Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους σε 2D και 3D από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 την ταινία του Ρον Χάουαρντ με τίτλο «Στην Καρδιά της Θάλασσας» (IN THE HEART OF THE SEA), με τον Κρις Χέμσγουορθ.

ΣΥΝΟΨΗ

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Ρον Χάουαρντ («A Beautiful Mind») σκηνοθετεί την περιπέτεια «Στην Καρδιά της Θάλασσας», βασισμένη στο best seller βιβλίο του Ναθάνιελ Φίλμπρικ, σχετικά με την δραματική, αληθινή ιστορία του Έσεξ.

Το χειμώνα του 1820, το φαλαινοθηρικό της Νέας Αγγλίας, Έσεξ, δέχτηκε επίθεση από κάτι που κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει: μια φάλαινα τεραστίων διαστάσεων και δύναμης, με μια σχεδόν ανθρώπινη αίσθηση εκδίκησης. Η αληθινή, ανθρώπινη τραγωδία θα ενέπνεε τον Χέρμαν Μέλβιλ να γράψει το αριστούργημα του, «Μόμπι Ντικ». Το βιβλίο όμως, θα διηγούνταν τη μισή μόνο ιστορία. Η ταινία «Στην Καρδιά της Θάλασσας» θα μας αποκαλύψει την οδυνηρή κατάληξη αυτής της συνάντησης, καθώς το πλήρωμα του πλοίου που καταφέρνει να επιβιώσει, θα φτάσει στα άκρα και θα κάνει το ακατόρθωτο, προκειμένου να μείνει ζωντανό. Έχοντας να αντιμετωπίσουν ισχυρούς ανέμους, ασιτία, πανικό και απελπισία, οι άνδρες θα φτάσουν να αμφισβητήσουν ακόμη και τις βαθύτερες αντιλήψεις τους, από την αξία της ζωής τους μέχρι την ηθική της δουλειάς τους, την ώρα που ο καπετάνιος τους, αναζητά το δρόμο για τη σωτηρία τους και ο πρώτος ύπαρχος του, θέλει να κυνηγήσει και να σκοτώσει την φάλαινα.

Στο «In the Heart of the Sea» πρωταγωνιστεί ο Κρις Χέμσγουορθ («Thor»), ως ο βετεράνος πρώτος αξιωματικός Όουεν Τσέις, ο Μπένζαμιν Γουόλκερ («Abraham Lincoln: Vampire Hunter») ως ο άπειρος κυβερνήτης του πλοίου, ο Κίλιαν Μέρφι («The Dark Knight Rises»), ως ο δεύτερος υποπλοίαρχος Μάθιου Τζόι και ο Μπεν Γουίσοου, ως ο συγγραφέας Χέρμαν Μέλβιλ που η έρευνα του στα γεγονότα, 30 χρόνια αργότερα, βοήθησε να έρθει η ιστορία στο φως.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Μια από τις σπουδαιότερες ιστορίες όλων των εποχών: τον χειμώνα του 1820, το φαλαινοθηρικό Essex από το Ναντάκετ της Νέας Αγγλίας, δέχεται επίθεση από ένα θαλάσσιο κήτος – μια λευκή φάλαινα πρωτοφανούς μεγέθους με απαράμιλλη αίσθηση εκδίκησης. Τα λιγοστά μέλη του πληρώματος που καταφέρνουν να γλιτώσουν, θα κάνουν το ακατόρθωτο νικώντας κάθε πιθανότητα για να παραμείνουν ζωντανοί και να διηγηθούν την ιστορία τους… Έχουν περάσει σχεδόν διακόσια χρόνια από εκείνο το οδυνηρό ταξίδι, και η αλήθεια μοιάζει να ξεθώριασε στα όρια της ιστορίας, να χάθηκε στις λέξεις του Χέρμαν Μέλβιλ και του περίφημου μυθιστορήματος ‘Μόμπι Ντικ’. Τώρα όμως, με επικεφαλής τον διακεκριμένο σκηνοθέτη Ρον Χάουαρντ, ο θρύλος του Essex και του ηρωικού πληρώματός του, θα ζωντανέψει και πάλι, αυτή τη φορά στην μεγάλη οθόνη, στην επική περιπέτεια «Στην Καρδιά της Θάλασσας».

               

Ο Μόμπι Ντικ είναι φαντασία. Η ταινία ωστόσο, ζωντανεύει το δυναμικό έπος που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το καθοριστικό και διαχρονικό μυθιστόρημα του Μέλβιλ. Ο Χάουαρντ λέει, «Η ιστορία του Essex είναι κάτι το εκπληκτικό. Έχει πλούτο, είναι κινηματογραφική με πολλές ανατροπές και εκπλήξεις. Και παρά το γεγονός ότι η δράση τοποθετείται στο παρελθόν, θίγει θέματα όπως οι σχέσεις, η επιβίωση, η ανθρωπιά και η φύση, που παραμένουν επίκαιρα και εγείρουν ερωτήματα για το ποιοι τελικά είμαστε ως άνθρωποι.»

               

Το σενάριο έφτασε στα χέρια του Χάουαρντ από τον ηθοποιό Κρις Χέμσγουορθ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του “Rush”. Ο Χέμσγουορθ που πρωταγωνιστεί στην ταινία, στον ρόλο του πρώτου αξιωματικού Όουεν Τσέις, λέει σχετικά «το σενάριο μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Μου άρεσε το στοιχείο του ηρωισμού, το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δοκιμάζουν τα όριά τους από κάθε άποψη, όπως επίσης και το γεγονός ότι η φάλαινα αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού. Ο κυνηγός γίνεται το θήραμα.”

               

Ο Μπέντζαμιν Γουόκερ, που ενσαρκώνει τον κυβερνήτη του πλοίου Τζορτζ Πόλαρντ, υπογραμμίζει ότι η σύγκρουση κήτους – φαλαινοθηρών είναι μόνο ένα από τα πολλά στοιχεία που συναντά κανείς στην ταινία. «Στην ιστορία μπορεί κανείς να διακρίνει τριών τύπων συγκρούσεις: άνθρωπο εναντίον ανθρώπου, άνθρωπο εναντίον φύσης, άνθρωπο εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Πώς μπορείς να έρθεις αντιμέτωπος με αυτές τις συγκρούσεις και να επιβιώσεις; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θέτει η ταινία. Κι αυτή είναι και η ομορφιά της… Το ότι βλέπεις τη δύναμη και την αντοχή της ανθρώπινης ψυχής.»

               

Ο Χάουαρντ λέει «αρχικά, δεν γνώριζα τίποτα για το Essex και φυσικά δεν γνώριζα ότι το σενάριο βασιζόταν σε πραγματικά γεγονότα. Όταν πληροφορήθηκα ότι επρόκειτο για πραγματική ιστορία, πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Αμέσως, άρχισα να στήνω στο μυαλό μου μια ταινία ωμή, με ένταση… Μια ταινία που κι εγώ ο ίδιος θα ήθελα να δω… Και αυτό για μένα είναι η απόλυτη δοκιμασία.»

               

Το συγκλονιστικό ταξίδι του Essex και του πληρώματός του χρονογραφήθηκε από τον Ναθάνιελ Φίλμπρικ στο μυθιστόρημα In the Heart of the Sea: The Tragedy of the Whaleship Essex. Ο συγγραφέας και ιστορικός που θεωρεί πατρίδα του το Ναντάκετ, λέει «το βιβλίο προέκυψε χάρη στην περιέργειά μου για το τι συνέβαινε τότε που το Ναντάκετ ήταν η πρωτεύουσα της φαλαινοθηρίας στην Αμερική. Μου έγινε έμμονη ιδέα.»

               

Η λεπτομερής διήγηση του Φίλμπρικ για το κακότυχο ταξίδι, επηρέασε εξίσου την ομάδα παραγωγής και το καστ. Η παραγωγός Πόλα Γουάινστιν σχολιάζει «Το βιβλίο ήταν καθηλωτικό. Ξεκίνησα να το διαβάζω και δεν μπορούσα να σταματήσω. Όταν λοιπόν, συμβαίνει κάτι τέτοιο, ξέρεις ότι αυτό που θα προκύψει θα είναι κάτι μοναδικό. Εξάλλου, θεώρησα τον βασικό κορμό της ιστορίας εξαιρετικά επίκαιρο. Αν αλλάξεις κάποια στοιχεία της εποχής, μπορεί κάλλιστα να γίνει μια ιστορία που διαδραματίζεται στο σήμερα και πραγματεύεται διαχρονικά θέματα όπως η φιλοδοξία και η θυσία, οι άντρες και οι πατέρες τους, οι γυναίκες και οι σύζυγοί τους, τα ζώα και η φύση, η ζωή και ο θάνατος.»

               

«Δεν είναι απλά μια ιστορία μιας χούφτας ανθρώπων,» λέει ο παραγωγός Γουίλ Γουόρντ. «Είναι μια ιστορία επιβίωσης, μια ιστορία που δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος προκειμένου να σώσει τόσο τον εαυτό του όσο και τους άλλους. Όταν μελετούσα το σενάριο και προσπαθούσα να εξερευνήσω τον κόσμο που περιέγραφε, αυτό που με εντυπωσίασε ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι βιοπορίζονταν από αυτή τη δουλειά. Έβγαιναν στα ανοιχτά με σκαριά 30 μέτρων για χρόνια ολόκληρα κάποιες φορές, κι όταν εντόπιζαν φάλαινες, τις κυνηγούσαν με τις βάρκες. Είναι πραγματικά απίστευτο.»

               

Τα τελευταία χρόνια, η σύγχρονη κοινωνία έχει αντιληφθεί ότι οι φάλαινες είναι όντα με συναίσθηση, υψηλή νοημοσύνη και αισθήματα. Ο σεναριογράφος Τσαρλς Λέβιτ όμως, που συνυπογράφει το σενάριο με τους Ρικ Τζάφα και Αμάντα Σίλβερ, υπογραμμίζει ότι πριν βιαστούμε να καταφύγουμε σε συμπεράσματα, πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο ζωής αυτών των ανθρώπων μέσα από το πρίσμα του τότε. «Η συγκεκριμένη ταινία δεν εξυμνεί τη φαλαινοθηρία. Αντιθέτως, δείχνει την αγριότητά της. Η φαλαινοθηρία, στις αρχές του 19ου αιώνα αποτελούσε κατ’ ουσίαν τη βιομηχανία καύσιμης ύλης, μέχρι που κάποιος βρήκε τον τρόπο να ανοίξει μια τρύπα στη γη και να εξορύξει πετρέλαιο. O κόσμος σε Αμερική και Ευρώπη άναβε με το λίπος τους τις λάμπες του, κοίμιζε σε λίκνα από μπαλένες τα μωρά του… Έπιπλα, κορσέδες κι ένα σωρό άλλα είδη πρώτης ανάγκης ήταν υποπροϊόντα αυτής της βιομηχανίας. Οι ζωές ωστόσο των ανθρώπων στα φαλαινοθηρικά, ήταν άνευ αξίας, αντιστοιχούσαν σε απλές εγγραφές στο μισθολόγιο της εκάστοτε εταιρίας. Η ιστορία εξιστορεί τη σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση,» συνεχίζει ο Λέβιτ. «Το γεγονός όμως είναι, ότι δεν θα έπρεπε να μιλάμε για σύγκρουση, αφού ο άνθρωπος είναι κι αυτός ένα κομμάτι της φύσης. Δυστυχώς, στις δυτικές κοινωνίες εκείνης της εποχής, ο κόσμος δεν το έβλεπε έτσι. Πίστευαν ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος της φύσης και κάθε ζώου. Οι φάλαινες δεν ήταν παρά ένα ακόμα αναλώσιμο προς εκμετάλλευση.»

