραφήματα. Γεννήθηκα, βλέπεις, με το κουσούρι της παρατηρητικότητας και της καταγραφής. Χρονογραφήματα στους 4 Τροχούς, στις ΕΙΚΟΝΕΣ, στον Ταχυδρόμο, στο PROTAGON.GR ως ιδρυτικό μέλος. Είχε σπουδή στην Ιστορία της Τέχνης. Είχε το πρώτο μου βιβλίο, Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο. Έχει το δεύτερό μου εγκαινιάζοντας τη συνεργασία μου με τις Εκδόσεις Διόπτρα. Τι να λέμε; Πλήρης ζωής. Πλήρης; Αστειεύομαι. Χωράω ζωή ακόμα.

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 34


Το βιβλίο της Ρέας Βιτάλη, «Δεν πέθανα εγκαίρως», μία βιογραφία του ζωγράφου Κώστα Τσόκλη σε μυθιστορηματική γραφή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα