Η NEW STAR διοργανώνει αφιέρωμα σ’ έναν απ’ τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Τον μεγάλο οραματιστή μιας παγκόσμιας γλώσσας της τέχνης και πρόδρομο του νέου κύματος του κινηματογράφου ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ.

Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015 θα προβληθούν στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ οι δύο καλύτερες ταινίες του, «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ» στις 12:00 και «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ» στη 13:00.

Είναι μια μοναδική ευκαιρία οι Έλληνες σινεφίλ να απολαύσουν δύο σπάνια διαμάντια του κλασικού παγκόσμιου κινηματογράφου.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Σενάριο-Σκηνοθεσία : Jean Cocteau

Μουσική : Georges Auric

Πρωταγωνιστούν : Enrique Rivero, Elizabeth Lee Miller, Pauline Carton, Odette Talazac

Χρονολογία προβολής : 1930

Διάρκεια : 55’

Ασπρόμαυρο

Η ΤΑΙΝΙΑ

Το «Αίμα του ποιητή» είναι χωρισμένο σε επεισόδια, κάποια από αυτά ενώνονται, κάποια όχι. Πιθανώς το πιο γνωστό είναι αυτό που απεικονίζει ένα διάσημο ποιητή ο οποίος προχωρώντας σε ένα διάδρομο ξενοδοχείου, σταματάει στις πόρτες των δωματίων και κοιτάζει μέσα από τις κλειδαρότρυπες. Αντικρίζει μια σειρά από tableaux vivants.  Ένας από αυτούς δείχνει ένα παιδί  που βασανίζει την κουβερνάντα του σκαρφαλώνοντας στον τοίχο. Ένας άλλος μια ομάδα Μεξικανών τυφεκιοφόρων που σκοτώνουν το θύμα τους μόνο και μόνο για να επανέλθει στη ζωή με μια αναπήδηση. Ο τρίτος, ένα σκοτεινό χώρο μέσα στον οποίο ένας άνδρας και μια γυναίκα γράφουν παρατηρήσεις ο ένας για τον άλλο ενώ αγκαλιάζονται.

Το έργο έχει πολλές ομοιότητες με τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» του 1929. Η ομοιότητα του με την ταινία του Buñuel και του Dali οδήγησε τους σχολιαστές της εποχής να το χαρακτηρίσουν «σουρεαλιστικό». Αυτό ενόχλησε ιδιαίτερα τον Andre Breton, ηγέτη των σουρεαλιστών με ιδιαίτερα σκληροπυρηνικές απόψεις. Ο Cocteau υποδυόταν ότι είχε προσβληθεί επίσης από αυτό το χαρακτηρισμό, αν και μάλλον ευχαριστιόταν με το γεγονός της ενόχλησης του Breton.

Το «Αίμα του ποιητή» είναι ταυτόχρονα επανάληψη και νέα αρχή για τον δημιουργό του. Αν ειδωθεί στα πλαίσια της προηγούμενης δουλειάς του Cocteau, μπορεί να θεωρηθεί ανθολογία από αγαπημένα του θέματα και σκηνές, περιλαμβάνοντας καθρέφτες (ναρκισσισμός), μάτια (ηδονοβλεψία), αγάλματα (κλασικισμός), πόρτες (τα όρια ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους) και αίμα (τα βάσανα του καλλιτέχνη). Επίσης η ταινία εμπεριέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς και αναφορές στις προηγούμενες δουλειές του. Άλλες προφανείς, (ο χιονοπόλεμος από τα «Τρομερά παιδιά»), και άλλες κωδικοποιημένες, (η μαγική «μεταφορά» του ποιητή σε παράλληλους κόσμους). Αν ειδωθεί στα πλαίσια της μετέπειτα καριέρας του, μπορεί να θεωρηθεί τετράδιο σημειώσεων για μελλοντικές ταινίες, καθώς πολλές από τις τεχνικές οι οποίες αργότερα έγιναν σήμα κατατεθέν του Cocteau δοκιμάστηκαν εδώ για πρώτη φορά. Η χρήση της αργής και της ανάποδης κίνησης, η ύπαρξη αφηγητή, και το πιο γνωστό εφε της ταινίας, το χτίσιμο των τοίχων στο πάτωμα του στούντιο. Ο Cocteau κινηματογραφώντας από μπροστά τους ηθοποιούς του που σέρνονταν στο πάτωμα, δημιουργούσε την εντύπωση πως οι τοίχοι στο φανταστικό κόσμο ήταν σαν μαγνήτες και μπορούσε κάποιος να σκαρφαλώσει πάνω τους. Το συγκεκριμένο εφε ήταν ομολογουμένως πολύ τρομαχτικό αλλά ο σκηνοθέτης το χρησιμοποιούσε συνέχεια γιατί του άρεσε πολύ. Τελικά είναι δύσκολο να μη συμφωνήσουμε με την ίδια την κριτική του Cocteau για την ταινία του, ως ένα θέμα «..αδέξια παιγμένο με ένα δάχτυλο», που όμως τελειοποίησε στον «Ορφέα». Παρόλη την αδεξιότητα της ταινίας, η σχεδόν παιδική απόλαυση που αντλούσε ο Cocteau από τις δυνατότητες του πρωτόγνωρου για εκείνον μέσου, δίνουν στο «Αίμα του ποιητή» μια ενέργεια και ένα παιχνίδισμα που μόνο ο Buñuel και ο Dali μπορούσαν να ξεπεράσουν.

Ο Cocteau δεν σκηνοθέτησε άλλη ταινία για τα επόμενα 16 χρόνια. Ο ίδιος σχολιάζοντας αυτό το κενό, έγραψε: «Το γεγονός  ότι άφησα είκοσι χρόνια να περάσουν ανάμεσα σε αυτή την ταινία- την πρώτη μου- και τις άλλες, δείχνει ότι τη θεώρησα περισσότερο ως ποίημα ή πίνακα, ένα ποίημα ή έναν πίνακα τόσο ακριβό που δεν μπορούσα να συλλογιστώ καν τη δημιουργία παραπάνω από ενός». Οι δηλώσεις του Cocteau ότι δεν σκέφτηκε να γυρίσει δεύτερη ταινία είναι ανεπαρκείς. Φοβήθηκε από τα αντιφατικά αισθήματα που προξένησε η ταινία του; Σκέφτηκε κάποιο καινούριο σχέδιο αλλά δεν κατάφερε να βρει χρηματοδότηση; Ένιωσε πως είχε χρησιμοποιήσει όλες του τις κινηματογραφικές τεχνικές; Ή απλά δεν ενδιαφερόταν ακόμα για τις ταινίες;  Μπορούμε μόνο να υποθέτουμε..

Το «Αίμα του ποιητή» είναι η τελευταία «αμφισβητούμενη» δουλειά του Cocteau. Καθώς το διπλωματικό κλίμα σκοτείνιαζε στη δεκαετία του ’30 και η avant garde γινόταν όλο και πιο πολιτικοποιημένη, ο δημιουργός  στράφηκε στη Γαλλική λογοτεχνία και κατάφερε να καθιερωθεί. Εξελίχθηκε σε έναν παραγωγικό αρθρογράφο και έγραψε μια σειρά από κλασσικά μελοδράματα όπως το πολύ πετυχημένο «Οι τρομεροί γονείς». Με το τέλος της δεκαετίας, ο Cocteau, ο avant garde προβοκάτορας είχε γίνει ο Cocteau, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας.

Η σκιά, σαν αυτή που βλέπουμε στη δεύτερη από τις έξι σεκάνς, ίσως είναι το καταλληλότερο σύμβολο για να περιγράψει την Τέχνη. Η σκιά αποτελεί την αβίαστη και καταναγκαστική συνάμα μεταμόρφωση της τρισδιάστατης πραγματικότητας σ’ ένα δισδιάστατο σχέδιο. Παραλλαγμένο με ελαφρύ ή τερατώδη τρόπο. Κατά αντιστοιχία λειτουργεί και η καλλιτεχνική διαδικασία. Η Τέχνη (εκ)πορεύεται αβίαστα και καταναγκαστικά με πρωτογενή υλικά αυτά της πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Ο δημιουργός, σε όποιο καλλιτεχνικό πεδίο και αν δραστηριοποιείται, αναλαμβάνει χρέη γλύπτη. Πλάθει την πραγματικότητα καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση των εσωτερικών προβολών, των ερεθισμάτων και των ανησυχιών του. Παράγοντας εξ’ ολοκλήρου έναν νέο κόσμο. Ένα ελαφρά ή καθολικά αντεστραμμένο γλυπτό της πραγματικότητας.