               

«Πιστεύω ότι το κοινό θα μπορέσει να αντιληφθεί την κουλτούρα των φαλαινοθηρών χάρη στο ταλέντο που έχει ο Ρον να δημιουργεί ολοκληρωμένους κόσμους,» παρατηρεί ο παραγωγός Μπράιαν Γκρέιζερ. «Είναι πάρα πολύ καλός στο να δημιουργεί πολυδιάστατους χαρακτήρες. Οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να δουν όλες τις πτυχές του χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων καθώς ο αγώνας τους να επιβιώσουν στον απέραντο ωκεανό θα τους μεταμορφώσει.»

               

Η Γουάινστιν συμπληρώνει ότι η ταινία έπεσε σε πάρα πολύ καλά χέρια. «Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω αυτό που νιώθω για τη συνεργασία μου με τον Ρον. Είναι εκπληκτικός σκηνοθέτης – δυναμικός και σαφής, επιμελής, συνεργατικός και συγκεντρωτικός. Ως παραγωγός, παρέδωσα το πρότζεκτ σε έναν μαιτρ της σκηνοθεσίας. Γιατί αυτό ακριβώς και πολλά περισσότερα είναι ο Ρον.»

               

Και το καστ όμως, με επικεφαλής τον Χέμσγουορθ μοιράζεται τον ίδιο ενθουσιασμό. «Είναι εξαιρετικός άνθρωπος και διαθέτει εκπληκτικό επαγγελματισμό,» λέει ο πρωταγωνιστής. «Πάντα δίνει το κάτι παραπάνω.  Στην σκηνοθετική του καριέρα έχει κάνει τα πάντα – από τεράστιες κωμωδίες μέχρι συγκλονιστικά δράματα και περιπέτειες – και όλα με τον ίδιο επαγγελματισμό και αυθεντικότητα. Το «Στην Καρδιά της Θάλασσας» ήταν μια απαιτητική διαδικασία για όλους μας και σε τέτοιες περιπτώσεις θέλεις ο άλλος να είναι δίπλα σου, να σε στηρίζει. Ο Ρον μας είχε σε μια διαρκή εγρήγορση και αυτό ακριβώς θες σαν ηθοποιός – κάποιον που να σε προκαλεί μεν αλλά ταυτόχρονα να σε εμπνέει κιόλας.»

               

Ο Χάουαρντ λέει ότι ανέκαθεν ο στόχος του ήταν ένας: «Όταν πηγαίνω στον κινηματογράφο, θέλω να χαθώ. Στο «Στην Καρδιά της Θάλασσας» διείδα τη μοναδική ευκαιρία να κάνω το κοινό να χαθεί σε έναν άλλο κόσμο, να ταξιδέψει με έναν μοναδικό και συγκλονιστικό τρόπο. Ήξερα ότι αν ήθελα να αποδώσω σωστά την ιστορία θα αντιμετώπιζα πολλές προκλήσεις σε τεχνικό επίπεδο, αλλά όλες τους ήταν προκλήσεις που μπορούσαμε να τις χειριστούμε. Η τεχνολογία μας παρείχε τα μέσα για να μεταφέρουμε μια καταπληκτική ιστορία στη μεγάλη οθόνη με πειστικό και συναρπαστικό τρόπο, υπηρετώντας την αλήθεια της.»

               

Προκειμένου να καταφέρει να μεταφέρει το κοινό σε έναν άλλο τόπο και μιαν άλλη εποχή, η ομάδα παραγωγής ανακατασκεύασε το Ναντάκετ του 1800 στα στούντιο της Warner Bros. στο Λίβσντεν στην Αγγλία. Επίσης, κάποιες από τις βασικές σκηνές γυρίστηκαν στα ανοιχτά της νήσου Λα Γκομέρα, του νησιωτικού συμπλέγματος των Κανάριων Νήσων, με πολλούς από τους ηθοποιούς να παίρνουν μια γενναία γεύση της ναυτιλίας του 19ου αιώνα, πάνω σε ένα ακριβές αντίγραφο του Essex.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους της ταινίας το κοινό θα απολαύσει εκτός από τους Χέμσγουορθ και Γουόκερ τους Κίλιαν Μέρφι, Μπρένταν Γκλίσον, Τομ Χόλαντ και Μπεν Γουίσοου.

