Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ , η NEW STAR τιμάει τον σπουδαίο ηθοποιό, σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό, με ένα αφιέρωμα το οποίο θα διαρκέσει 4 ολόκληρους μήνες και θα περιλαμβάνει συζητήσεις, παρουσιάσεις, προβολές ταινιών κ.α. Ο Όρσον Γουέλς υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Ένας αυθεντικός καλλιτέχνης που σε ηλικία μόλις είκοσι έξι χρονών ολοκληρώνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, τον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» (Citizen Kane, 1941), επαναπροσδιορίζοντας ουσιαστικά την έννοια του Σινεμά.

«Η δουλειά μου αντανακλά την εύθυμη τρέλα, την αβεβαιότητα, την έλλειψη σταθερότητας, το μείγμα κίνησης και έντασης που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας. Το σινεμά οφείλει να εκφράσει όλα αυτά τα πράγματα. Όταν το σινεμά θέλει να είναι τέχνη, πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι σινεμά και όχι κακέκτυπη μίμηση άλλου εκφραστικού, καλλιτεχνικού μέσου». Ορσον Γουέλς

1Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

3 ΕΩΣ 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2015

«Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ», του ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ

Η.Π.Α. – 1946 – 92′ – Ασπόμαυρη

ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ στις 22.30

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Anthony Veiller, Victor Trivas, Decla Dunning

Παραγωγή: S.P. Eagle

Μουσική: Bronislau Kaper

Μοντάζ: Ernest J. Nims        

Κοστούμια:  Michael Woulfe           

Πρωταγωνιστούν: Edward G. Robinson, Loretta Young, Orson Welles, Philip Merivale         

Ο «Άγνωστος» είναι ένα αμερικάνικο φιλμ νουάρ βασισμένο σε ένα σενάριο με υποψηφιότητα στα βραβεία Όσκαρ. Το δυνατό της σημείο είναι η σκηνοθεσία του Γουέλς, ο οποίος, με τη βοήθεια των εντυπωσιακών φωτοσκιάσεων, των παράξενων γωνιών λήψης, αλλά και των απειλητικών κρεσέντων της μουσικής, κατάφερε να δημιουργήσει μια άκρως υποβλητική ατμόσφαιρα.

Σύνοψη

Το φαινομενικά ήσυχο περιβάλλον μίας μικρής κολεγιακής κοινότητας στην Αγγλία, διαταράσσεται από τη δραπέτευση ενός γερμανικού εγκληματία πολέμου, που όμως στη πραγματικότητα έχει σχεδιαστεί από κυβερνητικούς πράκτορες με την ελπίδα, ότι ο φυγάς θα τους οδηγήσει σε άλλους κρυμμένους ναζί καταζητούμενους. Ο δραπέτης καταφεύγει στο σπίτι του καθηγητή Ράσκιν, που είναι ένας εγκληματίας πολέμου κρυμμένος, κοινωνικής της τάξης πόλης, τη Μέρι, ώστε έτσι να γίνει πολίτης υπεράνω υποψίας.

Ο Ράσκιν, δε χάνει τον καιρό του με τον πρώην συμπολεμιστή του. Από φόβο μήπως τον προδώσει, τον σκοτώνει και κρύβει το πτώμα του. Αλλά στο μεταξύ υπάρχει ο κυβερνητικός πράκτορας που παρακολουθεί τον ναζί δραπέτη και εντοπίζει τον Ράσκιν. Η στενή παρακολούθηση προδίδει τη ναζιστική φιλοσοφία του Ρασκίν και τον εκθέτει στα μάτια της νεαρής γυναίκας του. Φτάνοντας πια στα όρια του παραλογισμού αποπειράται και πεθαίνει καρφωμένος πάνω σε ένα μηχανισμό συνδεδεμένο με ένα πελώριο ρολόι πύργου.

