Το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής εγκαινιάζει στις 17 Σεπτεμβρίου 2015 στο Μουσείο Μπενάκη, την 8η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων.

Η 8η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων πραγματοποιείται σε μία από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.

Ήδη το ερώτημα της αρχιτεκτονικής παραγωγής στην εποχή της οικονομικής, αλλά και κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσης, είχε εμφανισθεί στην επιτυχημένη 7η Biennale Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη (Νοέμβριο 2012 μέχρι Ιανουάριο 2013). Το ερώτημα αφορούσε στο σημερινό αρχιτεκτονικό τοπίο, και στην δυσχερή κατάσταση που ήδη αντιλαμβανόμαστε ότι εισερχόταν η οικοδομική δραστηριότητα συνολικά.

Οι φετινές 214 συμμετοχές είναι πολύ ενθαρρυντικές, μεσούσης της κρίσης, για την σημασία που αποδίδουν οι νέοι Έλληνες αρχιτέκτονες στον θεσμό της Biennale, ενός σημαντικού βήματος για την προβολή του αρχιτεκτονικού έργου. Υπό την έννοια αυτή η Biennale αποτελεί ένα βαρόμετρο που σημαδεύει στη διάρκεια του χρόνου, όχι απλά νέες παρουσίες με αξιόλογα έργα, αλλά κυρίως την γενικότερη κατεύθυνση και τις τάσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Στις προηγούμενες Biennale είχε επισημανθεί αφενός η σταθερή πρωτοκαθεδρία της κατοικίας, ως ενός μεγάλου ποσοστού των πραγματοποιημένων έργων και αφετέρου η έλλειψη σημαντικών δημόσιων κτιρίων, καθώς επίσης και η εμφάνιση έργων που αφορούν τον δημόσιο χώρο (κυρίως διαγωνισμών για διαμορφώσεις πλατειών, υπαίθριων χώρων, οδικών αξόνων, κ.ά.) και η αύξηση της περιφερειακής παραγωγής εκτός της ελληνικής πρωτεύουσας.

Η φετινή 8η Biennale παρουσιάζει, σε σχέση με τις προηγούμενες, αρκετές ιδιαιτερότητες. Η κριτική επιτροπή επέλεξε να προβάλλει 59 συνολικά μελέτες, οι μισές εκ των οποίων είναι υλοποιημένες και οι άλλες μισές όχι.

Πρώτη φορά ο αριθμός των υλοποιημένων και μη υλοποιημένων έργων είναι ισοδύναμος, γεγονός που προφανώς αντικατοπτρίζει την στασιμότητα της οικοδομικής παραγωγής. Από τα μη υλοποιημένα έργα ένα σημαντικό ποσοστό αποτελείται από συμμετοχές και διακρίσεις σε διαγωνισμούς, οι οποίες μέσω της Biennale αποκτούν μία δεύτερη ευκαιρία δημόσιας παρουσίασης (Αρχαιολογικό Θεματικό Μουσείο Πειραιά, Μουσείο για την Αξιοποίηση της Αργούς στο Βόλο, κ.ά.).

Επιπλέον το ποσοστό των κατοικιών είναι αρκετά μειωμένο σε σχέση με το παρελθόν, γεγονός που επίσης εντάσσεται στην συρρίκνωση του οικοδομικού τομέα και την μείωση των δαπανών για ιδιωτικές κατοικίες. Το φαινόμενο είναι καινοφανές για μία χώρα που δεν είχε ποτέ ισχυρή πολιτική κρατικής κατοικίας, όπως οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά βασιζόταν πάντοτε είτε σε ιδιωτικά κεφάλαια, είτε στην αντιπαροχή.

Σε συνέχεια με τις δύο προηγούμενες Biennale παρατηρούμε ακόμη την δημιουργία περισσότερων αξιόλογων έργων στην περιφέρεια. Η κορεσμένη πρωτεύουσα δεν παρέχει πλέον δυνατότητες για πληθώρα νέων έργων, ενώ η περιφέρεια, ενισχυμένη και από την παρουσία αρχιτεκτόνων που αποφοίτησαν από τις νέες σχολές αρχιτεκτονικής που ιδρύθηκαν μετά το 1999, φαίνεται ότι προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τις άλλες μεγάλες πόλεις, οι οποίες στρέφονται κυρίως στην επανάχρηση και διαμόρφωση του υπάρχοντος οικοδομικού αποθέματος.