ΤΟ ΚΑΣΤ

Το Ναντάκετ των αρχών του 1800 ήταν μια πόλη με κύρος, δεδομένου του πλούτου που προσέφερε η βιομηχανία της φαλαινοθηρίας. Ως εκ τούτου, υπήρχε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων στο νησί που απαιτούσαν και τον μεγαλύτερο σεβασμό. Ο Φίλμπρικ λέει χαρακτηριστικά, «Οι φαλαινοθήρες του Ναντάκετ ήταν κάτι σαν τους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας σήμερα. Ο κόσμος έκανε στην άκρη να περάσουν όταν προχωρούσαν στον δρόμο. Ήταν οι εξερευνητές που πήγαιναν εκεί που δεν έχει πάει κανείς για να τα βάλουν με τα πιο δυνατά πλάσματα του κόσμου. Ήταν οι κουλ τύποι της εποχής, αλλά και ελαφρώς αλαζόνες. Κοιτούσαν αφ’ υψηλού τους ‘στεριανούς’ ή ακόμη και τους απλούς ναυτικούς. Εκείνη την εποχή, αν ήσουν αγόρι και ζούσες στο Ναντάκετ, ήθελες απεγνωσμένα να γίνεις φαλαινοθήρας.»

               

Όμως, και η ίδια η «ελίτ» είχε το δικό της σύστημα ιεραρχίας, που καθοριζόταν όχι βάσει ικανοτήτων, αλλά βάσει ονόματος. Ο Όουεν Τσέις ήταν ένας εξαιρετικά ικανός φαλαινοθήρας, ο οποίος είχε φέρει επανειλημμένα τεράστια πολύτιμα φορτία στο λιμάνι. Παρόλα αυτά, επειδή δεν προερχόταν από οικογένεια φαλαινοθηρών, δεν του δόθηκε ποτέ το πηδάλιο του Essex.

               

Ο Κρις Χέμσγουορθ λέει, «Ο  Τσέις προέρχεται από την εργατική τάξη. Έχει και τις ικανότητες και την εμπειρία για να γίνει καπετάνιος, αλλά όχι το όνομα. Επειδή ακριβώς δεν προέρχεται από οικογένεια φαλαινοθηρών και άρα δεν έχει το κατάλληλο όνομα, δεν επιλέγεται για κυβερνήτης αλλά για πρώτος αξιωματικός, κάτι που του προκαλεί όχι μόνο απογοήτευση αλλά και οργή.»

               

«Ο Τσέις είναι γενναίος, ευγενής και χαρισματικός,» λέει ο Χάουαρντ, «αλλά έχει τα ελαττώματά του.» Το μίσος του προς τον Τζορτζ Πόλαρντ επιτείνεται από την πλήρη απειρία του νέου του Κυβερνήτη. Ο Χέμσγουορθ σχολιάζει, «Υπάρχει τεράστια τριβή μεταξύ των δύο, δεδομένου ότι και ο Τσέις αλλά και ο Πόλαρντ ξέρουν ότι ο πρώτος έπρεπε να είναι Κυβερνήτης του σκάφους. Έτσι, όταν και οι δύο θα προσπαθήσουν να δώσουν εντολές στο πλήρωμα, η κατάσταση θα οξυνθεί επικίνδυνα, μιας και ο καθένας έχει διαφορετική άποψη για το τι πρέπει να γίνει.»

               

Μπορεί ο Πόλαρντ να έχει την εξουσία που του εξασφαλίζει η θέση του, ωστόσο μέσα του γνωρίζει καλά ότι αυτή τη θέση δεν την κέρδισε με την αξία του. Του την έδωσαν. «Δεν αποφάσισε ο ίδιος τι θέλει να κάνει στη ζωή του,» λέει ο Γουόκερ. «Είναι γόνος οικογένειας φαλαινοθηρών και οφείλει να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, έχει δεν έχει τα προσόντα. Είναι μεγάλη η πίεση που δέχεται. Όποιος λοιπόν καταφέρει να καταλάβει αυτή την πίεση, θα καταλάβει και τον Τζορτζ Πόλαρντ.»

               

Ο Γουόκερ συνεχίζει, «Του δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να αναλάβει για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση ενός πλοίου. Όλα είναι ωραία και καλά μέχρι που διορίζουν στη θέση του πρώτου αξιωματικού τον Όουεν Τσέις. Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια διαμάχη ανάμεσα στους δύο άνδρες που θα αναγκάσει τον Πόλαρντ να αναλογιστεί ποιος πραγματικά είναι. Και αυτό είναι και το εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη μου… Το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τον πραγματικό εαυτό τους τη στιγμή που δοκιμάζονται από την οξύτητα της φύσης.»

Η διαμάχη ανάμεσα στους δύο άντρες αναγκάζει τον Μάθιου Τζόι, τον δεύτερο αξιωματικό, να αναλάβει τον ρόλο του ανθρώπου που προσπαθεί να αμβλύνει τις διαφορές. Ο Κίλιαν Μέρφι, που ενσαρκώνει τον χαρακτήρα λέει «ο Μάθιου είναι αυτός που προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αμβλύνει την ένταση μεταξύ του Τσέις και του Πόλαρντ. Έχει όμως, και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι πολύ φίλος με τον Τσέις, καθώς μπάρκαραν μαζί από τα 13 τους, και στο παρελθόν υπήρξε αλκοολικός. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον σαν χαρακτήρας.»