Η ίντριγκα, οι συνεχείς ανατροπές, αλλά και ο εφιάλτης που πέφτει σαν πέπλο πάνω από τα κεφάλια των ηρώων, σαν μια θεόσταλτη δυστυχία, που έρχεται να ανατρέψει όχι μόνο τις ζωές τους, αλλά και να σημαδέψει την μοίρα για πάντα. Φόβος και τρόμος, που σταδιακά καταντάει ένας αδιέξοδος παραλογισμός περιγράφεται με έντονες σκιάσεις και ημιφωτισμούς, που παραπέμπουν σε θαυμαστά εικονοκλαστικά έργα. Οι φωτισμοί και οι γωνίες λήψης είναι εντυπωσιακές και πολλές σκηνές, όπως η τελευταία σεκάνς του έργου, με το θεαματικό θάνατο του ναζιστή, μένουν αξέχαστες στον θεατή.

«Η ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΑΓΚΑΗ», του ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ

Φιλμ νουάρ, ΗΠΑ, 1947, 87′

ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ ΚΥΡΙΑΚΗ στις 20.00

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Όρσον Γουέλς

Σενάριο: Όρσον Γουέλς, Γουίλιαμ Καστλ, Τσαρλς Λέντερελ, Φλέτσερ Μαρκλ

Πρωταγωνιστούν: Ρίτα Χέιγουορθ, Όρσον Γουέλς, Έβερετ Σλόουν, Γκλεν Άντερς, Τεντ ντε Κορσία

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο μυθιστόρημα του Σέργουν Κινγκ “Αν πεθάνω πριν ξυπνήσω”, το οποίο από ασήμαντο αστυνομικό μυθιστόρημα, στα χέρια του Γουέλς έγινε αριστούργημα του φιλμ νουάρ. Πείθει μάλιστα και την τότε σύζυγό του, Ρίτα Χέιγουορθ, να κόψει κοντά τα μαλλιά της (σε πείσμα της Χολιγουντιανής εικόνας της), να τα βάψει ξανθά και να υποδυθεί μια μοιραία γυναίκα. Ο Όρσον Γουέλς είναι ασυναγώνιστος στο ρόλο ενός μοναχικού ανθρώπου που κινείται σ’ έναν κόσμο του παραλόγου.

Σύνοψη

Ένας Ιρλανδός ναυτικός, ο Μάικλ Ο’ Χάρα, συναντά στο Σέντραλ Παρκ την όμορφη ξανθιά Έλσα και τη σώζει από την επίθεση τριών κακοποιών. Συνοδεύοντάς την σπίτι της, γνωρίζει το σύζυγό της, το δικηγόρο Άρθουρ Μπάνιστερ, που έχει μια ελαφρά αναπηρία. Καθώς πρόκειται να πάνε στο Σαν Φρανσίσκο με το γιοτ τους του προσφέρουν δουλειά και ο Μάικλ δέχεται.

Στο γιοτ βρίσκεται και ο συνέταιρος του Άρθουρ, ο Τζορτζ Γκρίσμπι, που πείθει τον Μάικλ να τον βοηθήσει να σκηνοθετήσει το θάνατό του, έναντι αδρής αμοιβής. Ο Μάικλ που σχεδιάζει με τα χρήματα να το σκάσει με την Έλσα, την οποία έχει ερωτευτεί, δέχεται και υπογράφει μια ομολογία της “δολοφονίας”.