Παράλληλα παρατηρείται η σταθερά συνεχιζόμενη παρουσία υψηλής ποιότητας σύγχρονης Κυπριακής αρχιτεκτονικής στις Biennale, καθώς και ένα αυξημένο ρεύμα παρουσίας στην ευρωπαϊκή (Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία) και διεθνή σκηνή (ΗΠΑ, Αφρική, Ασία), κυρίως μέσα από συνεργασίες Ελλήνων με ξένους αρχιτέκτονες και συμμετοχές σε διαγωνισμούς. Αυτό είναι ένα ευοίωνο σημάδι ενδεχόμενης παρουσίας στον διεθνή χώρο, που ίσως ευνοήσει αμφίδρομα την ελληνική αρχιτεκτονική, προσπερνώντας με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο πάγια γεωγραφική μας απομόνωση.

Ατενίζοντας προς το μέλλον θα λέγαμε ότι η ελληνική αρχιτεκτονική, τουλάχιστον αυτή που προέρχεται από αρχιτέκτονες κάτω των 45 ετών, μεταλλάσσεται σε πολλαπλές κατευθύνσεις διαφορετικές από ότι μέχρι σήμερα, σε σχέση με τον τόπο, το τοπίο και τον αστικό χώρο: λιγότερο Αθηνοκεντρική, λιγότερο επικεντρωμένη στην κατοικία και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο. Μένει να δούμε, αν η επόμενη, ένατη Biennale, θα μπορέσει να εκφράσει κάποιες νέες ιδέες, ή ακόμα και να διατυπώσει αρχές για τη αρχιτεκτονική μέσα από την πολυσχιδή κρίση, που δεν είναι μόνον τοπική αλλά και ευρωπαϊκή, ούτε μόνον οικονομική αλλά και ευρύτερα αστική και περιβαλλοντική, με τις οποίες να ατενίσει το μέλλον συλλογικά. Οι νέοι, όντες υποχρεωμένοι να επανεφεύρουν την ελπίδα, ευτυχώς δεν υποτάσσονται εύκολα στην κρίση, και μας προκαλούν να οραματιστούμε μαζί τους μία αρχιτεκτονική που εκφράζει την εποχή και τον tόπο, ενώ παραμένει ταυτόχρονα ανοικτή και οικουμενική.

Καθ. Ηλίας Κωνσταντόπουλος – Πρόεδρος Ε.Ι.Α.

Επιτροπή επιλογής έργων: Ανδρέας Γιακουμακάτος, Δημήτρης Ησαΐας, Κώστας Μωραΐτης, Μιχάλης Μανιδάκης και Διονύσης Σοτοβίκης

Επιμέλεια και σχεδιασμός έκθεσης: Νάντια Κούλα, Σχεδιασμός καταλόγου: Ιωάννα Κωστίκα, Οργάνωση και συντονισμός: Μαριάννα Μηλιώνη


ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Η φετινή Biennale νέων αρχιτεκτόνων του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής έχει ποικιλία σημασιών: αποτελεί αφενός τη Biennale της εικοσαετίας, αφετέρου τη Biennale της κρίσης. Το Ινστιτούτο εγκαινίασε τις εκδηλώσεις του το 1995 ακριβώς με τη Biennale νέων που έγινε θεσμός, σε μια εποχή όπου δεν είχαμε ακόμη συμφιλιωθεί με την ιδέα της προβολής του αρχιτεκτονικού έργου και της πρόκρισης κτιρίων και αρχιτεκτόνων, δηλαδή με μια μορφή διάκρισης. Όπως άλλωστε σημείωνε ο Σάββας Κονταράτος, πρόεδρος τότε του ΕΙΑ, στον πρόλογο του καταλόγου της πρώτης έκθεσης, αυτό που έλειπε την εποχή εκείνη δεν ήταν ακριβώς οι εκδηλώσεις σχετικές με την αρχιτεκτονική αλλά ο κριτικός διάλογος γύρω από αυτήν, που ασφαλώς θα ενισχυόταν μέσω εκθέσεων με το στοιχείο της επιλογής, με καθοριστικό δηλαδή το στοιχείο της κριτικής αποτίμησης.

Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι στην πρώτη Biennale μπορούσαν να συμμετάσχουν μόνο πραγματοποιημένες μελέτες, με αξιολογικά κριτήρια ουσιαστικού χαρακτήρα τα οποία ωστόσο σήμερα με δυσκολία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικά αφ’ εαυτών: α) συνέπεια σύνθεσης και αποτελέσματος β) πρωτοτυπία και επιτυχής έκφραση συνθετικής αρχής∙ γ) πληρότητα μελέτης και ποιότητα τεχνικής επεξεργασίας. Τα κριτήρια ενδιαφέροντος για το αρχιτεκτονικό έργο που αξίζει να προβληθεί και να σχολιαστεί φαίνονται σήμερα να έχουν διευρυνθεί, όπως και η ίδια η ιδέα για το «τί είναι αρχιτεκτονική», τί οφείλει να αποτελεί τον επαγγελματικό στόχο του αρχιτέκτονα αλλά και το τι συνιστά την κοινωνική προσφορά της: ιδιαίτερα όταν δεν πρόκειται για υλοποιημένα μόνο έργα αλλά και για μελέτες, όπως συμβαίνει σήμερα με την πλειονότητα των συμμετοχών στην 8η Biennale. Οι συμμετοχές του 1995, κάποιες από τις οποίες απότοκες αποήχων της διεθνούς αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του 1980, «σχεδίαζαν» κατά κάποιο τρόπο ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο της αυτόχθονης αρχιτεκτονικής, στο πλαίσιο μιας συζήτησης που δεν είχε ακόμη αποποιηθεί το αίτημα της ελληνικότητας.

Σήμερα όλα είναι διαφορετικά. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής θεωρεί καθοριστική αυτή τη Biennale νέων αρχιτεκτόνων, γιατί στο σύνολό της ενισχύει μια συλλογική στάση ως εν δυνάμει σημείο εκκίνησης για μια νέα ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής, ανάπτυξη δηλαδή της ελληνικής κοινωνίας. Η 8η Biennale πραγματοποιείται μέσα σε μια επαγγελματικά (και όχι μόνο) «εμπόλεμη κατάσταση» και δεν αποτελεί μόνο προβολή της δουλειάς των νέων αρχιτεκτόνων αλλά ένδειξη επιβίωσης της ιδέας της αρχιτεκτονικής μέσα στην κρίση. Αν το 1995 η Biennale επιβράβευε τους αρχιτέκτονες και το υλοποιημένο έργο, σήμερα δίνει έμφαση στην προβολή της ίδιας της αναγκαιότητας της αρχιτεκτονικής.

Αν πριν είκοσι χρόνια η έμφαση δινόταν στη σχέση αρχιτέκτονα και –ιδιώτη– πελάτη, σήμερα επιβάλλεται μια «πολιτική αρχιτεκτονική», αρχιτεκτονική που να επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στις πόλεις που παρακμάζουν, όπως και στα «υπό κρίσιν» ήθη της παρούσας «πολιτείας» μας. Μια αρχιτεκτονική «αστική», επομένως, στην πόλη δηλαδή αναφερόμενη, που να απαντά ή να συνδιαμορφώνει κοινωνικά προτάγματα.

Πολλές από τις επιλεγμένες συμμετοχές της φετινής Biennale αναδεικνύουν την αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου: πρόκειται για μια επιλογή χαρακτηριστικών σχεδιαστικών κατευθύνσεων, που όχι μόνο μετατοπίζουν τις θεματικές στοχεύσεις και το πεδίο δράσης, αλλά συνθέτουν μια νέα εικόνα για ό,τι αντιλαμβάνεται κανείς ως ελληνική αρχιτεκτονική. Όπως είπαμε υπερέχουν οι μελέτες, φαινόμενο ενδεικτικό της εποχής της κρίσης. Είναι μεγαλύτερος ο θεματικός πλούτος των συμμετοχών, και σημαντικός ο βαθμός πειραματισμού των προτάσεων. Τούτο όμως εξηγείται από το γεγονός ότι πρόκειται ακριβώς για μελέτες: είναι χαρακτηριστική, σε αυτή την Biennale, η διάσταση μεταξύ προτάσεων και υλοποιημένων έργων. Τα τελευταία χαρακτηρίζονται συχνά από έναν βαθμό εκφραστικού πραγματισμού και από λύσεις πιο συμβατικές, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις δυνατότητες άσκησης της αρχιτεκτονικής σήμερα στην Ελλάδα.

