Η Tanweer παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 10 Σεπτεμβρίου 2015 την ταινία του Guy Richie «Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.» (The Man from U.N.C.L.E.).

ΣΥΝΟΨΗ

Το «The Man from U.N.C.L.E», η διάσημη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’60 ετοιμάζεται για την κινηματογραφική της μεταφορά. Την ταινία σκηνοθετεί ο Γκάι Ρίτσι, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα δούμε τον Χένρι Καβίλ («Man of Steel»), στο ρόλο του Ναπόλεον Σόλο και τον Άρμι Χάμερ («The Social Network»), ως τον Ίλια Κουριάκιν.

Με φόντο τις αρχές της δεκαετίας του ’60, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, η ταινία «Κωδικό Όνομα: U.N.C.L.E.» παρακολουθεί τη ζωή του Σόλο, πράκτορα της CIA και του Κουριάκιν, πράκτορα της KGB. Στο πλαίσιο μιας αποστολής, οι δύο άνδρες αφήνουν στην άκρη την επί μακρόν αντιπαλότητά τους, προκειμένου να σταματήσουν μια μυστηριώδη διεθνή εγκληματική οργάνωση, που έχει στόχο να αποσταθεροποιήσει την εύθραυστη ισορροπία μέσω των πυρηνικών όπλων και της τεχνολογίας. Το μόνο στοιχείο που έχουν στη διάθεσή τους είναι η κόρη ενός εξαφανισμένου Γερμανού επιστήμονα, μέσω της οποίας θα μπορέσουν να διεισδύσουν στους κόλπους της οργάνωσης. Οι δύο άνδρες θα πρέπει να δώσουν μάχη με τον χρόνο προκειμένου να αποτρέψουν μια παγκόσμια καταστροφή.

Στην ταινία συμπρωταγωνιστούν οι Αλίσια Βικάντερ («Anna Karenina»), Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι («The Great Gatsby»), Τζάρεντ Χάρις («Sherlock Holmes: Game of Shadows») και ο Χιού Γκραντ στον ρόλο του Γουέιβερλι.

Το σενάριο είναι των Γκάι Ρίτσι και Λάιονελ Γουίγκραμ. Πρόκειται για την τρίτη συνεργασία τους μετά τις διασκευές των δύο μεγάλων κινηματογραφικά επιτυχημένων «Sherlock Holmes».

Πρωταγωνιστούν:

Χένρι Καβίλ, Άρμι Χάμερ, Αλίσια Βικάντερ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι,

Λούκα Καλβάνι, Τζάρεντ Χάρις και ο Χιου Γκραντ

Σκηνοθεσία:  Γκάι Ρίτσι

Σενάριο:  Γκάι Ρίτσι & Λάιονελ Γουίγκραμ

Παραγωγή: Τζον Ντέιβις, Λάιονελ Γουίγκραμ, Γκάι Ρίτσι

[Βασισμένη στην τηλεοπτική σειρά The Man From U.N.C.L.E.]

Φωτογραφία: Τζον Μάθισον

Καλλιτεχνική Διεύθυνση Όλιβερ Σολ

Μοντάζ: Τζέιμς Χέρμπερτ

Μουσική: Ντάνιελ Πέμπερτον

Κοστούμια: Τζοάνα Τζόνστον

Διάρκεια: 116’

Διανομή: Tanweer

Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ

Η νέα ταινία του Γκάι Ρίτσι, είναι μια περιπέτεια γεμάτη ένταση, δράση, αισθησιασμό και στυλ, γυρισμένη με χιούμορ τόσο σε ό,τι αφορά την ταραχώδη σχέση των δύο υπερκατασκόπων, όσο και την αποστολή που πρέπει να φέρουν σε πέρας.

«Είναι συναρπαστική η δυναμική της διάδρασης των δύο χαρακτήρων» λέει ο Ρίτσι, που εκτός από τη σκηνοθεσία και την παραγωγή, συνυπογράφει και το σενάριο που βασίζεται στην ομώνυμη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά του ’60.

Κατά την πρώτη συνάντησή τους, ο κορυφαίος πράκτορας της CIA και ο ομόλογός του από την KGB έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο. Και οι δύο έχουν σταλεί για τον ίδιο σκοπό πίσω από το Τείχος του Βερολίνου, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Το να βγάλει από τη μέση ο ένας τον άλλο, είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα.