Η Τέχνη ορίζει έναν νέο κόσμο. Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν άλλες διαστάσεις. Το κενό και το άδειο ενέχουν άλλο νόημα. Θα παρατηρήσουμε μια μυθική σκηνή, όπου πολυβόλα στραμμένα στο κενό φτύνουν σφαίρες σε συντεταγμένες διαφορετικές από αυτές που συντάσσεται το κυρίως υποκείμενο. Και όμως το καθηλώνουν νεκρό στο έδαφος. Ο χρόνος γνωρίζει κινήσεις επάλληλες και αντίστροφες, ρέοντας σε μια χαοτική αναρχία. Ενώ τα πρόσωπα και τα σώματα αλλοιώνονται απ’ τη λάβα του ποιητή που τα κουρσεύει συθέμελα! Μόνο το αίμα του ποιητή, μέχρι σταγόνας τελευταίας, χρειάζεται για να αποκτήσει πνοή ο χωροχρόνος της Τέχνης.

Ο Cocteau θα προβεί σε μια ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα δήλωση. Αυτή της Τέχνης ως το αντίθετο της καταστροφής. Όπως βλέπουμε το κυρίως καλλιτεχνικό κείμενο αναπτύσσεται μεταξύ μιας όμοιας σκηνής καταστροφής(κατεδάφιση καμινάδας) που επαναλαμβάνεται κατά το άνοιγμα και την πτώση της αυλαίας. Η καταστροφή, που ενυπάρχει τραυματικά στο καλλιτεχνικό κείμενο, δηλώνεται ως μια δράση αντίρροπη της αιωνιότητας και της αθανασίας. Ως αιωνιότητα δεν νοείται ένας αέναος χρόνος. Αλλά ένας στιγμιαίος τόπος απεραντοσύνης. Μια θάλασσα αδιάστατη. Τέτοια που να εμπεριέχει το σύμπαν στην ολότητά του. Μια τέτοια απεραντοσύνη συναντάται στην Τέχνη του Cocteau, όπου το καλλιτεχνικό κείμενο δε γνωρίζει περίγραμμα. Και μορφώνεται ως μια δυναμική αντανάκλαση του αναγνωστικού κοινού. Μια συγκοινωνούσα και μη πεπερασμένη αντανάκλαση που αχρονικά, ως καθρέφτης έτερων υπάρξεων, τείνει προς το άπειρο της συμπαντικής ολότητας.

Όταν ο Cocteau έκανε αυτή την ταινία ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής, συγγραφέας, δραματουργός και εικαστικός καλλιτέχνης. Η ταινία βασίζεται στη δική του προσωπική μυθολογία. Αποτελεί το ρομαντικό πορτραίτο του καλλιτέχνη, του ποιητή στην προκειμένη περίπτωση, ο οποίος επιθυμώντας την αθανασία και δέσμιος της ίδιας του της δημιουργικότητας, πρέπει να περάσει μέσα από τον καθρέφτη-την έμπνευση και τη δημιουργία- σε έναν απόκοσμο προσωπικό ονειρικό κόσμο. Με αυτή του την ταινία ο Cocteau πλησιάζει όσο πιο κοντά γίνεται τον κινηματογράφο με την ποίηση.

Ο Κοκτώ για το «ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ»

«Συχνά λέγεται ότι το ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ είναι μια σουρεαλιστική ταινία. Όμως ο σουρεαλισμός δεν υπήρχε όταν εγώ την σκέφτηκα».

 

 «Ένα από τα χαρακτηριστικά του ονείρου είναι ότι τίποτα δεν μας ξαφνιάζει σε αυτό. Χωρίς να το μετανιώνουμε, συμφωνούμε να ζήσουμε μέσα του με ξένους, τελείως αποκομμένοι από τις συνήθειες και τους φίλους μας».  

 

«Η κάθοδος στο Εγώ, το όνειρο χωρίς ύπνο, ένα σπασμένο κερί που σβήνει, άγνωστο πως, ενώ το μεταφέρει η νύχτα του ανθρώπινου σώματος».

 

«Με την πρώτη έπεσα με τα μούτρα σε μια δουλειά όπου έπρεπε να επινοώ τα πάντα. Ο σκοπός μου δεν ήταν να κάνω μια ταινία, αλλά ένα ποίημα• να μεταχειριστώ μια μηχανή όχι για να διηγηθώ μια ιστορία, αλλά για να εξομολογηθώ, να πω με εικόνες πράγματα που κατοικούν μέσα στη βαθιά μας νύχτα και παίρνουν μορφή στην άκρη του ονείρου… Οι εικόνες μπαίνουν σε μια σειρά σύμφωνα με την απαρέγκλιτη λογική ενός εσωτερικού κόσμου, εκεί όπου η συμβατική λογική δεν λειτουργεί πια».