Παρατηρείται επίσης η εμμονή σε μια «κυβική ελληνικότητα», στη λιτή γεωμετρικότητα, σε ένα είδος «τυπικού μοντερνισμού» ενταγμένου στο ελληνικό τοπίο, πράγμα που αποτελεί και το μονιμότερο ίσως στοιχείο της φαινομενολογίας της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στις επιλεγμένες συμμετοχές απουσιάζει τέλος το κτίριο της πολυκατοικίας, η κυρίαρχη δηλαδή τυπολογία της ελληνικής πόλης εδώ και ένα σχεδόν αιώνα: όσο και αν τούτο είναι παράδοξο δεν είναι κάτι νέο, μιας και αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό των Biennale, ξεκινώντας από την πρώτη. Ήδη το 1995, πιθανώς για διαφορετικούς λόγους από ό,τι σήμερα, η τυπολογία αυτή απουσίαζε ως επί το πλείστον από την προβεβλημένη αρχιτεκτονική πρακτική, με λίγες μόνο εξαιρέσεις.

Ευχάριστη ωστόσο διαφορά είναι η σημερινή εξωστρέφεια των νέων Ελληνίδων και Eλλήνων αρχιτεκτόνων, από ανάγκη ή από πεποίθηση δεν έχει σημασία. Πρόκειται για την προοπτική πολιτισμικής διεξόδου της ελληνικής αρχιτεκτονικής στη διεθνή αρένα, με την οποία οι νέοι δείχνουν να είναι περισσότερο εξοικειωμένοι από ότι η προηγούμενη γενιά, να κινούνται σε αυτήν με ιδιαίτερη ικανότητα και ευελιξία. Αρκετές από τις συμμετοχές στην 8η Biennale αφορούν τόπους εκτός συνόρων, ενώ παράλληλα εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό εκφραστικής ελευθερίας και σχεδιαστικές αρετές ακόμη πιο ενδιαφέρουσες σε σχέση με τις επιδόσεις σε εθνικούς διαγωνισμούς. Ο διεθνής προσανατολισμός των νέων Ελλήνων συμπλέει και με ένα άλλο ενδιαφέρον διεθνές φαινόμενο: σε μια εποχή όξυνσης των εθνικών εγωισμών και εθνικισμών, το γεωγραφικό πεδίο δράσης των αρχιτεκτόνων σε όλο τον κόσμο διευρύνεται όλο και περισσότερο. Και τούτο είναι ένα από τα ελάχιστα που δεν έχουν αλλάξει, που αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό της παιδείας και της ταυτότητας του αρχιτέκτονα.

Η προσέγγιση των νέων σε αυτή την Biennale μας φάνηκε αποσπασματική, φορμαλιστική, «συναισθηματική» και προσωπική, μια προσέγγιση με πολλαπλές πολιτισμικές αναφορές και απαλλαγμένη, όπως ήδη διαπιστώθηκε, από ζητήματα που έχουν να κάνουν με την «παράδοση», την «ελληνικότητα» ή το ζήτημα του τόπου. Οι αρχιτέκτονες σήμερα δεν δείχνουν να αναφέρονται σε ό,τι αναφερόταν η μόλις προηγούμενη γενιά (ας πούμε εκείνη της έκθεσης του 1995), είτε πρόκειται για έργα, ή για ιδέες, ή για βιβλία, ή για αρχιτεκτονικούς «οδηγητές». Εντούτοις, μπορεί η αντίληψη του νέου σύμπαντος να ταυτίζεται με την κυρίαρχη και παγκοσμιοποιημένη «ηλεκτρονική Αρκαδία» ή οφείλουμε να την εμπλουτίσουμε με την ενεργό κοινωνική κριτική μας, επαναπροσδιορίζοντας μια νέα ιδέα συνεκτικής συλλογικότητας; Ακόμη και στην Ελλάδα τα σημεία αναφοράς έχουν κυριολεκτικά μεταλλαχθεί, όπως έχει μεταλλαχθεί και η ίδια η οικοδόμηση της αρχιτεκτονικής κουλτούρας και η αρχιτεκτονική επικοινωνία, πράγμα που βάζει πλέον σε σοβαρή δοκιμασία ακόμη και την εγκύκλια παιδεία των αρχιτεκτόνων και την ίδια τη δομή των σχολών αρχιτεκτονικής. Από την άλλη, ενώ η αναφορά στο διεθνές περιβάλλον είναι πλέον μια φυσική κατάσταση των –Ελλήνων– αρχιτεκτόνων, το ζήτημα του τόπου επανέρχεται όταν ακριβώς περνάμε από τον σχεδιαστικό πειραματισμό στην υλοποίηση των έργων. Επειδή «τοπικισμός» δεν είναι μόνο μια φιλοσοφική ή οντολογική κατηγορία ή ακόμη και ένα εκφραστικό ιδίωμα, αλλά είναι και οι απτές συνθήκες, οι σχεδιαστικοί κανονισμοί, η οικοδομική βιομηχανία, η πραγματικότητα των υλικών και οι δια‐δεδομένες τεχνικές και κατασκευαστικές μέθοδοι (για να μη μιλήσουμε για την κοινωνική κουλτούρα γύρω από την αρχιτεκτονική ή για τους προϋπολογισμούς των έργων) το δομημένο τοπίο αντικατοπτρίζει υποχρεωτικά και αναπόφευκτα μια ιδέα τοπικότητας, μια ιδέα «ελληνικής αρχιτεκτονικής» από την οποία δεν απαλλάσσονται και τα υλοποιημένα έργα που παρουσιάζονται σε αυτή την έκθεση. Από την άποψη αυτή επισημαίνονται ενίοτε και φαινόμενα μιας «σχεδιαστικής διπλοπροσωπίας», δηλαδή ένας σχεδιασμός με διεθνείς αναφορές ως προς τη σύνθεση, πραγματοποιημένος ωστόσο με τις ύλες και τους τρόπους μιας αρχιτεκτονικής των τοπικών ιδιωμάτων, μιας αρχιτεκτονικής του αυτόχθονου ανώνυμου ήθους.

Μια πολλαπλότητα λοιπόν τάσεων και ποικιλία θεμάτων, σε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα 8η Biennale, με επιρροές από διεθνείς πρωτοπορίες του πρόσφατου παρελθόντος και παράλληλα την υιοθέτηση αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων που προσδιορίζονται από τις ίδιες τις κατασκευαστικές συνθήκες του τόπου, ξεκινώντας από το οπλισμένο σκυρόδεμα αλλά και τις σιδερένιες κατασκευές, ωστόσο σε ένα πλαίσιο ανανεωμένων τεχνολογικών ανησυχιών.

Η κριτική επιτροπή: Ανδρέας Γιακουμακάτος (συντονιστής), Δημήτρης Ησαΐας, Μιχάλης Μανιδάκης, Κώστας Μωραΐτης, Διονύσης Σοτοβίκης

Η ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ή ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΔΙΕΘΝΗ ΑΝΑΜΙΚΤΙΚΗ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

Οφείλω να ομολογήσω ότι οι συμμετοχές στη φετινή Biennale ήταν μια έκπληξη. Μια έκπληξη ευχάριστη, που πετυχαίνει να αναδεύσει τα ήδη θολά νερά του αρχιτεκτονικού τοπίου. Από την πρώτη Biennale, πριν είκοσι χρόνια, μέχρι σήμερα, οι διαπιστώσεις ‐και τα παράπονα‐ ήταν λίγο πολύ κοινά από όλους τους εμπλεκόμενους: μία αδιόρατη τάση απομονωτισμού από τα διεθνή δρώμενα, μία ‐συντριπτική ενίοτε‐ επικράτηση των κατοικιών σαν κτιριακός τύπος, μία εξέλιξη –πεισματική ενίοτε‐ του Μεσογειακού Μοντερνισμού που μας κληροδότησε η δεκαετία του ’60, μία απουσία του διαλόγου με το Δημόσιο Χώρο. Όλα καλά, αλλά όλα αλλάζουν τα σημεία υπήρχαν ήδη από τις δύο προηγούμενες εκδηλώσεις, αλλά τώρα είναι πολύ πιο φανερά, τα περιγράμματα γίνονται πιο συγκεκριμένα και οι σχέσεις αρχίζουν να κρυσταλλώνονται.