Δύο ηθοποιοί από δύο διαφορετικές γενιές ενσαρκώνουν τον χαρακτήρα του Τόμας Νίκερσον. Ο Νεαρός Τομ Χόλαντ υποδύεται τον 14χρονο καμαρότο που μπαρκάρει για πρώτη φορά και ο βετεράνος Μπρένταν Γκλίσον, τον ίδιο άνδρα που τριάντα χρόνια μετά, φέρει τα σημάδια της κακουχίας και της δύσκολης ζωής.

Ο Χάουαρντ εξηγεί «οι δύο Νίκερσον δίνουν την τέλεια ευκαιρία για να εξερευνήσουμε πτυχές της ιστορίας που είναι τόσο ενδιαφέρουσες όσο και συγκινητικές. Από τη μία βλέπουμε τον κίνδυνο, τον ενθουσιασμό μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, και από την άλλη το ψυχολογικό τραύμα και την τραγωδία που έχει στιγματίσει για πάντα τον ενήλικο άνδρα.»

Ο άνθρωπος που παρακινεί τον Νίκερσον να μιλήσει για την καταστροφή που έζησε είναι ένας νεαρός συγγραφέας, ονόματι Χέρμαν Μέλβιλ. Ο σεναριογράφος Τσαρλς Λέβιτ λέει, «Ήθελα με κάποιο τρόπο να ενοποιήσω την πραγματική ιστορία του Essex με τη φανταστική ιστορία του Μέλβιλ. Η αφήγηση της ταινίας ακολουθεί την οπτική του Νίκερσον, αλλά αφήνει αιχμές για το πώς επηρέασε τη φαντασία του Μέλβιλ, ώστε ο τελευταίος να γράψει το σπουδαίο μυθιστόρημα “Μόμπι Ντικ”.»

Ο Μπεν Γουίσοου που πρωταγωνιστεί στον ρόλο του θρυλικού πια συγγραφέα συμπληρώνει «Στην αρχή της ταινίας, ο Χέρμαν Μέλβιλ διψά να μάθει την αλήθεια. Έχει ακούσει τους ψίθυρους και τις φήμες και πιστεύει ότι ο κόσμος δεν έχει μάθει αυτά που πραγματικά συνέβησαν πάνω στο Essex. Κατά μία έννοια, ο ρόλος που ενσαρκώνω λειτουργεί σαν καταλύτης, αφού αυτός ουσιαστικά πείθει τον Νίκερσον να πει την ιστορία του.»

Ο Νίκερσον όμως, ίσως να μην ανοιγόταν αν δεν είχε την υποστήριξη της συζύγου του, την οποία ενσαρκώνει η Μισέλ Φέρλι. Ο Γκλίσον σχολιάζει, «εκείνη ενθαρρύνει τον Μέλβιλ να πιέσει τον σύζυγό να μιλήσει. Νιώθει ότι είναι η μοναδική ελπίδα που έχουν σαν ζευγάρι, γιατί μπορεί να μην ξέρει τι ακριβώς συνέβη, αλλά νιώθει ένα μαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι τους, που πλησιάζει ολοένα και πιο απειλητικά.»

Η Σάρλοτ Ράιλι ενσαρκώνει τη στοργική σύζυγο του Όουεν Τσέις, την Πέγκι, που – έγκυος στο πρώτο τους παιδί – αποχαιρετά τον σύζυγό της, ο οποίος της υπόσχεται ότι θα επιστρέψει κοντά τους. Ο Χάουαρντ λέει, «το γεγονός ότι στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τη σχέση του Όουεν με τη σύζυγό του είναι σημαντικό γιατί μέσα από αυτή σχηματίζουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για τον χαρακτήρα του. Όταν θα τεθεί το ζήτημα της επιβίωσης και της επιστροφής, καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι πολύ πιο σπουδαίο από τη ζωή του για το οποίο αξίζει να παλέψει. Έχει μια οικογένεια και μια γυναίκα που υπεραγαπά.»

Το πλήρωμα περιλαμβάνει και τον Κάλεμ Τσάπελ (Πολ Άντερσον), τον Μπάρζιλαϊ Ρέι (Έντουαρντ Άσλεϊ), τον μάγειρα του πλοίου Γουίλιαμ Μποντ (Γκάρι Μπιντλ), τον Ράμσντελ (Σαμ Κίλι), τον Ρίτσαρντ Πίτερσον (Όζι Ίκχιλ), τον Μπέντζαμιν Λόρεν (Τζόζεφ Μόουλ), και τον Χένρι Κόφιν (Φρανκ Ντιλέιν), ξάδερφο του Πόλαρντ. Ο Ζορντί Μολά ενσαρκώνει τον καπετάνιο του ισπανικού φαλαινοθηρικού, που μετά από μια φονική αναμέτρηση με τη λευκή φάλαινα προσπαθεί να προειδοποιήσει το Essex για τον επικείμενο κίνδυνο.

Η ΦΑΛΑΙΝΑ

Αναμφισβήτητα, η λευκή φάλαινα αποτελεί βασικό στοιχείο της ιστορίας, κατά συνέπεια η δημιουργία της απαιτούσε την αγαστή συνεργασία και την εμπειρία πολλών και διαφορετικών τμημάτων. Ο Χάουαρντ λέει σχετικά, «μελετήσαμε σε βάθος και αναλύσαμε τη συμπεριφορά των φυσητήρων. Συμβουλευτήκαμε ειδικούς στα θαλάσσια θηλαστικά και θαλάσσιους βιολόγους για να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμπεριφορά τους. Αυτό που ενδιέφερε εμένα κυρίως να μάθω ήταν γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Είναι ανήκουστο φάλαινα να επιτεθεί σε πλοίο με τέτοιο μένος. Ήταν κάτι πραγματικά τρομακτικό. Τελικά, κατέληξα να πιστέψω ότι το συγκεκριμένο ζώο για κάποιο λόγο βρέθηκε σε οριακό σημείο και ως εκ τούτου  η επίθεση ήταν μονόδρομος.»