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ

Σενάριο-Σκηνοθεσία : Jean Cocteau

Μουσική : George Auric 

Πρωταγωνιστούν : Jean Cocteau, Edouard Dermithe, Alice Heyliger, Jean Marais, Brigitte Morisan, Francois Perier

Έτος: 1960     

Διάρκεια : 79’       

Ασπρόμαυρο

Υποψήφιο για BAFTA καλύτερης ταινίας το 1961

Η ΤΑΙΝΙΑ

Ένας ποιητής του 18ου αιώνα ταξιδεύει στο χρόνο αναζητώντας την θεία επιφοίτηση. Σε μια μυστηριώδη χώρα συναντά συμβολικούς χαρακτήρες όπως ο Οιδίποδας, η Ευρυδίκη και ο Ορφέας οι οποίοι επιφέρουν το θάνατο και την ανάστασή του. Ο Cocteau επέστρεψε με αυτή την ταινία στην κινηματογραφία για να δώσει ένα τέλος στην καριέρα του. «Με ύστερη γνώση», γράφει το 1961, «μπορώ να δω ότι η ταινία δεν είναι ακριβώς ταινία, αλλά κάτι που μου προσέφερε τα μόνα μέσα για να εκφράσω τα πράγματα που κουβαλάω μέσα μου».

Στη «Διαθήκη του Ορφέα», ο Cocteau παίζει τον εαυτό του, χωρίς να κρύβεται πλέον πίσω από φανταστικούς χαρακτήρες, ως ταξιδευτής που τριγυρίζει σε ένα τόπο συντεθειμένο από τις προηγούμενες δουλειές του. Στον πραγματικό κόσμο ο δημιουργός συχνά «έχανε τον εαυτό του» μέσα στο δικό του φανταστικό κόσμο, για παράδειγμα όταν έπαιρνε όπιο ή βρισκόταν στο κινηματογραφικό πλατό. Κατά τη διάρκεια της ταινίας «Η πεντάμορφη και το τέρας» έγραψε: «Ζω σ’ έναν άλλο κόσμο, ένα κόσμο όπου ο χρόνος και ο χώρος είναι ολοκληρωτικά δικοί μου. Τώρα ζω χωρίς εφημερίδες, γράμματα, τηλεγραφήματα, χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο».

Ο χαρακτήρας του Cocteau στην ταινία κυριολεκτικά χάνει τον εαυτό του μέσα στο δικό του μυθικό κόσμο. Η δράση ξεκινάει σε ένα κινηματογραφικό σετ, αποκαλύπτοντας από την πρώτη στιγμή τη μεταφυσική ταυτότητα της ταινίας. Επόμενες σκηνές διαδραματίζονται είτε σε τοποθεσίες από τον «Ορφέα και Ευρυδίκη» και σε άλλες τυπικές για τον Cocteau τοποθεσίες, είτε σε πραγματικές τοποθεσίες οι οποίες συνδέονται με κάποιο τρόπο με τη ζωή του δημιουργού. Χαρακτήρες από τον «Ορφέα» κάνουν guest εμφανίσεις, καθώς και προσωπικοί φίλοι του σκηνοθέτη. Η ταινία καταλήγει σε ένα σκηνικό «ανάκρισης», στην ίδια τοποθεσία με τον «Ορφέα». Αυτή τη φορά ωστόσο οι δικαστές εστιάζουν στον Cocteau και όχι στον Ορφέα. Το αποτέλεσμα θυμίζει πολλές συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει ο δημιουργός μέσα στις δεκαετίες που διήρκησε η καριέρα του, αλλά αυτή τη φορά είναι ο ίδιος που θέτει και τις ερωτήσεις. Με ειλικρίνεια και απλότητα τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του κατηγορούμενου για αθωότητα και δηλώνει ένοχος. Μια υπενθύμιση ότι παρόλη την επιτυχία του ως κινηματογραφιστής , ο Cocteau ήταν πάνω από όλα άνθρωπος των γραμμάτων. Επίσης  μια αναφορά στην πλειονότητα της δουλειάς του που δεν είναι πρώτιστα για την ρομαντική αγάπη, το θάνατο και την αναγέννηση, το χώρο και το χρόνο, αλλά για τον ίδιο τον Cocteau. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την «Διαθήκη του Cocteau» και όχι του Ορφέα.

Μη έχοντας άλλους οικονομικούς πόρους, ο Cocteau κατάφερε να τελειώσει την ταινία, που αποτελεί και το κύκνειο κινηματογραφικό του άσμα, με τα χρήματα που κέρδισε ως έπαθλο ο Truffaut για την ταινία του «Τα 400 χτυπήματα» το 1959.    