Στην υπόθεση παρεμβαίνει ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Σίντνεϊ Μπρουμ, ο οποίος έχει μάθει ότι το πραγματικό σχέδιο του Γκρίσμπι είναι να δολοφονήσει τον Μπάνιστερ και να ενοχοποιήσει τον Μάικλ, ενώ ο ίδιος θα θεωρείται νεκρός. Ωστόσο, αυτός που τελικά δολοφονείται είναι ο Γκρίσμπι και ο Μάικλ συλλαμβάνεται, εφόσον μάλιστα υπάρχει και η ομολογία του. Την υπεράσπισή του αναλαμβάνει ο Μπάνιστερ, που μετατρέπει τη δίκη σε φάρσα. Ο Μάικλ δραπετεύει και μαζί με την Έλσα καταφεύγουν σε ένα θέατρο της Τσάινα Τάουν. Εκεί ο Μάικλ καταλαβαίνει ότι αυτή είναι που σκότωσε τον Γκρίσμπι. Η Έλσα, μαζί με κάποιους Κινέζους φίλους της, τον μεταφέρουν αναίσθητο σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες, όπου του ομολογεί ότι το αρχικό σχέδιο ήταν να σκοτώσουν μαζί με τον Γκρίσμπι τον άντρα της, αλλά η παρέμβαση του Μπρουμ τους χάλασε τα σχέδια. Φτάνει και ο Μπάνιστερ και οι δύο σύζυγοι ανταλλάσσουν πυροβολισμούς, σε μια θεαματική σκηνή, όπου τα πάντα πολλαπλασιάζονται από τους καθρέφτες. Ο Μάικλ κατορθώνει να διαφύγει, σίγουρος ότι θα μπορέσει να αποδείξει την αθωότητά του.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

George Orson Welles (1915- 1985)

Γνωστός για την έντονη προσωπικότητά του και τη χαρακτηριστική φωνή του, ο Orson Welles υπήρξε ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός σε κινηματογράφο, τηλεόραση και θέατρο, βάζοντας την προσωπική του υπογραφή σε μερικές από τις καλύτερες στιγμές του κινηματογράφου, με κορυφαία την ταινία Citizen Kane (1941) . Ας ξεκινήσουμε την αναδρομή μας στη ζωή αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη, ενός από τους πιο πλήρεις του 20ου αιώνα.

Ο George Orson Welles, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1915. Παρά τον πλούτο τον γονιών του, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Το 1919 οι γονείς του χώρισαν και ο Welles μετακόμισε με τη μητέρα του στο Chicago. Η μητέρα του ήταν μουσικός και η μουσική αποτέλεσε την πρώτη επιρροή του Welles. Όταν όμως εκείνη πέθανε, ο Welles στάματησε να ασχολείται με τη μουσική. Ο Dudley Craft Watson τον πήρε στο σπίτι του και ανέλαβε να τον μεγαλώσει. Φοίτησε στο Todd School for Boys , όπου ήρθε σε πρώτη επαφή με το θέατρο χάρη σε ένα καθηγητή του. Εκεί έκανε τις πρώτες του δοκιμές ως ηθοποιός και παραγωγός σε θεατρικές παραστάσεις. Μετά την αποφοίτησή του σε ηλικία 15 ετών, έλαβε υποτροφία στο Harvard. Ωστόσο, δεν πήγε να φοιτήσει, καθώς την ίδια εποχή πέθανε ο πατέρας του και επέλεξε να ταξιδέψει στην Ευρώπη.

Αφότου εμφανίστηκε σε μερικές παραστάσεις στο Δουβλίνο και ήρθε σε επαφή με τα έργα του Shakespeare , επέστρεψε στην Αμερική και χάρη στον Thornton Wilder , ξεκίνησε να δουλεύει σε θέατρα της Νέας Υόρκης. Την εποχή εκείνη, γνώρισε τον επί σειρά ετών φίλο και συνεργάτη του Joseph Cotten .

Οι ερμηνείες του τον έκαναν πολύ σύντομα γνωστό και οι κριτικοί τον χαρακτήριζαν ως έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νέο με λαμπρό μέλλον. Το 1937, ίδρυσε την θεατρική εταιρεία Mercury Theatre  μαζί με τον παραγωγό John Houseman . Παράλληλα με τη δουλειά του στο θέατρο, ο Welles δούλευε ως ηθοποιός σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Η ραδιοφωνική απόδοση  του μυθιστορήματος The War of the Worlds  του H.G. Wells  το 1938 έκανε τον Welles γνωστό σε όλη την Αμερική. Έτσι, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ο Welles είχε ήδη αποκτήσει φήμη και όνομα σε θέατρο και ραδιόφωνο. Ήταν ο καιρός να κάνει το άλμα στη μεγάλη οθόνη. Η εταιρεία RKO Pictures  του προσέφερε συμβόλαιο, με το πιο σημαντικό στοιχείο σε αυτό να είναι ότι έδινε στον Welles πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο στις παραγωγές του, πράγμα πρωτοφάνες για σκηνοθέτη εκείνη την εποχή, πόσο μάλλον για πρωτάρη σκηνοθέτη.

