Ηθοποιοί με πολυετή πείρα στα θεατρικά πράγματα, ο Νίκος Γιαλελής και ο Παναγιώτης Παναγόπουλος, συμμετέχουν αυτήν την περίοδο στην επανάληψη του σημαντικού και εν πολλοίς αγνώστου έργου του Τσέχωφ «Θάλαμος αρ. 6», που επαναλαμβάνεται στην μικρή σκηνή του θεάτρου Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου. Με αφορμή την παράσταση, σχολιάζουν το ιδιαίτερο τσεχωφικό σύμπαν και τι τους συναρπάζει σε αυτό, αναπτύσσουν τις ανησυχίες τους για τις παρούσες συνθήκες στο θεατρικό τοπίο, καθώς και αποκαλύπτουν τα ενδιαφέροντα σχέδιά τους για το υπόλοιπο της σεζόν.

Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου


Cul. N.: Ο «Θάλαμος αρ.6» του Τσέχωφ, παρουσιάζεται εκ νέου στο θέατρο Κεφαλληνίας μετά την περσινή του επιτυχία. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση και τους ρόλους τους οποίους υποδύεστε;

 

Νίκος Γιαλελής: Προκειται για μια παράσταση συνόλου, υποδυόμενοι κάποια από τα πρόσωπα της νουβέλας του Τσέχωφ στην ουσία εκθέτουμε και υπερασπιζόμαστε ο καθένας τη δική του, διαφορετική, οπτική πάνω στην ιστορία της νουβέλας και κυρίως τις διαφορετικές οπτικές πάνω στα θέματα που θίγει.  Υποδύομαι τον γιατρό Ράγκιν, έναν άνθρωπο μορφωμένο και “αξιόλογο” ο οποίος, ερχόμενος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του νοσοκομείου το οποίο διευθύνει, επιλέγει να αποτραβηχτεί στο σπίτι του και να μην δρα, με σκοπό ίσως να μη συμμετέχει σε ένα διεφθαρμένο σύστημα, το οποίο όμως, μην παίρνοντας θέση στα πράγματα, ανέχεται και άθελά του υπηρετει. Ωσπου ανακαλύπτει οτι όταν δε δρα κανείς τελικά ενδεχομένως προσκαλεί το σύστημα να δράσει εκείνο εναντίον του.

Παναγιώτης Παναγόπουλος: Δημιουργήσαμε αυτή την παράσταση με ιδιαίτερη φροντίδα, ως προς τα βαθειά ανθρώπινα θέματα τα οποία η νουβέλα του Τσέχωφ διαπραγματεύεται με κλινική ακρίβεια. Με ειλικρίνεια, οξυδέρκεια, κατανόηση, δέος, κατά την διαδικασία των προβών, βουτήξαμε μέσα στο Θάλαμο αυτόν. Καμία γέννα δεν είναι ανώδυνη. Όμως όταν συμπορεύεσαι με έναν τόσο σπουδαίο συγγραφέα, η “εγκυμοσύνη” είναι ευχής έργον. Όλες μας οι απορίες, οι δυσκολίες και οι σκόπελοι, έβρισκαν τη λύση τους αυτόματα. Γιατί ο καλός συγγραφέας σε περιμένει πάντα στη γωνία. Δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις ή να τον ξεπεράσεις. Προηγείται πάντα. Εμείς έπρεπε απλώς να είμαστε διαθέσιμοι και γενναίοι απέναντι στην συναλλαγή μας μαζί του. Εγώ υποδύομαι πολλούς ρόλους στην παράσταση, πολλά πρόσωπα. Αντιπροσωπεύω την εικόνα μιας ολόκληρης κοινωνίας που γλαφυρά στήνει τον κλοιό της γύρω απο τον γιατρό Ράγκιν. Η κοινωνία άλλωστε έχει πρόσωπο, χαρακτήρα και αλληλεπιδρά καταλυτικά με το άτομο στην πορεία της ζωής του.