Οι κατοικίες υποχωρούν. Είναι λιγότερες από τις μισές διακρίσεις, ενώ αυξήθηκαν πολύ τα έργα με δημόσιο χαρακτήρα. Από την άλλη βέβαια, οι κατοικίες αποτελούν την πλειονότητα των υλοποιημένων έργων, δείγμα ότι η έκφραση παραγωγής Δημόσιου Χώρου είναι ακόμη στο επίπεδο της θεωρίας, έστω της προκήρυξης, και δεν έχει βρει ακόμη τις συνθήκες για να ωριμάσει.

Επανέρχονται οι Διαγωνισμοί. Αποτελούν και πάλι, όπως και πριν πολλά χρόνια, ένα κύριο –και ίσως το μοναδικό‐ πεδίο δράσης και έκφρασης των νέων αρχιτεκτόνων. Μία παράλληλη Αρχιτεκτονική, με αβέβαιο μέλλον πραγματοποίησης, αλλά με πλούσιο εκφραστικό παρόν.

Αδυνατίζουν τα όρια μεταξύ περιοχών, τοπολογικών και εννοιολογικών. Νέοι δημιουργοί με δράση στο εξωτερικό, άλλοι του εξωτερικού με δράση στην Ελλάδα, κτιριακές επιλύσεις που αναμιγνύουν ετερόκλιτα τοπικά χαρακτηριστικά, πολυ‐εθνικές ομάδες σύνθεσης. Ένας κοσμο‐πολιτισμός συμπλεκόμενος και συγχρονιζόμενος αλάνθαστα με τα διεθνή δρώμενα και με τα ρολόγια, που στην Έκθεση αυτή χτυπούν διαφορετικές ώρες.

Αδυνατίζουν όμως και τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού τόπου. Μακροσκοπικά, είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνει κανείς ποιό έργο είναι υλοποιημένο, ποιό είναι απεικόνιση μελέτης, ποιό είναι ανάμεσα στα δύο. Και δεν είναι μόνον η στήριξη –ή μήπως η ευκολία;‐ της τεχνολογίας που μας ωθεί εκεί. Μοιάζει πια μακρινή η εποχή που κρίναμε από το κτισμένο έργο. Μοιάζει ότι Αρχιτεκτονική δεν είναι πλέον η «Υλοποιημένη Αρχιτεκτονική», αλλά ότι Αρχιτεκτονική είναι η «Πληροφόρηση για την Αρχιτεκτονική», είτε είναι κάτι στέρεο σε σκυρόδεμα και μέταλλο, είτε είναι μία τρισδιάστατη ψηφιακή απεικόνιση, είτε είναι παρουσίαση σε δισέλιδο σαλόνι σε κοσμικό περιοδικό.

Και μην ξεχάσω: πολλά έργα έχουν σχέση με, αναπλάσεις, αναβαθμίσεις υφιστάμενου κτιριακού υλικού, αλλαγές χρήσης, ανα‐κτήσεις του Δημόσιου Μετώπου. Δείγμα της έλλειψης ρευστότητας για νέες κατασκευές, για τους ρεαλιστές. Απάντηση στο τεράστιο πρόβλημα της γήρανσης των υποδομών μας και ανάδειξη της κρυφής γοητείας των πόλεών μας, για τους αισιόδοξους.

Σημεία των καιρών όλα αυτά. Όχι μόνο σημεία Αρχιτεκτονικής. Η Αρχιτεκτονική επιστρέφει στην αρχετυπική της ταύτιση με τη Γαστρονομία. Σε μια σύγχρονη εκδοχή όμως, όπου πλέον έχουν εξαλειφθεί οι τοπικοί φραγμοί, γίνονται απρόβλεπτες αναμίξεις, αναδεικνύεται η πληροφορία σε βασικό συστατικό, συγχέεται η εικονική διάσταση με την πραγματικότητα, επικρατούν διεθνείς γλώσσες και νομενκλατούρες, ανακυκλώνονται με απρόσμενη φρεσκάδα συνταγές, γεύσεις και υλικά από ένα οικουμενικό περιβόλι.

Όπως είπα: λίγο μας μπερδεύει σαν εικόνα και σκέψη, αλλά συνάμα είναι κάτι απόλυτα γευστικό και δημιουργικό.

Νάντια Κούλα – Επιμελήτρια της 8ης Biennale