«Νύμφες και βοσκοί, άλλο μη χορεύετε…»[1]

 

Γιατί άραγε το φιλότεχνο κοινό δεν αποζητά μια αντικειμενική ενημέρωση για όσα συμβαίνουν στην εικαστική σκηνή της Αθήνας, αλλά επαναπαύεται στις γενικόλογες παρουσιάσεις που αναπαράγουν, λίγο έως πολύ, τα δελτία τύπου των γκαλερί και των μουσείων;

Ένα από τα πρώτα πράγματα που μου έκαναν εντύπωση όταν επέστρεψα από τη μακρόχρονη διαμονή μου στο Λονδίνο, ήταν το γεγονός πως στο χώρο των εικαστικών τεχνών δεν έβρισκες μια αντικειμενική κριτική του τύπου που συναντά κανείς στον αγγλοσαξονικό χώρο.

Στην αρχή υπέθεσα πως επειδή οι περισσότεροι που δραστηριοποιούνται στον χώρο ανήκουν στον τύπο του ιστορικού τέχνης που έχει σπουδάσει στο ιστορικό-αρχαιολογικό της φιλοσοφικής σχολής, αδυνατούν να προσεγγίσουν ένα έργο σύγχρονης τέχνης ή, όταν το επιχειρούν, φορούν τα γυαλιά που χρωματίζουν την προσέγγισή τους με τις αποχρώσεις εκείνες που ταιριάζουν στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία ενός έργου από την εποχή του χαλκού.[2]

Στη συνέχεια, κι ενόσω γνώρισα ανθρώπους του χώρου με πτυχία και μεταπτυχιακά από το λεγόμενο αγγλοσαξονικό χώρο,[3] και μάλιστα από σχολές που δίνουν έμφαση στη μοντέρνα τέχνη, η απορία μου επανήλθε.

Τελικά, την απάντηση δεν είναι δύσκολο να την υποθέσει κανείς. Φαίνεται όμως πως συνειδητά απέφευγα να την παραδεχτώ. Ο χώρος της τέχνης στην Αθήνα είναι αριθμητικά πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο χώρο άλλων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, η πίτα πρέπει να μοιραστεί με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένα άτομα. Οπότε, κανείς δεν θέλει «να κάψει το χαρτί του» γράφοντας κάτι που μπορεί να ενοχλήσει κάποιον ιδιώτη ή έναν θεσμικό παράγοντα που μελλοντικά μπορεί να λειτουργήσει ως εργοδότης του.

Έτσι, για παράδειγμα, αν τώρα με όσα γράφω σκόπευα να προσελκύσω κάποιους που ενδέχεται να μου προτείνουν να δουλέψω στη γκαλερί τους ή να συνεργαστώ σε μια έκθεση, και να πληρωθώ γι’ αυτό, τότε το κείμενό μου δεν θα ήταν κριτική, αλλά μια τεράστια γλώσσα που έχει βγει σεργιάνι (κάπως σαν την «Μύτη» από την ομώνυμη νουβέλα του Νικολάι Γκόκολ), με σκοπό να κολακέψει, να ωραιοποιήσει και να ικετεύσει για μια «θέση στον ήλιο», να διεκδικήσει ένα κομμάτι, τόσο δα μικρό, από την πίτα.

Έτσι, στην Αθήνα – υποπτεύομαι και στην υπόλοιπη Ελλάδα – συμβαίνει το παράδοξο οι ειδικοί να μην γράφουν κριτική, αφού αν εκφράσουν τη γνώμη τους κινδυνεύουν να χάσουν το βιοπορισμό τους, ενώ κάποιοι άλλοι που δε σχετίζονται άμεσα με το γνωστικό πεδίο, με την έννοια πως δεν έχουν τις αντίστοιχες σπουδές, προσεγγίζουν την τέχνη με μια αγνή και άδολη ματιά που είναι αξιοσημείωτη.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως αν θέλει κάποιος να γράψει κριτική με αντικειμενικό τρόπο, θα πρέπει πρώτα να έχει εξασφαλίσει το βιοπορισμό του έξω από τον αδηφάγο χώρο της τέχνης –  θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι γιατρός, υπάλληλος τράπεζας ή γόνος αριστοκρατικής οικογένειας – και στη συνέχεια να δοκιμάσει την τύχη του στο συγκεκριμένο πεδίο. Φυσικά οι σπουδές και οι εξειδικευμένες γνώσεις είναι πάντοτε καλοδεχούμενες. Όμως, θα πρέπει κανείς να είναι στ’ αλήθεια ερασιτέχνης και όχι ερασιχρήματος, ντιλετάντης με την έννοια πως αγαπάει με πάθος τις καλές τέχνες, θα πρέπει ν’ ανησυχεί και να προβληματίζεται για όσα συμβαίνουν στο χώρο, να διαβάζει πολύ, να βλέπει πολύ και να σκέφτεται καθαρά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος «να κολακέψει το βασιλιά», που τις περισσότερες φορές είναι γυμνός και ζητά από τους παρευρισκομένους να θαυμάσουν την ανύπαρκτη φορεσιά του.