 

Cul. N.: Η θεματολογία του έργου είναι ιδιαίτερα πρωτοποριακή αν αναλογιστούμε την εποχή κατά την οποία γράφτηκε. Ποια από τα ερωτήματα που θίγονται, θα λέγατε ότι μπορούν να βρουν μια απάντηση ακόμη και στο σήμερα; 

 

Ν. Γ.: Το έργο θέτει ερωτήματα όπως: η σχέση ατόμου-κοινωνίας, πόσο εύκολα το διαφορετικό μπορεί να θεωρηθεί παραβατικό, πώς φέρεται η κοινωνία στα διαφορετικά – “παραβατικά” άτομα, η έννοια του εγκλεισμού και οι συνθήκες του, αν και πόσο ελεύθερος είναι κανείς εντός κοινωνίας, αν έχει περισσότερη σημασία το να είναι κανείς “νορμάλ” παρά ειλικρινής και αρκετά ακόμα… Νομίζω οτι είναι ζητήματα διαχρονικά και, αν κοιτάξουμε γύρω μας πώς η δική μας κοινωνία αντιμετωπίζει το διαφορετικο, μάλλον ιδιαιτέρως επίκαιρα.  

Π. Π.: Όντως η πρώτη μας εκτίμηση απέναντι στη θεματολογία του έργου και τον τρόπο διαχείρησης της, σε αφήνει άναυδο. Όμως αυτό είναι χάρισμα των σπουδαίων. Δεν προηγούνται απλώς της εποχής τους. Είναι διαχρονικοί γιατί αντιπροσωπεύουν και τα πριν και τα κατά και τα μετά της εποχής τους. Εμπεριέχουν το αιώνιο. Θεωρώ πως τα μεγάλα ερωτήματα δεν έχουν απάντηση και δεν ξέρω και αν θα έπρεπε να έχουν. Αυτά τα συγκεκριμένα πάντως που εμείς θέτουμε με αφορμή τον Θάλαμο 6, εαν κανείς βρει την απάντηση, παρακαλώ να με ενημερώσει. Όπως-ποιος αποφασίζει τι είναι λογικό και τι όχι; Ποιος γνωρίζει το όριο ανάμεσα στο σωστό και το λάθος; Το δίκαιο και το άδικο; Την ουσιαστική επικοινωνία και την βαθειά κατανόηση, γιατί θεωρείται ακόμη αδιανόητο να την βρούμε στα πιο παράδοξα τοπία; Γιατί καταδικάζουμε το διαφορετικό στην απομόνωση; Γιατί εξορίζουμε απο τις ζωές μας το συναίσθημα της καλοσύνης και αναλωνόμαστε στα επίγεια αγαθά; Ποια είναι η ατομική και ποια η συλλογική ευθύνη; 


Cul. N.: Ποια στοιχεία σας συνάρπασαν ιδιαίτερα και ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην αναμέτρηση με ένα τσεχωφικό κείμενο που το ελληνικό κοινό δεν γνωρίζει;

 

Ν. Γ.: Αυτό που με συναρπάζει ιδιαίτερα, όπως πάντα όταν μιλάμε για συγγραφείς του μεγέθους του Τσέχωφ, είναι οτι έχει συλλάβει σε βάθος τις επιθυμίες και επιδιώξεις κάθε προσώπου, παρουσιάζοντάς τες ως απολύτως κατανοητές και θεμιτές. Όταν αυτές μοιραία συγκρούονται, όπως στη ζωη, ο θεατής, ακόμα κι αν έχει “διαλέξει στρατόπεδο” έχει κατανοήσει πλήρως το αντίπαλο επιχείρημα .Έτσι ο συγκεκριμένος συγγραφέας, νομίζω οτι μας καλεί να αγαπήσουμε τον άνθρωπο και τη ζωή ακριβώς επειδή ο μεν είναι ατελής και η δε πιθανότατα μάταιη. Μας καλεί να ζήσουμε ένας άνθρωπος που πρόσφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες όντας ο ίδιος ταυτόχρονα ασθενής και  γνωρίζοντας πως ειναι καταδικασμένος να πεθάνει νέος. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα μοναδικό παράδειγμα γενναιοδωρίας.