Ο Welles άρχιζε να πειραματίζεται με διάφορες ιδέες, προκειμένου να καταλήξει στην πρώτη του ταινία. Μετά από δύο ιδέες, οι οποίες απορρίφθηκαν από την εταιρεία, παρουσίασε μια τρίτη ιδέα. Οι υπεύθυνοι της RKO δυσκολεύονταν να αποφασίσουν για το αν θα δώσουν το πράσινο φως. O Welles ζήτησε εξοπλισμό και λίγους βοηθούς, προκειμένου να κάνει δοκιμές όπως είπε. Στην πραγματικότητα όμως, γύρισε σκηνές από την ταινία που είχε ετοιμάσει, μέχρι οι υπεύθυνοι να διαπιστώσουν τι έκανε και να δώσουν τελικά το πράσινο φως, για την ταινία που εν αγνοία τους είχαν ήδη χρηματοδοτήσει. Επρόκειτο για την ταινία Citizen Kane (1941) , το σενάριο της οποίας βασίστηκε στην ζωή του μεγιστάνα του έγγραφου τύπου της εποχής William Randolph Hearst . Ο Welles έγραψε το σενάριο μαζί με τον Herman J. Mankievicz , έκανε την παραγωγή και τη σκηνοθεσία και πρωταγωνίστησε στον πιο γνωστό του και καλύτερο ρόλο του, σε μια ταινία που θεωρείται από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη, στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ελευθερία του Welles και το όραμά του για την ταινία δεν την έκανε επιτυχημένη εμπορικά, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί σύντομα και να μην επανακυκλοφορήσει μέχρι το 1956, λαμβάνοντας την αναγνώριση που της άξιζε. Χωρίς αυτή η εξέλιξη να τον επηρεάσει, ο Welles ασχολήθηκε με την επόμενη ταινία του με τίτλο The Magnificent Ambersons , η οποία κυκλοφόρησε το 1942. Ο Welles σκηνοθέτησε την ταινία και ήταν ο αφηγητής. Η καθύστερηση ολοκλήρωσης της ταινίας σε συνδυασμό με τα μέτρια εισπρακτικά αποτελέσματα της ταινίας Citizen Kane, έγινε η αφορμή για επαναδιαπραγμάτευση του συμβολαίου του, με αποτέλεσμα ο τελικός λόγος για την έκδοση κάθε ταινίας που θα κυκλοφορεί από εκείνο το σημείο και μετά να αφαιρείται από τον Welles.  Παράλληλα με την ταινία αυτή, δούλευε και την ταινία Journey Into Fear (1943) , το σενάριο της οποίας έγραψε με τον Joseph Cotten. Μετά την ολοκλήρωση των ταινιών αυτών, η διοίκηση της εταιρείας είχε αλλάξει. Ο Welles ξεκίνησε τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ All It’s True  για τη Νότια Αμερική, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και παραγωγής και οδήγησε στη λύση της συνεργασίας του Welles με την RKO Pictures.

Με την επιστροφή του από τη Νότια Αμερική, δεν μπορούσε να βρει δουλειά ως σκηνοθέτης. Ωστόσο, ως ηθοποιός πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου Jane Eyre  της Charlotte Bronte . Με τη λήξη του πολέμου, ο Welles σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην επόμενη ταινία του με τίτλο The Stranger (1946) , με συμπρωταγωνιστή τον Edward G. Robinson . Ακολούθησε η σκηνοθεσία της παράστασης Around the World in Eighty Days, μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου  του Jules Verne .