               

Ο υπεύθυνος σχεδιασμού παραγωγής Μαρκ Τίλντεσλι προσθέτει, «έπρεπε να κάνουμε το παν ώστε η φάλαινα να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική. Αρχικά δοκιμάσαμε πλάνα με λευκές φάλαινες, και πραγματικά έδειχναν υπέροχες. Δυστυχώς όμως, το ολόλευκο χρώμα τους εξέπεμπε κάτι το αιθέριο και το γαλήνιο. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, μάθαμε ότι οι φάλαινες μεγαλώνοντας χάνουν το δέρμα τους. Έτσι δημιουργήσαμε μια πιο σκουρόχρωμη φάλαινα, στην οποία όμως υπάρχει έντονα το στοιχείο του λευκού στα σημεία που δεν έχει χάσει το δέρμα της.»

«Επίσης, το δέρμα της φέρει ουλές από προηγούμενες αναμετρήσεις με ανθρώπους και άλλα αρπακτικά, συνεπώς η όλη εμφάνισή της μαρτυρά την ιστορία της,» προσθέτει η ειδική οπτικών εφέ Λέσλι Λέρμαν. Η φάλαινα ζωντάνεψε χάρη στα computer graphics της ομάδας ειδικών οπτικών εφέ, με επικεφαλείς τις Λέρμαν και Τζόντι Τζόνσον.

Αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη φάλαινα να ξεχωρίζει είναι το μέγεθός της: το μήκος της ξεπερνά τα 27 μέτρα, το βάρος της είναι περίπου 80 τόνοι και το πλάτος της ουράς της είναι περίπου 6 μέτρα.

Η Πόλα Γουάινστιν όμως, λέει ότι η φάλαινα αυτή είναι ξεχωριστή και για έναν ακόμη λόγο. «Για μένα, είναι η φωνή της Φύσης που φωνάζει «Αρκετά!». Προσπαθεί με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί, να προστατέψει την περιοχή της και να τους εμποδίσει να σκοτώσουν την οικογένειά της. Και δεδομένων των καιρών που διάγουμε, το μήνυμα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πιστεύω ότι το κοινό θα θέλει να δει τον Τσέις, τον Πόλαρντ και τους υπόλοιπους να επιστρέφουν σώοι σπίτι τους, αλλά ταυτόχρονα θα χειροκροτήσει και τη συμπεριφορά της φάλαινας.»

ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΙΑ

Η ταινία γυρίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε σεκάνς για πολλούς και διάφορούς λόγους, αλλά κυρίως για να αποτυπωθεί η σταδιακή αλλαγή της εμφάνισης των χαρακτήρων, καθώς αρχίζουν να ξεμένουν από τροφή και νερό και βρίσκονται στο έλεος των αδυσώπητων στοιχείων της Φύσης.

               

Η εμφάνιση όσων κατάφεραν να επιζήσουν του ναυαγίου του Essex αλλάζει δραματικά με τον καιρό, έτσι οι ηθοποιοί  έπρεπε να χάσουν σημαντικό βάρος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Χέμσγουορθ λέει χαρακτηριστικά, «οι άνθρωποι αυτοί περιπλανούνταν στη θάλασσα για πολλούς μήνες, συνεπώς όταν τους βρήκαν είχαν αποστεωθεί. Καθημερινά, η ποσότητα του φαγητού που καταναλώναμε ήταν ελάχιστη, αλλά διαρκώς υπενθυμίζαμε στους εαυτούς μας ότι αυτό που ζούμε είναι ένα τίποτα μπροστά σε αυτό που έζησαν εκείνοι οι άνθρωποι.»

               

Ο σκηνοθέτης εξέφρασε το πόσο εκτιμά την αφοσίωση του καστ του με τα ακόλουθα λόγια «Τους ευχαριστώ για τον επαγγελματισμό και την αφοσίωσή τους παρά το γεγονός ότι πεινούσαν και βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε ακραίες συνθήκες κάθε μέρα. Από την αρχή γνώριζαν τι θα αντιμετώπιζαν, αλλά ανταποκρίθηκαν υπέροχα σε κάθε απαίτηση του ρόλου τους αποδεικνύοντας τον επαγγελματισμό τους.»

               

Μπορεί οι ηθοποιοί να είχαν ατσάλινη θέληση, αλλά η παραγωγή δεν θα τους επέτρεπε ποτέ να κάνουν κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την υγεία τους, κατά συνέπεια μπήκε ένα όριο στο βάρος που θα έχαναν. Η Φέι Χάμοντ και η ομάδα μακιγιάζ ανέλαβαν να «τελειοποιήσουν» το αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της απώλειας βάρους. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε μακιγιάζ για να αναπαρασταθούν οι παρενέργειες της αφυδάτωσης και της υπερέκθεσης στον ήλιο.