Όταν επισκέφτηκα την έκθεση «Reality of Paradox» [4] του Γιώργου Παπαφίγκου στη γκαλερί Kappatos, το πρώτο που σκέφτηκα όταν ήρθα αντιμέτωπος με την ποικιλία των έργων ήταν πως έβλεπα την αναδρομική ενός καλλιτέχνη το όνομα του οποίου μου διέφευγε. Όταν παρατήρησα προσεκτικότερα, αντιλήφθηκα πως επρόκειτο για μια έκθεση που θα μπορούσε να αποτελεί την πτυχιακή ενός απόφοιτου της σχολής καλών τεχνών, εδώ ή στο εξωτερικό. Η αίσθησή μου επιβεβαιώθηκε όταν θυμήθηκα πως ο ιδιοκτήτης της γκαλερί επισκέπτεται συχνά τα εργαστήρια της Σχολής στις παρουσιάσεις των διπλωματικών προκειμένου να επιλέξει νέους καλλιτέχνες για τα περιώνυμα «Δωμάτιά» του.

Το δελτίο τύπου δεν περιείχε καμιά πληροφορία για την ηλικία του καλλιτέχνη, ούτε και ο ιστότοπος της γκαλερί με διαφώτισε σχετικά. Ευτυχώς στο διαδικτυακό τόπο του καλλιτέχνη «ψάρεψα» την πληροφορία πως είναι μόλις 26 χρονών και μάλιστα αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης πολύ πρόσφατα.[5]

«Κάτι περίεργο συμβαίνει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας»,[6] σκέφτηκα και αποφάσισα να εντρυφήσω στον παράδοξο κόσμο του νέου καλλιτέχνη. Παρατηρώντας προσεκτικότερα διέκρινα πως σε κάποια σημεία στην αφήγηση των έργων υπήρχε μια αστεία πλευρά, ενώ κάποιες φιγούρες μου φάνηκαν κωμικές, γελοιογραφικές, σε σημείο να γίνονται γκροτέσκες. Η συχνή χρήση του Πριαπικού πέους μου φάνηκε εξουθενωτικά σατυρική, ενώ η σκοτεινή, επαναλαμβανόμενη χροιά του βαθύ βιολετί προσέδιδε στα έργα μια καταπιεστική και καταθλιπτική ποιότητα.[7]  

Μια άλλη κατάσταση που επίσης με ξένισε, ήταν το γεγονός πως όσο και αν προσπαθούσα, το νόημα μου διέφευγε συνεχώς, σα να επρόκειτο για μια ηθελημένη πρόθεση του καλλιτέχνη να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ανοίκεια, παράδοξη, απωθητική.[8]

Η επιμονή του επίσης να μουτζουρώνει την εικόνα, να την πνίγει με μια μαύρη σκόνη, που άλλοτε ενσωματώνεται στην αφήγηση σαν νέφος καπνού και άλλοτε υποδηλώνει περισσότερο μια διορθωτική χειρονομία που καταργεί την εικόνα και αρνείται τη δεξιοτεχνία του δημιουργού, κατά τη γνώμη μου θολώνει τα νερά σχετικά με τις προθέσεις, τις βεβαιότητες και τις ανασφάλειες του νέου καλλιτέχνη.

Όσο για τις αλληγορικές εικόνες και τα κρυπτογραφικά σύμβολα, που εμφανίζονται σε αφθονία στο έργο του, ακολουθούν τα χνάρια μιας μεταμοντέρνας ανθρωπολογικής προσέγγισης, η οποία ψυχαναγκαστικά στοχεύει να αποδυναμώσει και να υπονομεύσει την τυραννική, μονολιθική οργάνωση των νέο-αποικιακών αφηγήσεων του μοντερνισμού, προτείνοντας ως εναλλακτικές φόρμες επικοινωνίας την αμφισημία, τη δυσαρμονία, την παραφωνία και την ετερογένεια, διαλογικές φόρμες που επιτυγχάνονται μέσα από τη ρητορική μιας ετερόκλητης εικονογραφίας. [9]

