Η εικαστικός Έλλη Μπαρμπαγιάννη, συνεπής στη μέχρι τώρα πορεία του έργου της, παρουσιάζει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, την έκθεσή της με τίτλο “Ορέξεις του μακρού χρόνου”, με την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας.

Τα έργα που παρουσιάζονται στη έκθεση είναι ζωγραφικά, έργα μικτής τεχνικής και εγκαταστάσεις στο χώρο. Είναι έργα σταθμοί για τη δουλειά της, ξεκινώντας από έργα της πτυχιακής της και καταλήγοντας σε πρόσφατα και επίκαιρα, περιλαμβάνοντας ενδιάμεσα και έργα των ατομικών της, αλλά και ομαδικών εκθέσεων στις οποίες συμμετείχε.

Ο Γιάννης Μπόλης, Ιστορικός της Τέχνης, γράφει για τις “ΟΡΕΞΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ”: Μια ενοποιητική γραμμή διατρέχει τη δημιουργία της Έλλης Μπαρμπαγιάννη, η οποία διακρίνεται για τη συνοχή, τη συνέπεια και τη ποιότητα των αναζητήσεων και των πειραματισμών σε κύκλους δουλειάς που αναφέρονται στο ιδιωτικό και το δημόσιο, απεικάζουν τη ζωτική της σχέση με το κόσμο, επικοινωνούν και αποκαλύπτονται. Στις Περιπέτειες της ύλης, επικεντρώνεται στην καθαρά πλαστική συγκρότηση της ζωγραφικής της: το χρώμα, τη φόρμα, την κίνηση, τις σχέσεις φωτός-σκιάς, τη ματιέρα, την άμεση συγκινησιακή μετάδοση. Δίδοντας πρωταρχική σημασία στα υλικά, συνδυάζοντας, ταυτόχρονα, την τεχνική επεξεργασία με τον δυναμισμό και την ενέργεια της ελεύθερης χειρονομίας, αλλά και τη χρήση, κάποιες φορές, της γραφής, παρουσιάζει έργα μεγάλων διαστάσεων (Θύρες, Γυναίκα, Ενσωμάτωση, Μνημειακό) φτιαγμένα από κονίαμα (γύψο, στόκο, μαρμαρόσκονη, ρελιέφ) τα οποία μοιάζουν να πηγάζουν απευθείας από το υποσυνείδητο, τα βιώματα και τις αγωνίες της. Πρόκειται για συνθέσεις που επιβάλλονται με την ένταση των σχεδόν ανάγλυφων και αδρών σχηματισμών επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, αποκαλύπτοντας εικόνες και επεισόδια μιας άλλης κατάστασης. Με πυρήνα το ανθρώπινο σώμα, αποδοσμένο άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε αποσπασματικά και παραμορφωτικά, διερευνά τα όρια της υλικότητας τόσο του ίδιου όσο και το έργου τέχνης, ενώ οι έννοιες της μνήμης, της φθοράς και της μετάβασης –έννοιες καθοριστικές στο σύνολο της δημιουργίας της– διεκδικούν κυρίαρχο ρόλο στην προσέγγιση και την «ανάγνωση» των έργων.