Μέρες αργότερα, κι αφού έχουν ενημερωθεί από τους προϊστάμενούς τους ότι θα πρέπει να συνεργαστούν, η αλληλοεξόντωση φεύγει προσωρινά από το τραπέζι, οδηγώντας τους δύο ορκισμένους αντίπαλους, να εκτονώσουν τον εθνικό και επαγγελματικό ανταγωνισμό τους σε μια ανεπίσημη μάχη εντυπώσεων, με σαφές, αμφίδρομο μήνυμα, ότι η συγκεκριμένη συνεργασία γίνεται παρά τη θέλησή τους.

«Από μία άποψη είναι αυτό που θα λέγαμε buddy movie, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο ένας δεν συμπαθεί τον άλλο εξαρχής,» λέει ο Χένρι Καβίλ, που ενσαρκώνει τον Σόλο, τον γλυκύ και ενίοτε θρασύ Αμερικανό πράκτορα.

Ο Άρμι Χάμερ, που πρωταγωνιστεί στο ρόλο του Κουριάκιν, δίνει μια πιο συμβατική εξήγηση για το πώς βλέπει ο Ρώσος πράκτορας τα πράγματα: «Ο Κουριάκιν είναι ο απόλυτος στρατιώτης, βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, έδινε πάντα τον καλύτερο εαυτό του. Ξαφνικά, του αναθέτουν μια αποστολή που απεχθάνεται και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Και απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ξέρει καν ότι υπάρχουν κανόνες.»

«Το συγκλονιστικό για μένα είναι ότι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι πράκτορες, ενώ ξεκίνησαν με στόχο ο ένας να εξοντώσει τον άλλο, κατέληξαν να συνεργάζονται αλλά όχι και να εμπιστεύονται απόλυτα ο ένας τον άλλο,» λέει ο Ρίτσι. «Το γεγονός ότι ο ένας εκπροσωπεί την καπιταλιστική Αμερική και ο άλλος την κομμουνιστική Ρωσία, και ότι αυτές οι δύο υπερδυνάμεις αναγκάζονται να συνεργαστούν για να εξουδετερώσουν μια απειλή παγκόσμιων διαστάσεων, είναι καταπληκτικό σημείο εκκίνησης, που σου δίνει την ελευθερία να πειραματιστείς και να διασκεδάσεις. Αυτός είναι και ο κεντρικός άξονας της υπόθεσης.»

Ο παραγωγός και σεναριογράφος Λάιονελ Γουίγκραμ συνεργάζεται για ακόμα μία φορά με τον σκηνοθέτη, μετά τις δύο κινηματογραφικές επιτυχίες “Sherlock Holmes”. «Θέλαμε να δείξουμε πώς δημιουργήθηκε η U.N.C.L.E.» σημειώνει. «Στην τηλεοπτική σειρά, η U.N.C.L.E. υπήρχε ήδη. Στη μέση του Ψυχρού Πολέμου η CIA και η KGB συνεργάζονταν μυστικά για το καλό του κόσμου, τη στιγμή που οι σχέσεις Ανατολής-Δύσης διένυαν τη χειρότερη φάση τους. Πώς προέκυψε λοιπόν, μια τέτοια συμμαχία;»

Η δράση ξεκινά το 1963. Οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση βρίσκονται σε διαμάχη ως προς το ποια από τις δύο χώρες υπερέχει στον τομέα των πυρηνικών εξοπλισμών και η αναζήτηση πρώην Ναζί επιστημόνων είναι ακόμα έντονη σε μια όχι και τόσο ανοιχτή αγορά. Ένα τείχος χωρίζει στη μέση το μεταπολεμικό Βερολίνο και στη σκιά του, ο Σόλο και ο Κουριάκιν εμπλέκονται στην πρώτη τους αδυσώπητη καταδίωξη, με στόχο να υπάρχει μόνο ένας νικητής.

Το έπαθλο; Η Γκάμπι Τέλερ, μια ανατολικό-Γερμανίδα μηχανικός αυτοκινήτων (Αλίσια Βικάντερ) και αποξενωμένη κόρη του δρα Ούντο Τέλερ, του πάλαι ποτέ αγαπημένου πυρηνικού επιστήμονα του Χίτλερ. Τα ίχνη του δρα Τέλερ έχουν χαθεί, αναγκάζοντας τις δύο υπερδυνάμεις να τον αναζητήσουν πριν οι επικίνδυνες γνώσεις του μεταφραστούν σε οπλικά συστήματα που θα εξαΰλωναν ολόκληρες χώρες. Η Γκάμπι ίσως να αποτελεί το μόνο «δόλωμα» για να τον ξετρυπώσουν.

Επιλέγοντας να διατηρήσει τα πολιτιστικά και πολιτικά στερεότυπα του Ψυχρού Πολέμου, ο Ρίτσι λέει «Θέλαμε να αποτυπώσουμε την ουσία και τη μοναδικότητα της εποχής δημιουργώντας ταυτόχρονα αναγωγές για το σημερινό κοινό.» Το αποτέλεσμα είναι «εξίσου ιστορικό και σύγχρονο, κάτι που σε εμένα τουλάχιστον, μοιάζει απόλυτα φυσικό.»

Όπως οι ταινίες “Sherlock Holmes” ταξίδεψαν το κοινό στο βικτοριανό Λονδίνο, χωρίς να χάνουν την ικμάδα και τον σύγχρονο χαρακτήρα τους, έτσι και το “Κωδικό Όνομα U.N.C.L.E.” μετέφρασε όλα αυτά τα στοιχεία που έκαναν τη δεκαετία του ‘60 συναρπαστική – από την τέχνη, τη μόδα και τη μουσική, μέχρι τη νοοτροπία και τη στάση ζωής – σε μια ατμόσφαιρα που αποπνέει το άρωμα του τότε και του τώρα.

Ένας από τους λόγους που οι ιστορίες κατασκοπίας συνεχίζουν να διασκεδάζουν και να ενθουσιάζουν τον κόσμο, είναι η ‘κυκλική’ φύση της ιστορίας και της πολιτικής. «Χωρίς να υπεισερχόμαστε σε λεπτομέρειες, η υπόθεση Σνόουντεν και οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τη δράση της αντικατασκοπείας μέχρι τις μέρες μας, είναι κάτι που υποσυνείδητα συναρπάζει τον κόσμο. Η φύση των σχέσεων, η ευκαιρία για προδοσία, οι άβολες συμμαχίες που συνάπτονται μεταξύ εθνών… κατά κάποιο τρόπο η σημερινή εποχή αντικατοπτρίζει την ένταση που επικρατούσε το ’60 και στην οποία βασίζεται η ιστορία της ταινίας» λέει ο παραγωγός της ταινίας Κλαρκ Χολ.

ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΜΗ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΣΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΙΟΛΑΣ ΜΕΡΑ

Παρόλο που έμεινε πιστός στις συνθήκες και την πολιτική ατμόσφαιρα της σειράς, ο Ρίτσι χρησιμοποίησε την υπάρχουσα ιστορία ως σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη των βασικών χαρακτήρων και του παρελθόντος τους, δίνοντάς τους μια διαφορετική και πρωτόγνωρη διάσταση. Δεδομένου ότι στη σειρά η συνεργασία τους ξεκινάει από ένα απροσδιόριστο σημείο, τόσο οι δημιουργοί όσο και οι ηθοποιοί είχαν την ελευθερία να δημιουργήσουν τις συνθήκες που οδήγησαν αυτές τις δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες να φτάσουν στο σημείο που βρίσκονται.

Ο Χάμερ, που δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ τη σειρά, μελέτησε τα επεισόδια προκειμένου να βρει σημεία αναφοράς, ενώ ο Καβίλ, επέλεξε την ακριβώς αντίθετη προσέγγιση. Και οι δύο όμως, προσπάθησαν να κάνουν τους χαρακτήρες «δικούς τους».

Ο Καβίλ εξηγεί την κατ’ αυτόν πεμπτουσία του Σόλο, «δεν είναι καριερίστας πράκτορας της CIA. Είναι μάλλον αναρχικός. Απέκτησε τις ικανότητές του πουλώντας έργα τέχνης και αντίκες στη μαύρη αγορά, αφότου κατάφερε να διεισδύσει στη μεταπολεμική υψηλή κοινωνία. Ήταν δε, τόσο καλός σε αυτό που έκανε, που κανείς δεν μπορούσε να τον συλλάβει επί σειρά ετών και είναι κάτι για το οποίο είναι υπερήφανος. Τελικά, τον πρόδωσε η ζηλιάρα σύντροφός του, και η CIA, βλέποντας ότι θα της ήταν χρήσιμος ένας τέτοιος άνθρωπος, τον έθεσε προ ενός τελεσίγραφου: να πάει φυλακή ή να δουλέψει για εκείνη. Και κάπως έτσι, έγινε πράκτορας, πολύ πετυχημένος μεν, χωρίς τη θέλησή του δε.»

Αντιθέτως, η ανέλιξη του Κουριάκιν στην ιεραρχία της KGB ήταν αποτέλεσμα χρόνων αφοσίωσης, εκπαίδευσης και μόχθου. «Είναι ο κλασικός κατάσκοπος,» λέει ο Χάμερ για τον νεότερο πράκτορα της οργάνωσης που κατάφερε να ανέλθει σε μια τόσο υψηλή θέση. «Μεγάλωσε μέσα στο σύστημα, κατάφερε να εξελιχθεί ιεραρχικά και ακολουθεί πιστά τους κανονισμούς. Ο στόχος του ήταν ανέκαθεν να γίνει επιτελής της KGB. Είναι ό,τι πιο σημαντικό γι’ αυτόν.»

Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς τι εκνευρίζει τον Κουριάκιν περισσότερο στον νέο του συνεργάτη, τον οποίο αποκαλεί «Καουμπόι»: ο αμερικανογενής ιπποτισμός του, τα κατά τύχη αποκτηθέντα διαπιστευτήριά του ή το εγγενές του αίσθημα ότι δικαιούται τα πάντα. «Υπάρχουν σίγουρα σημεία τριβής,» λέει ο Χάμερ. «Από την άλλη όμως, όσο κι αν τον θεωρεί έναν ερασιτέχνη που δεν ξέρει τι κάνει, ο Σόλο κατάφερε να παραβιάσει μια υψηλής ασφαλείας κλειδαριά, χρησιμοποιώντας απλά έναν συνδετήρα… Ε, αυτό είναι εντυπωσιακό.»

Ο Σόλο, με τη σειρά του, θεωρεί τον Ρώσο συνεργάτη του άξεστο και απρόβλεπτο, «από την άλλη όμως, είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος,» λέει ο Καβίλ. «Μπορεί να διαφέρουν εξαιρετικά σε επίπεδο χαρακτήρα και μεθοδολογίας, αλλά αντιμετωπίζουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Παρόλο που η συνεργασία αυτή προέκυψε παρά τη θέλησή τους, δεν ξεχνούν στιγμή ότι έχουν μια αποστολή, ότι διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές και ίσως το μέλλον όλου του κόσμου, συνεπώς προσπαθούν να συνδυάσουν τις ικανότητές τους και να δουλέψουν μαζί. Και ίσως τελικά αποδειχθεί ότι μεγαλύτερο σύνολο είναι σημαντικότερο από τα επιμέρους.»

Αυτό που δεν έχει αποκαλύψει ο ένας στον άλλο, είναι ότι παρόλο που οι προϊστάμενοί τους έχουν συνάψει ένα σύμφωνο συνεργασίας για την εκτέλεση αυτής της αποστολής, έχουν προβλέπει διαφορετικό τέλος για τον καθένα. Ο Σόλο έχει εντολή να παραδώσει την Τέλερ και τα αποτελέσματα της έρευνάς του στα κεντρικά της CIA στο Λάνγκλεϊ, και ο Κουριάκιν στη Μόσχα. Κανείς από τους δύο δεν πρέπει να επιτρέψει σε οτιδήποτε – συμπεριλαμβανομένης και της συνεργασίας τους – να παρεμποδίσει την εκτέλεση αυτής της εντολής.