Η ενδυματολόγος Τζούλιαν Ντέι αποκαλύπτει τα «τρικ» των κοστουμιών. «Όλα τα ρούχα τα φτιάξαμε εξ αρχής λίγο μεγαλύτερα και βάλαμε μειωτήρες. Στην αρχή της ταινίας, όλα τα κοστούμια ήταν στην πιο στενή εφαρμογή που θα μπορούσαν να είναι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τα ανοίγαμε ολοένα και περισσότερο, με αποτέλεσμα να πέφτουν διαφορετικά πάνω στα σώματα των ηθοποιών.»

Η καταπόνηση των ανδρών εκτός από σωματική ήταν και ψυχολογική, έτσι, η ομάδα παραγωγής προσέλαβε τον Στίβεν Κάλαχαν, πεζοναύτη και σύμβουλο επιβίωσης για να βοηθήσει τους ηθοποιούς να κατανοήσουν πλήρως κάθε προέκταση της δοκιμασίας που θα περνούσαν. Μάλιστα, ο ίδιος ναυάγησε και επέζησε δυόμιση μήνες μέσα σε μια σωσίβια λέμβο στον Ατλαντικό Ωκεανό, καταγράφοντας τις εμπειρίες του στο βιβλίο που αργότερα κυκλοφόρησε με τίτλο Adrift.

«Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να μαθαίνουν τι σημαίνει επιβίωση τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Η ένταση και οι διαρκείς ψυχολογικές μεταπτώσεις από την απόγνωση στην ελπίδα παραμένουν επίκαιρες όσο ποτέ άλλοτε.»

               

Το χάσμα ανάμεσα στον νεοφώτιστο κυβερνήτη και το πλήρωμά του κατέστη και οπτικά σαφές μέσω των κοστουμιών. Ενώ η στολή του Πόλαρντ είναι αψεγάδιαστη και πεντακάθαρη, τα ρούχα του πληρώματός του φέρουν την καταπόνηση και τη φθορά μιας ολόκληρης ζωής στην αλμύρα.

               

Η Ντέι λέει χαρακτηριστικά, «Είναι το πρώτο ταξίδι του Πόλαρντ, συνεπώς πρέπει να είναι ατσαλάκωτος. Οι υπόλοιποι όμως, φορούν τα ρούχα που πιθανότατα φορούν εδώ και χρόνια στη θάλασσα. Χρησιμοποίησα αδιαβροχοποιημένα υφάσματα για να τους προστατέψω από τον καιρό. Επίσης, τα παπούτσια τους είναι από συνθετικά υλικά κι όχι από δέρμα, επειδή ένα μεγάλο μέρος της δράσης διαδραματίζεται στο νερό. Αν βάλεις το δέρμα μέσα στο νερό, σκληραίνει και δεν μπορείς να το ξαναφορέσεις.»

               

Παρά το γεγονός ότι οι φαλαινοθήρες δεν φορούσαν κάποια συγκεκριμένη στολή η Ντέι επέλεξε να σχεδιάσει ένα μπλε σακάκι για όλους, που αντιπροσώπευε τη θάλασσα και τον ουρανό. Από μέσα ο καθένας φορούσε διαφορετικά ρούχα, αλλά το μπλε πανωφόρι, ασχέτως αν ήταν σε διαφορετικά μεγέθη και στυλ, έδινε μια αίσθηση ομοιομορφίας.

               

Υπήρχε όμως και ένα κομμάτι του ρουχισμού τους που ήταν κοινό για όλους. Η ενδυματολόγος βρήκε μία πλέκτρια η οποία είχε κάνει ενδελεχή έρευνα για το πηλίκιο που φορούσαν πολλοί φαλαινοθήρες εκείνη την εποχή. Της ανέθεσε λοιπόν, να πλέξει από ένα τέτοιο πηλίκιο για κάθε ένα από τα μέλη του πληρώματος.

               

Για την αναπαράσταση του Essex χρησιμοποιήθηκε ένα κανονικό ιστιοφόρο στην ανοιχτή θάλασσα και ένα αντίγραφο σε δεξαμενή στα στούντιο στο Λίβσντεν.

               

«Κάναμε συστηματική έρευνα,» λέει ο Μαρκ Τίλντεσλι. «Προφανώς δεν υπήρχε φωτογραφία εκείνη την εποχή, αλλά καταφέραμε να βρούμε εικονογραφήσεις και πίνακες. Επίσης, υπάρχει ένα μουσείο αφιερωμένο στα φαλαινοθηρικά στο Μίστικ του Κονέκτικατ. Εκεί στεγάζεται και το τελευταίο αυθεντικό φαλαινοθηρικό, το Charles W. Morgan, το οποίο έχει αναστηλωθεί πλήρως και αποτέλεσε ιδανική πηγή για εμάς».

               

Ο Τίλντεσλι και η ομάδα του έψαξαν σε ολόκληρο τον κόσμο για να βρουν ένα σκάφος σε ικανό μέγεθος και κλίμακα. Τελικά εντόπισαν το Phoenix στην Κορνουάλη, το οποίο είχε παρόμοιο μέγεθος με το Essex. Η μόνη διαφορά ήταν ότι εκείνο είχε δύο κατάρτια ενώ το Essex είχε τρία.

               

Η ομάδα σχεδιασμού κατασκεύασε και ένα αντίγραφο του Phoenix σε μια τεράστια εξωτερική δεξαμενή στο Λίβσντεν. «Το αντίγραφο το κάναμε ελαφρώς μεγαλύτερο για να μπορούμε να δουλέψουμε πιο εύκολα. Ο σκελετός του είναι από ατσάλι, αλλά όλα τα υπόλοιπα, τα ιστία, τα κατάρτια κλπ – φτιάχτηκαν από μια εταιρία που μέχρι σήμερα κατασκευάζει ιστιοφόρα.»