Στην σειρά Παιχνίδι στα άκρα, η επιλογή του υλικού και της τεχνικής –κλωστές και κέντημα σε τελάρα από τούλι και κάμποτο– μεγιστοποιεί την ατμόσφαιρα και τη συμβολική διάσταση της τέχνης της, οδηγούμενη σε ιδιαίτερα εκφραστικά αποτελέσματα. Στην πορεία αποκάλυψης ενός κρυμμένου νοήματος, στο μεταίχμιο φαντασίας, μύθου και πραγματικότητας, υλικής και άυλης υπόστασης, προτάσσει μια διαφορετική αντίληψη θέασης και ερμηνείας, εγείρει ζητήματα υπαρξιακής και οντολογικής τάξεως, παρουσιάζει έναν εύθραυστο, ενδιάμεσο κόσμο σκιών, ορίζει εσωτερικά τοπία και λαβυρινθώδεις διαδρομές, συντάσσει ελλειπτικές, αμφίσημες και υποβλητικές αφηγήσεις για τη γέννηση και τον θάνατο, τη ζωή, τη γονιμότητα και τον έρωτα, τις παγιδεύσεις, τις επιθυμίες και τα όνειρα, την ματαιότητα, τη δημιουργία και τον χρόνο, τη φύση και το σώμα. Σε συνθέσεις της όπως ο Λαβύρινθος και ο Μίτος, οι Γραφές και οι Γραφές σωμάτων, οι Ανθοφόροι οφθαλμοί, το Επιτύμβιο (που εμπνέεται από τη φράση που θέλησε να χαραχθεί στον τάφο του ο ρομαντικός ποιητής John Keats: «Εδώ κείτεται ένας άνθρωπος που έγραψε το όνομά του στο νερό») και Το φόρεμα, δημιουργεί χώρο και ρυθμό, το κάθε θέμα, μέσα από τις επαναλήψεις και παραλλαγές του ή την οργάνωση και την ανάπτυξή του σε πολύπτυχα, ενέχει τη λειτουργία ενός ιδιότυπου ιερογλυφικού, παρέχει τα κλειδιά ενός κώδικα που οδηγεί σε περαιτέρω συνδέσεις και αναγωγές. Οι μορφές, σε ευθεία αντιστοιχία με ψυχικές εκδηλώσεις και συμπεριφορές, βυθίζονται ή αναδύονται φασματικές στο διάφανο υλικό, το λυρικό στοιχείο συμβιώνει με το δραματικό, το μεταφυσικό με το αρχετυπικό, το άνθος με το αγκάθι, το φως με το σκοτάδι, η επιφάνεια με το βάθος, το κενό με το πλήρες, σε ένα παιχνίδι λεπτότητας και δεξιοτεχνίας,  αμφίρροπων συσχετισμών και διφορούμενων νοημάτων.

Η Συλλέκτρια δακρύων, μια σύνθεση εν είδει αρχαίας αναθηματικής ή επιτύμβιας στήλης, με την γυμνή γυναικεία μορφή σε ιερατική στάση με το μαύρο πουλί στο χέρι και τις πραγματικές γυάλινες βεντούζες (σύμβολο θεραπείας) να κρέμονται πάνω από το κεφάλι της, ολοκληρώνει τα Παιχνίδια στα άκρα και λειτουργεί ως προοίμιο μιας νέας ενότητας δουλειάς στην οποία συνεχίζει να χρησιμοποιεί υλικά φθαρτά, εφήμερα (κλωστές, τούλι, χαρτιά) –μια ενότητα που προσδιορίζεται από την ίδια ως “παραμύθι”: Και μη ξεχνάς, εμείς ταΐζουμε τον λύκο της δύναμης. Εικόνες που ισορροπούν ανάμεσα στον τρόμο και την τρυφερότητα, την ποίηση και το έρεβος, το οικείο και το ανοίκειο, την ανησυχία και την αισιοδοξία: οι λύκοι-νυχτερινοί επισκέπτες που εφορμούν από τους πιο άγριους εφιάλτες και τα πιο σκοτεινά παραμύθια συναντώνται και συνδιαλέγονται με πορτραίτα εμβληματικών προσωπικοτήτων που άφησαν τα ίχνη της υπέρβασης του φόβου στην ανθρώπινη ιστορία –από τον Vladimir Mayakovsky, τον Federico Garcia Lorca, τον Francisco Goya, τον Bertolt Brecht,  την Frida Kahlo και την Πασιονάρια έως τον Μακρυγιάννη, τον Ρήγα Φεραίο και τον Νίκο Πλουμπίδη. Και δίπλα τους, το μικρό αγόρι που ενσαρκώνει το σήμερα και το μέλλον, «την καθαρή γεωμετρία της ελπίδας». Η Μπαρμπαγιάννη έρχεται να εικονοποιήσει τους αρχέγονους και τους φόβους της παιδικής ηλικίας, τα φαντάσματα και τους τρόμους της ενήλικης ζωής, τα ανοιχτά τραύματα και την επίπονη διαδικασία της επούλωσης, της δύναμης και του περάσματος, το ταξίδι προς την ωριμότητα και την αυτογνωσία.