Όλοι γνωρίζουμε το μύθο του Ορφέα που για να επαναφέρει στη ζωή την Ευρυδίκη, έφτασε στον Κάτω Κόσμο και κατάφερε να επιστρέψει δυστυχώς χωρίς την αγαπημένη του. Ο Cocteau έχει επηρεαστεί καθοριστικά από το μύθο αυτό και όλες οι εκφάνσεις της τέχνης του (ζωγραφική, γλυπτική, θέατρο, κινηματογράφος) μαρτυρούν αυτή του τη λατρεία, με αποκορύφωμα την αυτοβιογραφική του ταινία “Η διαθήκη του Ορφέα”

Ο Cocteau μεταχειρίστηκε τον κινηματογράφο για να επικοινωνήσει με τους άλλους: «Οι ταινίες ήταν για μένα αληθινοί πρεσβευτές, αφού οι εικόνες μιλούν για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάζουν. Και το να μεταφράσεις έναν ποιητή είναι αδύνατο. […] Οι ταινίες που έκανα… εισχωρούν αργά μέσα στα πνεύματα, πολύ αργά».               

Η σουρεαλιστική αυτή ταινία αποτελεί την περίληψη σε εικόνες της ζωής του ποιητή. Όλα τα στοιχεία της ζωής του Cocteau βρίσκονται σ’ αυτή την εικονική διαθήκη. Πολλοί διάσημοι φίλοι του (Picasso, Yul Brynner, Jean Marais, Charles Aznavour) ερμηνεύουν τους διάφορους ρόλους. Η ταινία, λόγω του έντονα προσωπικού της χαρακτήρα δεν γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, ο Francois Truffaut όμως την υποστηρίζει και χαρακτηρίζει τον Cocteau «πρόδρομο του νέου κύματος στον κινηματογράφο».

 Στη Διαθήκη του Ορφέα ο πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Κοκτώ, ο οποίος ταξιδεύει με κάθε ποιητική ελευθερία στους χώρους και τα χρόνια που έζησε. Κατά το ταξίδι αυτό ξετυλίγονται  όλες οι αναμνήσεις του ποιητή. Στο τέλος οδηγείται μπροστά σ’ ένα δικαστήριο , του οποίου προεδρεύει η πριγκίπισσα-θάνατος. Εκεί κατηγορείται για δύο εγκλήματα: την αθωότητα και το πείσμα του να εισχωρεί σ’ έναν κόσμο που δεν του ανήκει, τον κόσμο των νεκρών, δηλαδή της ποίησης. Η ετυμηγορία είναι σκληρή. Καταδικάζεται να ζήσει, και έτσι να συνεχίσει να υφίσταται δοκιμασίες.

Ο Cocteau για τη «ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ»

«Οι καθρέφτες καλά θα έκαναν να σκέπτονταν προτού επιστρέψουν τα είδωλα».  

                                                                                                                          

«..Εργάστηκα τριάντα χρόνια για να φτιάξω μια ταινία στην οποία οργανώνω τις πράξεις όπως ένας άλλος οργανώνει τις λέξεις για να φτιάξει ένα ποίημα».

 

«Είναι προνόμιο του κινηματογράφου να μπορεί να επιτρέπει σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων να ονειρεύονται το ίδιο όνειρο και επιπλέον να μας δείχνει τις οπτικές παραισθήσεις της μη πραγματικότητας με την αυστηρότητα του ρεαλισμού.  Εν ολίγοις, είναι ένα αξιοθαύμαστο όχημα για την ποίηση. Η ταινία μου δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια παράσταση στριπτίζ , αποτελούμενη από μετακινήσεις του κορμιού μου σιγά σιγά μέχρι να αποκαλυφθεί η ψυχή μου τελείως γυμνή.  Γιατί υπάρχει ένα σημαντικό κοινό που ενδιαφέρεται για τον κόσμο των σκιών, που πεινάει για το πιο-πραγματικό-από-την-πραγματικότητα, το οποίο μια μέρα θα γίνει το σημάδι των καιρών μας. Αυτή είναι η κληρονομιά του ποιητή στις διαδοχικές γενιές των ανθρώπων που τον υποστήριξαν».

 

 «Όσο πιο πολύ αγγίζουμε το μυστήριο, τόσο πιο πολύ έχει σημασία να είμαστε ρεαλιστές».

 

«Η ταινία αυτή έχει θέμα τον τρόπο με τον οποίο η ζωή αναλαμβάνει να τροφοδοτεί το όνειρο. Άλλωστε η δική μου ζωή πρέπει να αντανακλάται και να σηματογραφείται δίχως εγώ να το κάνω επίτηδες. Ούτε αρχή, ούτε τέλος, μόνο μια ψυχή».