Εκάβη, Κασσάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα. Μαζεμένος γύρω από δύο τάφους, ο γυναικείος Χορός τις ξυπνά μία μία ακριβώς με αυτή την ακολουθία από τον αιώνιο ύπνο του Κάτω Κόσμου. Τέσσερις γυναίκες που, εκτός από το «Αρχαίο αίμα» τους, μοιράζονται και πολλά άλλα κοινά: μητέρα, κόρη, εξουσία, δεινά, θάνατο.

Αν και η υπόθεση είναι μάλλον τετριμμένη χωρίς συγκεκριμένη αρχή, μέση και τέλος αφού πρόκειται για συρραφή από πολλές αρχαίες τραγωδίες, η σκηνοθέτιδα Σοφία Σπυράτου χτίζει μια παράσταση λιτή, δωρική, χωρίς άσκοπους νεωτερισμούς. Μέσα από τους μονολόγους αναδύονται τα πολλαπλά και διαχρονικά πρόσωπα της γυναίκας: η γυναίκα ως θρηνωδός, ως πανούργα, ως εκδικήτρια, ως τρόπαιο. Αρκετά αποσπάσματα ακούγονται από το πρωτότυπο κείμενο, γεγονός που επιτείνει την αίσθηση – σύνδεση με το παρελθόν.

Ιδιαίτερα συγκινητική η Λήδα Πρωτοψάλτη ως η ζητιάνα, η σκλάβα βασίλισσα Εκάβη που με φωνή έμπλεη οδύνης παραδίνεται στον θρήνο της για τον μικρό Αστυάνακτα. Ξεχτένιστη και κυρτή κάτω από το βάρος της δυστυχίας της μιλά αργά, κουρασμένα ενώ ακούγεται καθαρά ακόμα και ο παραμικρός αναστεναγμός της.

Εντυπωσιακή η είσοδος της Κασσάνδρας με τα ακατανόητα και μπερδεμένα λόγια της, όπως συμβαίνει σε όλες τις μάντισσες. Η Βίκυ Παπαδοπούλου εξωτερικεύει πειστικά όλο τον διαταραγμένο και αντιφατικό ψυχισμό της, τον βασανισμένο από αέναους εφιάλτες. Ξεχωριστή η στιγμή που με σχεδόν σαδιστική χαρά προφητεύει τον φόνο του Αγαμέμνονα.

Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου ενσαρκώνει ψυχή τε και σώματι τη μήτρα όλων των οδυνών. Η Κλυταιμνήστρα είναι γεννημένη για να κρατά στα χέρια της τα ηνία της εξουσίας. Ποτέ δεν μετανιώνει για την ανδροκτονία που διέπραξε – άλλωστε μετρά πολύ το άλλοθι της μητρικής εκδίκησης αλλά και της απατημένης συζύγου.

Η Μάνια Παπαδημητρίου (Ηλέκτρα) βγάζει με ένταση το μίσος – φωτιά απέναντι στη μητέρα της παραμένοντας αμετάπειστη σε όλα της τα επιχειρήματα την ίδια στιγμή που φαίνεται να δικαιολογεί με ευκολία τα πάντα στο εξιδανικευμένο πρόσωπο του πατέρα της.

Στον Χορό οι κινήσεις είναι συντονισμένες, μετρημένες, χωρίς τίποτα το περιττό και υπερβολικό. Πολύ εύστοχη η επιλογή της κορυφαίας Ηρώς Σαΐα, τόσο φωνητικά όσο κι ερμηνευτικά.

Ταιριαστά και τα κοστούμια της Δάφνης Βαλέντε, γήινα και αέρινα για τις γυναίκες του Χορού, με ένα και μοναδικό χρώμα για τον καθένα από τους τέσσερις χαρακτήρες που τονίζει εσκεμμένα το βασικό ίδιόν του: μαύρο για το αβάσταγο πένθος της Ηλέκτρας, ζωηρό κόκκινο για την Κλυταιμνήστρα που απολαμβάνει έντονα τα πάθη της και βρίσκει ηδονή στα βαμμένα με αίμα χέρια της, βαθύ αρχοντικό κόκκινο για την βασίλισσα Εκάβη και λευκό για την Κασσάνδρα, την ιερή παρθένα του Απόλλωνα.

Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου περνούν κυριολεκτικά από όλο το φάσμα των χρωμάτων συμβάλλοντας στην ξεχωριστή απεικόνιση κάθε αφήγησης.

Η καθηλωτική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου είναι βαριά, πέτρινη σαν τάφος και μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα της γης. Διατηρεί το ίδιο μοτίβο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και μόνο προς στο τέλος γίνεται πιο μελωδική.

Όμορφη εικαστικά και φορτισμένη η σκηνή του τέλους όπου όλες μαζί και η καθεμιά χώρια σιγοψιθυρίζουν τις πίκρες τους μέχρι το πέπλο του Χορού να τις αγκαλιάσει σιγά σιγά, να γίνουν σκιές και σκόνη και να χαθούν ξανά στην ανυπαρξία τους.