Μπορεί έτσι κανείς να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη ανόμοιων αντικειμένων, όπως τα ζωγραφισμένα αυγά στρουθοκαμήλου – που παρεμπιπτόντως μπορεί να βρει κανείς και σε μαγαζιά με εκκλησιαστικά είδη, με τη χαρακτηριστική μορφή αγίων ζωγραφισμένη στην λεπτεπίλεπτη επιφάνειά τους – με τα εξωγήινα μικρό-γλυπτά που είτε έχουν φτιαχτεί από τρισδιάστατο εκτυπωτή είτε από τις ευαίσθητες κινήσεις ενός μοντελιστή που συναρμολογεί με πάθος τις μινιατούρες του, συνυπάρχοντας στον ίδιο χώρο με τα λεπτομερή σχέδια, που έχουν κεντηθεί θαρρείς με λεπτεπίλεπτες γραμμές σαν νήματα υφάσματος, και τα μεγάλων διαστάσεων έργα από μικτά υλικά.

Ένα «οπτικό χάος», απόλυτα «ελεγχόμενο», αν σκεφτεί κανείς πως έχει γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια να γεμίσουν οι τοίχοι της γκαλερί απ’ άκρη σ’ άκρη, και με μια γραμμικότητα μάλιστα που είναι εντελώς αταίριαστη στη φύση των έργων.

 

Είναι πράγματι αποθαρρυντικό ένας πραγματικά τόσο ταλαντούχος και πολυσχιδής νέος καλλιτέχνης να μη μπορεί να διακρίνει πως κάποια προγενέστερα έργα δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην έκθεση (όπως, για παράδειγμα, το σχέδιο με τον τίτλο «Lets get lost», 2013, που εκτός του ότι ήταν παράταιρο ανάμεσα στα πιο πρόσφατα έργα με τις βιολετί αποχρώσεις, έφερνε στο νου έργα από τη σειρά «Οχήματα» του Steven C. Harvey που είχαν εκτεθεί την περασμένη άνοιξη στη γκαλερί ΑΔ), ή να μη μπορεί ν’ αντιληφθεί πως είναι πολύ νέος ακόμη για ν’ αντιμετωπίσει την πρώτη του ατομική έκθεση ως αναδρομική και να συμπεριλάβει κάθε έργο που ενδεχομένως είχε στο εργαστήριό του.

Θα πρέπει κάποτε οι αναδυόμενοι καλλιτέχνες ν’ αντιληφθούν πως η επιδίωξη να εκθέσουν σ’ έναν ωραίο, μεγάλο, ολόλευκο και διάσημο εκθεσιακό χώρο δεν θα πρέπει να είναι αυτοσκοπός, πως ένα συνοδευτικό κείμενο από έναν επίσης γνωστό ιστορικό τέχνης δεν αποτελεί εχέγγυο ώστε να θεωρηθεί μια έκθεση επιτυχημένη.

Τα έργα θα πρέπει να «μιλούν» από μόνα τους, να διηγούνται τη δική τους προσωπική ιστορία. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί το περιβάλλον όπου εκθέτει κανείς, αφού ο χώρος μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αφήγηση, στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας. Τέλος, ο τρόπος που τα έργα εκθέτονται αποτελεί παράγοντα καθοριστικής σημασίας για την πρόσληψη του συνολικού νοήματος. Ίσως οι χώροι των γκαλερί δε θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται ως εκθεσιακοί χώροι μουσείων και το αντίθετο.

Όμως εδώ ξανοιγόμαστε σε κρίσιμα ζητήματα που όλοι αποφεύγουμε να θίξουμε, αφού στην Αθήνα φαίνεται πως απουσιάζουν τόσο οι μάνατζερ και οι σύμβουλοι καλλιτεχνών, όσο και οι επιμελητές εκείνοι που θα προβάλλουν το έργο των καλλιτεχνών και όχι τη δική τους ιδέα-πρόταση, εξειδικευμένοι δηλαδή επαγγελματίες που θα συμπορευθούν με τους καλλιτέχνες, ειδικά τους νέους, και μαζί θα χαράξουν πολιτική προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τις παγιωμένες, μονολιθικές αντιλήψεις που καταδυναστεύουν το χώρο των εικαστικών.

Δυστυχώς το ταλέντο και η δεξιοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετά. Οι προσωπικές αποφάσεις και οι μελετημένες επιλογές, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές συγκυρίες και τη συνδρομή της τύχης, καθώς και η συνδυασμένη δράση πολλών ανθρώπων του χώρου, αποδεικνύεται πως είναι εξίσου καθοριστικές για την πορεία όλων μας.      

 


[1] Ο τίτλος αποτελεί μετάφραση του στίχου «Nymphs and shepherds, dance no more…» από το 3ο Τραγούδι (Song III), του ποιήματος Arcade (1633) του John Milton. Βλ. Charles W. Eliot (επιμ.), The Complete poems of John Milton, The Harvard classics (New York: P.F. Collier & Son, 1909–14), δημοσίευση στο διαδίκτυο: Μάρτιος 8, 2001 από Bartleby.com © 2001 (πρόσβαση: 12/11/2015

[2] Εδώ βέβαια βαδίζει κανείς σ’ ένα εξαιρετικά ολισθηρό έδαφος, ειδικά αν πρέπει να αξιολογήσει τα μεθοδολογικά εργαλεία της ιστορίας της τέχνης ως ειδικού επιστημονικού κλάδου και να εξάγει συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσο αυτά μεταβάλλονται ή διαφοροποιούνται στο πέρασμα του χρόνου. Όσον αφορά πάντως τους απόφοιτους ιστορικούς τέχνης του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, στον οδηγό σπουδών τους αναφέρονται τα παρακάτω: «Η  κύρια  επαγγελματική  κατεύθυνση  του  αρχαιολόγου  και  του  ιστορικού  της τέχνης είναι  η απορρόφησή του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Κράτους, στόχος της οποίας  είναι  η  αρχαιολογική  έρευνα  και  η  προστασία  των  μνημείων  (εντοπισμός, αποκάλυψη,  μελέτη,  συντήρηση,  ανάδειξη  και  νομική  προστασία),  καθώς  και  η οργάνωση  μουσείων  και  εκθέσεων.  Αποφασιστική  υπήρξε  πάντοτε,  η  συμβολή  των αρχαιολόγων και ιστορικών της τέχνης στη διατήρηση και ανάδειξη της ιστορικής και πολιτιστικής  φυσιογνωμίας  του  ελληνικού  χώρου,  με  τη  διάσωση  των  αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης, των παραδοσιακών οικισμών και του ιστορικού, εν γένει, αλλά και φυσικού τοπίου μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο άνθρωπος…». Βλ. Εθνικό και  Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Οδηγός Σπουδών του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2015-2016, σελ. 18, http://www.arch.uoa.gr/fileadmin/arch.uoa.gr/uploads/

proptyxiakes_spoudes/odhgos_spoudwn_2015_2016.pdf (πρόσβαση: 12/11/2015)

[3] Να σημειωθεί εδώ  πως η μόδα σε σχέση με ότι ίσχυε στη γενιά των δασκάλων μας έχει αλλάξει και οι περισσότεροι νέοι, αντί να μετεκπαιδεύονται πλέον στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ξενιτεύονται στην Αγγλία ή στην Αμερική, όταν τα οικονομικά τους το επιτρέπουν, αν και όπως πληροφορούμαι κι αυτό τείνει πλέον ν’ αλλάξει, με τη νεότερη γενιά να προτιμά ξανά ευρωπαϊκές κυρίως πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο ή το Άμστερνταμ.

[4] Άραγε πρόκειται για την πραγματικότητα του παράδοξου ή την παραδοξότητα της πραγματικότητας; Κατά τη γνώμη μου ο τίτλος δε φαίνεται να το διασαφηνίζει.

[5] Βλ. http://yorgospapafigos.com/ (πρόσβαση: 12/11/2015)

[6] Παράφραση της Σαιξπηρικής φράσης «Something is rotten in the State of Denmark», από την 4η Σκηνή, Πράξη 1η του Άμλετ. Στα ελληνικά το νόημα της φράσης στο συγκεκριμένο εννοιολογικό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι το γνωστό σε όλους «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι».