               

Στο εσωτερικό, η ομάδα των ειδικών εφέ με επικεφαλής τον Μαρκ Χολτ, κατασκεύασε διάφορες δεξαμενές οι οποίες, γεμίζοντας ή αδειάζοντας, άλλαζαν την πλευστότητα του σκάφους. Ο υδραυλικός βραχίονας ενός αντίζυγου τους επέτρεπε να κλυδωνίζουν το σκάφος.

               

Όπως και το αντίγραφο του Essex, όλα τα μικρότερα φαλαινοθηρικά φτιάχτηκαν από πραγματικούς ναυπηγούς από υαλόνημα. Με ειδική επεξεργασία η όψη τους έμοιαζε ξύλινη.

               

Έχοντας δει διάφορα λιμάνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ομάδα παραγωγής κατέληξε ότι η αρχιτεκτονική δεν ταίριαζε καθόλου με της Νέας Αγγλίας. Έτσι, αποφασίστηκε να «μεταφέρουν» το Ναντάκετ στο Λίβσντεν, μεταμορφώνοντας την υπάρχουσα δεξαμενή σε λιμάνι.

Δεδομένου όμως, ότι η ταινία μας μεταφέρει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με διαφορά 30 ετών, το σκηνικό έπρεπε να διαμορφωθεί ανάλογα. Το Ναντάκετ του 1849 έχει λασπωμένους χωματόδρομους και τα κτίρια είναι πιο αραιά. Για να τονιστεί η πρόοδος των τελευταίων 30 ετών, ο Τίλντεσλι λέει «βάλαμε χαλίκι στους δρόμους και ράγες για να υπογραμμίσουμε την αυτοματοποίηση που είχε αρχίσει να επιτυγχάνεται. Επίσης, βάλαμε και ατμόπλοια στο λιμάνι, δεδομένου ότι ήμασταν πια στην εποχή του ατμού.»

Ο Ναθάνιελ Φίλμπρικ εντυπωσιάστηκε από τα σκηνικά. «Η σύζυγός μου κι εγώ ήρθαμε από το Ναντάκετ, όπου ζούμε τα τελευταία 28 χρόνια, και βρεθήκαμε στο Ναντάκετ του 1800. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Είναι συγκλονιστικό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η τόσο μικρή περιοχή ουσιαστικά τροφοδοτούσε όλο τον κόσμο με φως, αδιαφορώντας τότε για το κόστος που είχε αυτό στον πληθυσμό των φαλαινών. Σήμερα, οι άνθρωποι του Ναντάκετ έχουν αλλάξει εντελώς νοοτροπία σε ό,τι αφορά τις φάλαινες. Κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τις προστατέψουν. Κι αυτό πιστεύω ότι είναι το σημαντικό: να μαθαίνεις από το παρελθόν σου και να οικοδομείς ένα καλύτερο μέλλον.»

Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ξεκίνησε μια άλλη εξίσου δύσκολη διαδικασία. Ο Χάουαρντ εξηγεί «και στο post-production, έπρεπε να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, το κλασικό και το σύγχρονο. Αυτό αποτέλεσε τεράστια πρόκληση και για μένα και για τους μοντέρ μου, του Νταν Χάνλεϊ και Μάικ Χιλ, αλλά και για τον Ροκ Μπάνιος που έγραψε την υπέροχη μουσική επένδυση.»

«Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, συζητήσαμε πολλές φορές με τον Ροκ πώς θα μπορούσαμε να παντρέψουμε το παραδοσιακό με το σύγχρονο στοιχείο. Ο Ροκ είναι ένας εκπληκτικός μουσικός με κλασσική παιδεία, ο οποίος έχει γράψει μουσική για πάρα πολλές ταινίες. Ήξερα λοιπόν, ότι μπορούσε να αποτυπώσει την ουσία και είχα δίκιο. Η μουσική του είναι απίστευτα δυνατή, γεμάτη ένταση και συναίσθημα.»


Πρωταγωνιστούν:

Κρις Χέμσγουορθ, Κίλιαν Μέρφι, Μπένζαμιν Γουόκερ, Μπρένταν Γκλίσον,

Μπεν Γουίσοου, Μισέλ Φέρλι, Τομ Χόλαντ, Σάρλοτ Ρίλεϊ

Σκηνοθεσία:  Ρον Χάουαρντ

Σενάριο: Τσαρλς Λίβιτ

Βασισμένο στο βιβλίο «In the Heart of the Sea: The Tragedy of the Whaleship Essex»

του Ναθάνιελ Φίλμπρικ

Παραγωγή: Πόλα Γουάινστιν, Τζο Ροθ, Γουίλ Γουόρντ,

Μπράιαν Γκρέιζερ, Ρον Χάουαρντ

Φωτογραφία: Άντονι Ντοντ Μάντλ

Καλλιτεχνική Διεύθυνση Μαρκ Τίλντεσλι

Μοντάζ: Μάικ Χιλ, Νταν Χάνλεϊ

Μουσική: Ροκ Μπάνιος

Κοστούμια: Τζούλιαν Ντέι

Διάρκεια: 122’

Το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία, «In the Heart of the Sea: The Tragedy of the Whaleship Essex», του Ναθάνιελ Φίλμπρικ κέρδισε το 2000 το National Book Award for Nonfiction. Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα.