Υπέροχες νοσταλγικές νότες από την εποχή των 60’s και μια νεανική γυναικεία παρουσία με βλέμμα αθώο κι ένα λευκό μπαλόνι στο χέρι μας υποδέχονται στην είσοδο της σκηνής του θεάτρου Άλμα.  

Η πρώτη εικόνα μας μεταφέρει στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου σε μια πόλη του αμερικανικού Νότου που προσκυνά τη βία, τον ρατσισμό, το δίκαιο της ζούγκλας και τη νίκη του ισχυροτέρου.

Η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο, πάλαι ποτέ διάσημη ηθοποιός του κινηματογράφου και νυν σβησμένο αστέρι επαγγελματικά και προσωπικά, αποφασίζει να αποσυρθεί, όπως η ίδια λέει, στην παγερή ατμόσφαιρα της σελήνης όπου οι ώρες διαδέχονται τις ώρες χωρίς νόημα. Ταξιδεύει ινκόγκνιτο μέχρι που συναντά τον νεαρό μασέρ Τσάνς Γουέην και μαζί αποφασίζουν να φύγουν για τη γενέτειρά του στο Σαιντ Κλάουντ, όπου εκείνος με δόλωμα τη γοητεία του θα επιχειρήσει να τη χρησιμοποιήσει ως εισιτήριο για να αναδειχτεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα αλλά και για να ξανακερδίσει τον παιδικό του έρωτα στο πρόσωπο της Χέβενλυ Φίνλευ. Μόλις έχει ξημερώσει Κυριακή του Πάσχα, όμως η Ανάσταση της περασμένης νύχτας δεν έρχεται για όλους.

«Το γλυκό πουλί της νιότης» είναι γεμάτο με αναφορές στις φευγαλέες αξίες της δόξας, της εξωτερικής εικόνας, της εξουσίας. Η συνάντηση των ηρώων γίνεται όταν και οι δύο πια ξεχειλίζουν από αγωνία και ολόκληρη η ύπαρξή τους γίνεται μια κραυγή για βοήθεια. Κι όμως, η απόδραση που ψάχνουν ουδεμία σχέση έχει με τα συναισθήματα. Το μόνο που μετρά είναι το χρώμα του αλκοόλ, των χαπιών και των παραισθήσεων, ενώ πεισματικά επίμονος σκοπός τους είναι να ξεχάσουν το παρόν και να δαμάσουν τον κοινό τους εχθρό, τον χρόνο. Αυτός θα τους κρίνει, θα τους διαψεύσει και θα τους αφήσει με άδεια χέρια. Τι σημαίνει ο χρόνος γι’ αυτούς; Δεν είναι παρά ένας μακρόσυρτος δυναμίτης που τα τινάζει όλα. Ροκανίζει τα πάντα όπως η αλεπού που πιάνεται στο δόκανο και τρώει το πόδι της για να ελευθερωθεί, κι όταν ελευθερωθεί πεθαίνει.

Πέρα από την καταβύθιση στην ψυχοσύνθεση των βασικών χαρακτήρων, ο συγγραφέας Τένεσι Ουίλιαμς ξεμπροστιάζει τον σκοταδισμό της αμερικανικής κοινωνίας: πίσω από το λαμπερό κι ελπιδοφόρο σύνθημα «God bless America» αναδύεται η δυσοσμία από την κατ’ επίφαση ευτυχισμένη οικογένεια, τον σωματικό και ψυχικό ευνουχισμό της μαύρης φυλής, τη θεοποίηση των υλικών απολαβών.   

Η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή στο πρώτο μέρος ρίχνει το βάρος στους δύο πρωταγωνιστές με αποτέλεσμα κάποιες στιγμές η ροή να γίνεται αργόσυρτη. Το δεύτερο μέρος είναι πολυπρόσωπο, πιο ενεργητικό και με την πλοκή και τη συναισθηματική φόρτιση να φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Συχνά την προσοχή τραβά το καρδιοχτύπι του ρολογιού, σημάδι του χρόνου που κυλά άπαυστα. Γνήσια και ρεαλιστική η σκηνή στην οποία η συγκίνηση της χαράς κόβει την ανάσα της Πριγκίπισσας σε πλήρη αντίθεση με την απελπισία στην τρεμάμενη φωνή του Γουέην, που σε αντεστραμμένο πια ρόλο εκλιπαρεί έναν καλό λόγο και για εκείνον. Εξαιρετική η απόδοση του κειμένου από τον Μάριο Πλωρίτη με τα άνθη του ποιητικού λόγου να αναμειγνύονται με τη λαϊκή γλώσσα όπου είναι απαραίτητο.