Προκειμένου να καταφέρει να ανεβάσει την παράσταση, ο Welles ζήτησε τη στήριξη της Columbia Pictures , δίνοντας την υπόσχεση ότι θα γράψει,θα σκηνοθετήσει και θα πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία για την εταιρεία χωρίς επιπλέον επιβάρυνση. Η αρχική σκέψη ήταν να μετατρέψουν το σενάριο της παράστασης σε σενάριο για ταινία. Τελικά, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και το αποτέλεσμα της δουλειάς του Welles για την Columbia ήταν η ταινία The Lady from Shanghai (1947) , με συμπρωταγωνίστρια την Rita Hayworth . Ο Welles δεν είχε την τελική απόφαση για την έκδοση της ταινίας, με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλη επεξεργασία. Η ταινία θεωρείται ένα από τα καλύτερα film-noir  που έχουν γυριστεί, με τη σκηνή με τους καθρέφτες στο τέλος της ταινίας να γίνεται σήμα κατατεθέν για το είδος. Στο τέλος της πρώτης του αμερικανικής περιόδου, ο Welles σκηνοθέτησε την ταινία Macbeth (1948) , η οποία έτυχε μέτριας αποδοχής από κριτικούς και κοινό. Μετά από αυτό, ο Welles μετακόμισε στην Ευρώπη, λέγοντας ότι προτιμούσε την “ελευθερία”, εννοώντας την ελευθερία να δουλέψει με το δικό του υλικό όπως θέλει.

Έχοντας αποκτήσει φήμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Πρωταγωνίστησε ως Cagliostro στην ταινία Black Magic  το 1949. Τη ίδια χρονιά, θα πρωταγωνιστήσει  ως Harry Lime, με τον φίλο του Joseph Cotten στο πλευρό του, στην εξαιρετική ταινία The Third Man , ένα ακόμη εξαιρετικό film-noir, με σενάριο από τον Graham Greene  και σκηνοθεσία από τον Carol Reed . Ο Welles συνέχισε να δουλεύει ως ηθοποιός και σε θεατρικές παραστάσεις, μαζεύοντας λεφτά, προκειμένου να χρηματοδοτήσει από την τσέπη του το επόμενο σκηνοθετικό του εγχείρημα. Η δουλειά αυτή ολοκληρώθηκε 3 χρόνια αργότερα, το 1952, με την κυκλοφορία της ταινίας The Tragedy of Othello: The Moor of Venice , η οποία αποτελεί μεταφορά του έργου Othello  του Shakespeare. Μετά την ταινία αυτή, συνέχισε να δουλεύει σε θέατρο, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η τελευταία του ταινία για αυτό το κομμάτι της καριέρας του στην Ευρώπη, την οποία σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε, ήταν η ταινία Mr. Arkadin (1955) .

Επιστρέφοντας στην Αμερική, ο Welles δούλεψε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Ο παλιός του φίλος John Huston  του έδωσε το ρόλο του Father Mapple στην κινηματογραφική μεταφορά  του βιβλίου του Herman Melville  Moby-Dick  το 1956. Την ίδια εποχή, ο Welles άρχισε να ταλαιπωρείται από προβλήματα στο βάρος του, τα οποία οδήγησαν σε επιδείνωση της υγείας του. Παρά τα προβλήματα αυτά, το 1958 κυκλοφόρησε η επόμενη σκηνοθετική του δουλειά, στην οποία πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Charlton Heston . H ταινία ονομαζόταν Touch of Evil  και αποτελούσε ένα ακόμη εξαιρετικό film-noir, το οποίο κατά πολλούς κλείνει την περίοδο του αρχικού είδους (δεν έπαψαν να υφιστάνται τέτοιες ταινίες, απλώς το είδος άλλαξε σε σχέση με το αρχικό), η οποία είχε αρχίσει από τα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας αυτής και αφού δούλεψε σε κάποιες ταινίες ακόμη, επέστρεψε στην Ευρώπη. Με την επιστροφή του, ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας Don Quijote , ταινία την οποία σταμάταγε και συνέχιζε να γυρίζει, χωρίς να την ολοκληρώσει ποτέ (το 1992 κυκλοφόρησε μια έκδοση από σύνθεση σκηνών που είχαν γυριστεί). Ακολούθησαν δύο ταινίες, τις οποίες ο ίδιος ο Welles θεωρούσε τα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του.

Πρόκειται για τις ταινίες Le procès (The Trial) (1962) , βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο  του Franz Kafka  και Chimes at Midnight (1965) , βασισμένο στο θεατρικό έργο Five Kings που είχε γράψει ο Welles, το οποίο αποτελούταν από 5 έργα του Shakespeare σε ένα.

Μετά την κυκλοφορία των παραπάνω ταινιών και την δουλειά του σε κάποιες ακόμη ταινίες, σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θεατρικές παραστάσεις, επέστρεψε για τελευταία φορά στην Αμερική. Σαν ηθοποιός συμμετείχε στις ταινίες Catch-22 (1970) , Waterloo (1970) , Treasure Island (1972) , καθώς και άλλες δουλειές σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Το 1973, ολοκλήρωσε το πολύ καλό ντοκιμαντέρ F for Fake (1973)  (poster  – trailer  – wiki  – δείτε το ντοκιμαντέρ ), το οποίο έγραψε, σκηνοθέτησε και παρουσίασε ο ίδιος. Παράλληλα με όλα αυτά, η υγεία του επιβαρυνόταν ακόμη περισσότερο. Ο χρόνος του ως ηθοποιός μειώθηκε (συμμετείχε σε ταινίες και ντοκιμαντέρ ως αφηγητής) και αφιερώθηκε περισσότερο στη σκηνοθεσία και την παραγωγή. Στις 10 Οκτωβρίου 1985, έδωσε την τελευταία του συνέντευξη στο The Merv Griffin Show . Πέθανε δύο ώρες αργότερα από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Hollywood. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε 3 φορές: από το 1934 έως το 1940 με την Virginia Nicholson, από το 1943 έως το 1948 με την Rita Hayworth  και από το 1955 μέχρι το θάνατο του με την Paola Mori , με την οποία ήταν χρόνια αποξενωμένος χωρίς να πάρουν διαζύγιο. Απέκτησε μια κόρη από κάθε γάμο και ένα αγόρι από μια σχέση του.

Πριν περάσουμε στις ταινίες του, αξίζει να πούμε λίγα πράγματα για τις τεχνικές και τα στοιχεία των ταινιών του. Πρόκειται γiα έναν άνθρωπο , ο οποίος εισήγαγε πολλές καινοτομίες στον τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν μέχρι τότε οι ταινίες. Ένα αρκετά σύνηθες στοιχείο των ταινιών του ήταν η διήγηση των ιστοριών του σε μη χρονολογική σειρά. Οι περισσότερες ταινίες του έχουν καταπληκτική φωτογραφία, κάτι το οποίο οφείλεται στο συνεχή πειραματισμό του με τον φωτισμό. Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του πειραματισμού μπορεί να γίνει αντιληπτό στις ασπρόμαυρες ταινίες του με χρήση μια τεχνικής με το όνομα chiaroscuro , η οποία εστιάζει στις έντονες αντιθέσεις μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών σημείων. Θεωρούσε το άσπρο και το μαύρο τον καλύτερο φίλο του ηθοποιού, καθώς έτσι η προσοχή του θεατή ήταν στα συναισθήματα και τις εκφράσεις του ηθοποιού και όχι στην εμφάνιση και την ενδυμασία του. Έχοντας μεγάλη εμπειρία στο ραδιόφωνο, δανείστηκε τεχνικές ήχου για τις ταινίες του από εκεί. Τέλος, όσον αφορά τη σκηνοθεσία του, αυτή περιείχε μοναδικές λήψεις από διαφορετικές γωνίες, βαθιά εστίαση  (τεχνική η οποία οφείλεται στον ίδιο και τον συνεργάτη του Gregg Toland ) και παρατεταμένες λήψεις.