Π. Π.: Πιστεύω πως για όλους τους συντελεστές, η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν αυτή της θεατρικής διασκευής ενός λογοτεχνικού κειμένου. Να βρεθεί ο κώδικας εκείνος που θα βοηθούσε σε αυτή την μετατροπή. Η ανάγκη αναμέτρησης μας με τέτοια κείμενα, είναι οφειλή των καλλιτεχνών προς το κοινό. Αυτή η περιβόητη “ανθρωπίλα”, όπως έχει επικρατήσει να περιγράφουμε το άρωμα των τσεχωφικών έργων. Είναι ζητούμενο που προκαλεί συντελεστές και κοινό να σκαλίσουν τα μέσα τους μέχρι να ματώσουν. Κι αυτό αν πετύχει, όσο κι αν πονέσει, μόνο κέρδος μπορεί να είναι.

 


Cul. N.: Σε μία περίοδο σαν αυτή που διανύουμε, τι πιστεύετε ότι αναζητά ο θεατής στα θεάματα που επιλέγει να παρακολουθήσει;

 

Ν. Γ.: Νομίζω οτι στο βάθος αυτό που ζητούμε όλοι ως θεατές είναι η παρηγοριά οτι δεν είμαστε μόνοι : ότι σε μια άλλη εποχή ένας συγγραφέας εζησε, είδε, σκέφτηκε και ένιωσε πράγματα που και μεις νιώθουμε και ταυτόχρονα οτι τώρα, εδώ μπροστά μας, οι ηθοποιοι επίσης αντιμετωπίζουν κατι που εχουμε, η φοβόμαστε, η θα θέλαμε να αντιμετωπίσουμε.

Π. Π.: Ζούμε ένα ψέμα. Το καταλάβαμε. Το εμπεδώσαμε. Το βιώσαμε στο πετσί μας και το πληρώνουμε με το αίμα μας. Πιάσαμε πάτο. Ο θεατής απο την Τέχνη, οφείλει να αναζητά την αλήθεια. Την ειλικρινή πρόθεση. Την ουσιαστική επικοινωνία. Την απλότητα και το μεγαλείο. Την ανάταση που δίνει ένα -είτε διανοητικό είτε συναισθηματικό- ταξίδι.

Το όνειρο, τη μαγεία που βίαια μας ξερίζωσαν απο την καθημερινή ζωή, μόνο η Τέχνη έχει δυνατότητα να τα επαναφέρει. Όχι σαν ψευδαίσθηση. Σαν απτή πραγματικότητα.

 

Cul. N.: Είστε και οι δύο πολλά χρόνια στον χώρο και ζείτε εκ των έσω την κρίση που περνά ο πολιτισμός. Πώς θα σχολιάζατε τα όσα συμβαίνουν και πώς εκτιμάτε ότι θα είναι η συνέχεια;

 

Ν. Γ.: Αν δεχτούμε οτι ο πολιτισμός υπάρχει και καθρεφτίζει την κοινωνία μεσα στην οποία παράγεται, είναι λογικό να περνά κρίση. Αν επίσης δεχτούμε οτι ο πολιτισμός στη χώρα μας δυστυχώς δεν θεωρείται κάτι σπουδαίο και σημαντικό, είναι δυστυχώς αναμενόμενο η κρίση που περνά να είναι ιδιαίτερα σκληρή για τους ανθρώπους του. Συχνότατα απάνθρωπη. Από την άλλη, βλέποντας τον κόσμο υπό αυτές τις συνθήκες να εξακολουθεί να έρχεται στο θέατρο, ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι σε “καλύτερες” εποχές, παίρνει κανείς κουράγιο οτι ίσως μια τέτοια βαθειά κρίση ίσως φέρει τον πολιτισμό στη θέση που του αξίζει, ειδικά στη χώρα μας. Ελπίζω όσοι… επιβιώσουν -και δυστυχώς δε το λέω μεταφορικά- να το δουν να πραγματοποιείται!

Π. Π.: Ειδικά για τον Πολιτισμό, η κρίση δεν θα έπρεπε να τον επηρεάζει εαν ήταν πραγματικός Πολιτισμός. Τι να σχολιάσω; Τα ποσοστά που έχουν καθιερωθεί ως η μόνη επιλογή επιβίωσης; Τις απλήρωτες πρόβες; Την αδιαφορία του Κράτους; Την αδιαφορία εμάς των ίδιων για τη μοίρα μας; Ζούμε την Αποκάλυψη, μαζί και τη Συντέλεια. Εγώ φύση αισιόδοξος πάντως, μπορώ και βλέπω ακόμη φως στο τούνελ. Ας είναι καλά οι συνάδελφοι, οι φίλοι και η αγάπη που εδραιώσαμε μεταξύ μας όλα αυτά τα χρόνια στα σανίδια. Η συνέχεια δεν ξέρω ποια θα είναι, το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι πως εμείς θα συνεχίσουμε να το ματώνουμε το σανίδι!

 

Cul. N.: Κλείνοντας, θα ήθελα να μας αποκαλύψετε τι περιλαμβάνουν τα επόμενα σχέδιά σας και κάποιες καλλιτεχνικές επιδιώξεις που θα θέλατε στο μέλλον να πραγματοποιηθούν.

Ν. Γ.: Ταυτόχρονα με το “Θάλαμο αρ.6” φέτος παίζω στο “Σύγχρονο Θέατρο” στην παράσταση “Η Μητέρα του Σκύλου” σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και στο ίδιο θέατρο ετοιμάζουμε τον “Πέερ Γκυντ” του Ιψεν, σε σκηνοθεσία επίσης του Στ. Τσακίρη. Καλλιτεχνική επιδίωξη μου ήταν και παραμένει να συναντώ και να συνεργάζομαι με ανθρώπους που όλοι μαζί να προσπαθούμε να πούμε κατι γι αυτό που γίνεται γύρω μας, πέρα και πάνω από έργα και ρόλους. Κι ευτυχώς, συμβαίνει!

Π. Π.: Εκτός απο την συμμετοχή μου ως ηθοποιός στον Θάλαμο, αυτή την εποχή κάνω πρόβες σκηνοθετώντας δυο Ελληνικά έργα για τα οποία αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος. Ένα παιδικό, της Γεωργίας Παρασκευά που ονομάζεται “Η επιστροφή των παραμυθιών” και θα παίζεται απο το Νοέμβριο, κάθε Κυριακή στο Studio Μαυρομιχάλη και σε σχολεία τις καθημερινές. Το άλλο ονομάζεται “Ερωμένες στον καμβά” και το έχει γράψει η Σοφία Καψούρου. Θα κάνουμε πρεμιέρα το Δεκέμβριο στο Τραίνο στο Ρουφ. Ζω δωδεκάωρα απο τη μια πρόβα στην άλλη. Οργασμικά δημιουργική περίοδος. Η κούραση μεγάλη αλλά η χαρά των συνεργασιών την προσπερνά. Επίσης παίζω μουσικές, κάθε Τρίτη στο μπαρ Τραλαλά στην Ασκληπιού. Όσο για το μέλλον, όσο απαγορευτικό κι αν είναι να ονειρεύεσαι, θα ήθελα να δω να ανεβαίνει στη σκηνή, ένα δικό μου έργο, που μάλιστα έχει βραβευθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο απο το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά απο τότε βρίσκεται στο συρτάρι μου. Λέγεται “ Η ντουλάπα”.

 

*Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

___________________________________

Ο «Θάλαμος αρ.6» του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου, επιστρέφει στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας από τις 22 Οκτωβρίου 2015. Περισσότερες πληροφορίες.