[7] Όλες αυτές οι δηλώσεις βέβαια υποτίθεται πως αποκαλύπτουν στοιχεία για τις λεγόμενες ποιότητες των αισθητικών αντικειμένων. Με μια δεύτερη όμως ματιά φαίνεται πως ουσιαστικά φανερώνουν το πώς αισθάνθηκε ο υποφαινόμενος αντικρίζοντας κάποιο από τα εν λόγω αντικείμενα, ενώ δεν μας λένε τίποτε για το αντικείμενο καθαυτό. Αξίζει λοιπόν εδώ να σημειώσει κανείς πως τις περισσότερες φορές όσοι νομίζουμε πως γράφουμε για τα αισθητικά αντικείμενα, στην πραγματικότητα μιλάμε για τον εαυτό μας. Αυτό συμβαίνει γιατί μπερδεύουμε το αντικείμενο καθαυτό με την ανταπόκρισή μας σε αυτό. Όμως εδώ πρόκειται για ένα τεράστιο, ανεπίλυτο ζήτημα που δε σκοπεύω να εξετάσω περαιτέρω.      

[8] Σε μια συνέντευξη του καλλιτέχνη για το περιοδικό Articulaction/Art Review (Summer, 2015), ο David Putigliano, curator του περιοδικού, σημειώνει πως ο Γ. Παπαφίγκος «εξερευνά την ένταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αντίληψη στη μεταμοντέρνα εποχή». Υποστηρίζει μάλιστα πως μέρος της γοητείας του συνίσταται στο γεγονός πως με το έργο του ο καλλιτέχνης αποφεύγει να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο, ξεκάθαρο νόημα. Βλ. http://issuu.com/articulaction/docs/

articulaction_art_review_-_may_2015 (πρόσβαση: 14/11/2015)

[9] Δεν είναι τυχαίο που στη συνέντευξη που αναφέρθηκε παραπάνω ο καλλιτέχνης ξεδιπλώνει τις γνώσεις του σχετικά με τον Homo Sapiens, τον Homo Ludens, τον Homo Necans και τον Homo Habilis, κάνοντας αναφορά στην έρευνα του Γερμανού καθηγητή Walter Burkert, ειδικού στον Αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και τη μυθολογία, αναλύοντας στοιχεία για την ιεροτελεστική πρακτική της θυσίας των ζώων στην αρχαία Ελλάδα, περισσότερο σαν σπουδαστής σε τμήμα Αρχαιοελληνικών Σπουδών παρά σε τμήμα Καλών Τεχνών. Βέβαια, στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως μολονότι δεν είμαι ενάντια στη λεγόμενη διαθεματική ή διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης, κατά τη γνώμη μου δεν αποτελεί πανάκεια ούτε και μπορεί να επιλύσει, ως δια μαγείας, τα ειδικά προβλήματα που ενυπάρχουν στα μεθοδολογικά εργαλεία του εκάστοτε επιστημονικού κλάδου.

Συμπληρωματικά αξίζει επίσης να υποσημειωθεί πως δεν πρέπει να είναι καθόλου τυχαίο που ο διευθυντής προγράμματος της Μπιενάλε της Αθήνας  2015-1017 «Ομόνοια», είναι ο Massimiliano Mollona, διακεκριμένος ανθρωπολόγος, λέκτορας στο τμήμα Ανθρωπολογίας στο Goldsmith College του Λονδίνου. Μάλιστα,  σύμφωνα με τον διαδικτυακό τόπο της Μπιενάλε, τον Μ. Mollona τον ενδιαφέρει «ο τρόπος με τον οποίο μπορεί η τέχνη να συνεισφέρει στη διεύρυνση της πολιτικής και οικονομικής διαλεκτικής καθώς και στη δημιουργία μιας γέφυρας ανάμεσα στην κοινωνική έρευνα και στην εμπλοκή των πολιτών». Βλ. http://athensbiennale.org/ (πρόσβαση: 14/11/2015)

 

Λεζάντες φωτογραφιών:


1.  “Be careful”, pastel on paper, 140X100cm, 2014
2.  “Ritual 2”, digital drawing and collage, print on fabric, 1/3 dimensions variable, 2013 
3.  “Landing”, graphite on paper, 116X140cm, 2015
4.  Από τη σειρά “Ritual”, installation with drawings and ostrich eggs, transform 2012 Θεσσαλονίκη, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης,  2012
5.  Από τη σειρά “Ritual”, installation with drawings and ostrich eggs, transform 2012 Θεσσαλονίκη, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης,  2012
6.  “Let’s get lost”, graphite and charcoal on paper, 200X140cm, 2103
7.  “The Hunt”, soft pastel on paper, 100X70cm, 2014

*H κριτική εμφανίζεται και στο κάτωθι site: http://www.christosmichalopoulos.gr/


___________________________________________

Η Αίθουσα Τέχνης Καππάτος φιλοξενεί την ατομική έκθεση του Γιώργου Παπαφίγκου, με τίτλο «Reality of Paradox», έως τις 28 Νοεμβρίου