Δύο έργα-εγκαταστάσεις, η Καμένη γη και η Σπονδή στην αιωνιότητα, δίνουν το μέτρο των δυνατοτήτων της Έλλης Μπαρμπαγιάννη, αποτυπώνοντας, παράλληλα, την ευρύτητα του προβληματισμού της. Στο πρώτο, με αφορμή τις μεγάλες πυρκαγιές του 2007, είναι σαφές το οικολογικό περιεχόμενο. Με εξαιρετικά ευαίσθητες χρωματικές ποιότητες, σχεδιαστική ακρίβεια και κομψότητα, αποδίδει τμήματα του φυτικού κόσμου, τα οποία παραθέτει ταξινομημένα παραπέμποντας στα μαθητικά φυτολόγια αλλά και στις αποτυπώσεις των ζωγράφων-βοτανολόγων του 18ου και του 19ου αιώνα. Μια ξύλινη κατασκευή-προθήκη, που προσδιορίζεται ως «κιβωτός», διαφυλάσσει από την καταστροφή, διασώζοντας φυτά της ελληνικής γης. Στη Σπονδή στην αιωνιότητα, τα σχέδια με τις νεκροκεφαλές συνδυάζονται με πραγματικά αντικείμενα (κογχύλια, σπασμένα γυαλιά, μάσκα αερίων, κ.ά.), δημιουργώντας μια τρισδιάστατη νεκρή φύση. Με σημείο εκκίνησης τη θεματική και τις αλληγορίες των vanitas και αναφορές στις νεκρές φύσεις της ζωγραφικής των Κάτω Χωρών του 17ου αιώνα, αλλά και σ’ εκείνες του Joseph Cornell και του Giorgio Morandi, ρίχνει μια ειρωνική ματιά, κατορθώνει να υποβάλλει μια μελαγχολική αίσθηση για την ματαιότητα των προσπαθειών, τη φθαρτότητα και το εφήμερο των υλικών αγαθών, την αναπόδραστη μοίρα της ανθρώπινης ζωής.

Στην πιο πρόσφατη δουλειά της (Επιλεκτική μνήμη) ανασύρει επίκαιρες εικόνες της πρόσφατης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κατάστασης (τα κόκκινα γάντια των απολυμένων καθαριστριών ή την ηλικιωμένη γυναίκα που αντιστέκεται στις Σκουριές της Χαλκιδικής προτάσσοντας στις δυνάμεις καταστολής ένα παραδοσιακό τραγούδι), τις επεξεργάζεται εικαστικά τονίζοντας το συμβολικό τους περιεχόμενο και τις καταθέτει ως κριτικά σχόλια και πράξεις πάλης και αντίστασης, ανυπακοής και εναντίωσης. Οι Αυτόχειρες, μια εκτεταμένη γλυπτική εγκατάσταση με εκμαγεία ανθρώπινων προσώπων και χεριών, που θυμίζουν νεκρικές μάσκες, φιλοτεχνημένα από λευκό πηλό, αποδοσμένα με σκληρό ρεαλισμό στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, αποστασιοποιημένα και «αρχειοθετημένα» σε προθήκες, συνιστούν συναισθηματικά φορτισμένες μαρτυρίες, συνοψίζουν με τον πιο δραματικό και αναπαραστατικό τρόπο τη σύγχρονη συνθήκη, το νόημα της κρισιμότητας και του κατεπείγοντος, τη σημασία της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης στη σημερινή παράδοξη και ρευστή συγκυρία της κρίσης και της αστάθειας, στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα, τους διχασμούς και τις δυσαρμονίες ενός κατακερματισμένου και αποπροσανατολισμένου κόσμου.
 
Επιμέλεια έκθεσης: Λιάνα Ζωζά, Γιάννης Μπόλης

Με την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας

Η Έλλη Μπαρμπαγιάννη ευχαριστεί τους δεκάδες φίλους και φίλες που προσφέρθηκαν προκειμένου να δημιουργηθούν τα εκμαγεία της γλυπτικής εγκατάστασης “Αυτόχειρες”. Την κεραμίστρια Δώρα Μόρφη για την καθοριστική της συμβολή στην υλοποίηση του παραπάνω έργου, αλλά και για την ερμηνεία του τραγουδιού στο ηχητικό που συνοδεύει το έργο “Αρχαία Σκουριά”. Τον Διονύση Μπάστα και το Noise Box recording studio για την ηχογράφηση.

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

Η Έλλη Μπαρμπαγιάννη γεννήθηκε στη Ναύπακτο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ Αθήνας (εργαστήριο Τ. Πατρασκίδη). Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σκηνογραφίας με το Γ. Ζιάκα και ψηφιδωτού με τον Ι. Βαλαβανίδη. Διακρίθηκε με το 2ο βραβείο ζωγραφικής στο διαγωνισμό “2η Συνάντηση Νέων Δημιουργών” της σχολής Βακαλό.

Συνεργάστηκε με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Από το 2005 ζει και εργάζεται στην Πάτρα.