Η Κατερίνα Μαραγκού είναι ψυχή και σώματι η παρηκμασμένη Αλεξάντρα ντελ Λάγκο. Αυταρχική αλλά και καταπτοημένη μια διατάζει μια ικετεύει καθώς χάνεται στους εθισμούς προκειμένου να κατευνάσει την τίγρη που τυραννά τα νεύρα της. Αρνείται ακόμα και την παραμικρή υπόνοια της λέξης θάνατος, τρέμει τα γηρατειά και ζητά να γαντζωθεί από τη ζωή όσο ακόμα η καρδιά ανάμεσα στους ώμους της χτυπά. Φυσική και πειστική στις έντονες μεταπτώσεις της, αλλάζει μεμιάς προσωπείο μόλις η ελπίδα της επιτυχίας αρχίζει να αχνοφέγγει ξανά πετώντας από πάνω της με ευκολία τις κρίσεις πανικού, τη μάσκα οξυγόνου και τον εραστή-παυσίπονο.    

Ο Τσάνς Γουέην του Όμηρου Πουλάκη διαθέτει την κούφια έπαρση που δίνουν τα νιάτα, η ομορφιά κι ο (ακριβο)πληρωμένος έρωτας. Το όνομά του είναι συνώνυμο της τύχης – στην τύχη χρωστά το ότι γεννήθηκε όμορφος – αλλά και του ρίσκου – διακινδυνεύει τα πάντα και χάνει. Στο βάθος βέβαια κρύβεται η δική του τραυματική ιστορία:  ο αυταρχικός πατέρας της πρώτης του αγάπης τον διώχνει από την πόλη κι από τότε μοναδικός του πόθος είναι να ξεχωρίσει, να γίνει κάτι καλύτερο από τους άλλους με την τάχα φτασμένη, τακτοποιημένη και χαμογελαστή ζωή. Ωστόσο, δεν ξεφεύγει ούτε ο ίδιος από τον φόβο των γηρατειών παρά το νεαρό της ηλικίας του.

Η Αγγελική Μητροπούλου είναι η εύθραυστη και τσακισμένη παρουσία της Χέβενλυ Φίνλευ. Ο θυμός και η θλίψη μόνιμη σφραγίδα στο πρόσωπό της, ενώ στα χέρια της κρατά σφιχτά ένα μουσικό κουτί σαν πολύτιμο φυλαχτό απομεινάρι από την παιδική – εφηβική ηλικία, τότε που όλα φάνταζαν πιο αγνά. Μοιάζει η μοναδική εξαίρεση μέσα στον ωκεανό διαφθοράς, γεγονός που τονίζεται κι από τους σκηνοθετικούς συμβολισμούς – το λευκό μπαλόνι και το ξυλάκι με το λευκό μαλλί της γριάς.

Ο Τομ Φίνλευ (Νικόλας Παπαδομιχελάκης) είναι ο αδελφός της Χέβενλυ, παλιός φίλος και νυν ορκισμένος εχθρός του Τσάνς, με ζωή άσωτη κι αποτυχημένη, κάτι που ο πατέρας του δεν παραλείπει να του υπενθυμίζει αδιάκοπα με το πιο απαξιωτικό ύφος. Πειστικός στη σύγκρουση μαζί του και σε πλήρη αρμονία ο λόγος, η κίνηση και οι φυσικές εκφράσεις οργής που καταλήγουν σε μια αποτρόπαια πράξη η οποία σηματοδοτεί και το τέλος της ιστορίας.

Ο Αργύρης Γκαγκάνης δίνει επίσης μια δυναμική ερμηνεία ως Μπος Φίνλευ, παρ’ όλο που υπερτονίζεται η μονοδιάστατη πλευρά του χαρακτήρα του (εμμονή με τα χρήματα, την εξουσία και τις πολιτικές σκοπιμότητες).

Τέλος, την άρτια παράσταση συμπληρώνουν η ταιριαστή και πιστή στο κλίμα μουσική επιμέλεια της Ζηνοβίας Αρβανιτίδη, ενώ οι φωτισμοί του Γιάννη Κατσαρή αποτυπώνουν τη νοσηρή ατμόσφαιρα που ακολουθεί κυρίως το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις της φαντασίας του πρωταγωνιστικού διδύμου.

Η παράσταση Το γλυκό πουλί της νιότης, του Tenesse Williams παρουσιάζεται στο Θέατρο Άλμα. Περισσότερες πληροφορίες.