Πρώτα όμως, έχουν πιο άμεσα προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Η επαγγελματική τους σχέση χρειάζεται μια καλή «βιτρίνα», και αυτή θα τους την προσφέρει η Γκάμπι Τέλερ. Προκειμένου να εντοπίσουν τον πατέρα της, που φέρεται να κρατείται αιχμάλωτος στη Ρώμη από μια τρομοκρατική οργάνωση, στην οποία συμμετέχει και ο απεχθής θείος της Γκάμπι, Ρούντι, ο Κουριάκιν παριστάνει έναν Ρώσο αρχιτέκτονα κι εκείνη τη μνηστή του. Στις διακοπές της στη Ρώμη, όπου ο υποτιθέμενος μέλλων σύζυγός της σπουδάζει στατική μελέτη, η Γκάμπι προσεγγίζει τον θείο της προσπαθώντας να μάθει πού βρίσκεται ο πατέρας της προκειμένου να τον καλέσει στον επικείμενο γάμο της. Ο Σόλο, στο μεταξύ, βρίσκεται πάντα σε απόσταση αναπνοής παριστάνοντας ότι δεν γνωρίζει το ζευγάρι.

Η μεταμόρφωση από ανεπιτήδευτη μηχανικό σε καλοντυμένη κυρία δεν είναι εύκολη για την προσγειωμένη και ειλικρινή γυναίκα. «Αν όμως, με αυτό τον τρόπο καταφέρει να ξεφύγει από την ανατολική πλευρά του Τείχους, θα το κάνει,» λέει η Βικάντερ.

«Μου αρέσει που την παρουσίασαν αρχικά σαν ένα κουλ αγοροκόριτσο με χαρακτήρα,» λέει. «Η Γκάμπι μεγάλωσε σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, οπότε είναι αρκετά οξύθυμη και ξέρει να προστατεύει τα κεκτημένα της. Αν μη τι άλλο, δεν της αρέσει να το παίζει ‘όμορφη νοικοκυρά’ και νομίζω ότι η διάθεσή της να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της πυροδοτεί την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα σε αυτήν και τον Ίλια.»

Την τριάδα την περιμένει πολλή δουλειά, καθώς πρέπει να υιοθετήσουν γρήγορα τους καινούργιους «ρόλους» τους και να αντιμετωπίσουν τους επικίνδυνους αντίπαλούς τους. Ο θείος Ρούντι, ένας αμετανόητος Ναζί, συνεργάζεται στενά με το εξαιρετικά πλούσιο και ανήθικο ισχυρό ζεύγος Αλεξάντερ και Βικτόρια Βιντσιγκέρα. Οι τρεις τους, επιχειρούν να εξαναγκάσουν τον γαμπρό του, Ούντο Τέλερ, να τους αποκαλύψει την επαναστατική του μέθοδο για εμπλουτισμό ουρανίου: μια διαδικασία που καθιστά την κατασκευή της ατομικής βόμβας ευκολότερη και την πώλησή της στον πλειοδότη πολύ πιο γρήγορη.

Η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι ενσαρκώνει την Βικτόρια, μια φιλόδοξη, εντυπωσιακή, κατάξανθη γυναίκα, ταπεινής καταγωγής που παντρεύτηκε τον πλούσιο Ιταλό πλέιμποϊ, που διέθετε γοητεία και τίποτε άλλο. «Ας πούμε ότι δεν είναι αυτός ο εγκέφαλος,» λέει η Ντεμπίκι. «Του αρέσουν τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι γυναίκες, πράγμα που δεν ενοχλεί καθόλου τη Βικτόρια. Αρκεί πίσω από το γραφείο κινώντας τα νήματα να βρίσκεται εκείνη. Αυτό ήθελε ανέκαθεν. Είναι μια αυτοδημιούργητη, ευφάνταστη γυναίκα που ξέρει πολύ καλά πώς να ανέβει ταξικά.»

           

Η Ντεμπίκι κατάγεται από την Αυστραλία και ενσαρκώνει μια γυναίκα από το Λίβερπουλ, που όμως έχει μια πολύ επιτηδευμένη βρετανική φλεγματική προφορά. Η ηθοποιός λέει «σχεδόν όλοι υποδυόμαστε έναν ρόλο διαφορετικής εθνικότητας. Ο Κάβιλ είναι Βρετανός και ενσαρκώνει έναν Αμερικανό. Ο Χάμερ είναι Αμερικάνος και ενσαρκώνει έναν Ρώσο και η Βικάντερ είναι Σουηδή κι ενσαρκώνει μια Γερμανίδα. Όλο αυτό νομίζω ότι εντείνει τον διεθνή αέρα της ταινίας.»

Μια από τις εξαιρέσεις είναι ο ηθοποιός που επιλέχθηκε να ενσαρκώσει τον Αλεξάντερ. Στο ντεμπούτο του σε αγγλόφωνη ταινία στον ρόλο του γοητευτικού οδηγού αγώνων, συναντάμε τον Ιταλό Λούκα Καλβάνι.

«Ο Αλεξάντερ θεωρεί ότι έχει βρει την τέλεια γυναίκα-έπαθλο, πράγμα αστείο αν αναλογιστεί κανείς ότι μάλλον εκείνος είναι ο σύζυγος-έπαθλο, αφού χρηματοδοτεί τα σατανικά σχέδια της Βικτόρια,» λέει ο Καλβάνι. «Ο εγωισμός του όμως, είναι τόσο μεγάλος που πιστεύει ότι τα ηνία τα κρατάει εκείνος.»

Καθώς ξετυλίγεται όλη αυτή η ίντριγκα, οι υψηλά ιστάμενοι παρακολουθούν άγρυπνα τις εξελίξεις από τα πόστα τους. Ο ένας είναι ο προϊστάμενος του Σόλο στη CIA,  ο Σάντερς, τον οποίο ενσαρκώνει ο Τζάρεντ Χάρις.

Ως φόρο τιμής στους απανταχού σινεφίλ, ο χαρακτήρας φέρει το όνομα του κλασικού σταρ Τζορτζ Σάντερς, που ενσάρκωσε ‘Τον Άγιο’ και άλλους κατασκόπους σε πολλές ταινίες.

Ο Χάρις λέει, «ο Σάντερς δυσκολεύεται από αυτόν τον ανεξάρτητο και σχεδόν αυθάδη πράκτορα που όμως είναι εξαιρετικά ταλαντούχος. Ίσως γι’ αυτό να είναι τόσο κακοδιάθετος και γκρινιάρης. Ζει σε έναν γκρι κόσμο, είναι απόλυτος στις απόψεις του και πάνω απ’ όλα βάζει την πατρίδα.»

Ο Χιου Γκραντ ενσαρκώνει τον ευγενή και ατσαλάκωτο Γουέιβερλι, τον τρίτο οικείο χαρακτήρα από τη σειρά. Ο Γουέιβερλι έχει την πιο μετριόφρονα συμπεριφορά, συστήνεται διά χειραψίας και εκφοράς του ονόματός του, παρά το γεγονός ότι είναι ένας από τους ισχυρότερους άνδρες της υπόθεσης – πράγμα που δεν θα αποκαλυφθεί παρά πολύ αργότερα.

«Φαντάζομαι ότι είναι ένας ευγενικός αλλά μάλλον τρομακτικός και κορυφαίος Βρετανός κατάσκοπος,» λέει ο ηθοποιός. «Όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί του, προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό. Θεωρώ ότι έχει δώσει τις μάχες που του αναλογούσαν και τις απόλαυσε, όμως πλέον είναι ένας άνθρωπος που κυκλοφορεί με κομψά κοστούμια, ξεγελώντας όσους βρίσκονται πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και ενδεχομένως και την CIA…»

Το βασικό καστ συμπληρώνει ο γεννημένος στη Σιβηρία Μίσα Κουζνέτσοφ, στο ρόλο του Ρώσου ομολόγου του Σάντερς, Όλεγκ. Ο Γερμανός ηθοποιός Κρίστιαν Μπέρκελ ενσαρκώνει τον Ούντο Τέλερ, ένα λαμπρό μυαλό που εγκλωβίστηκε σε μια κατάσταση απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο Σιλβέστερ Γκροθ υποδύεται τον Ρούντι, έναν αμετανόητο Ναζί αφιερωμένο στον στόχο και στα διεστραμμένα χόμπι του. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Γκροθ γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία αλλά αυτομόλησε στην Δύση.

ΣΤΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ

Οι τοποθεσίες της ταινίας παίζουν ουσιαστικό ρόλο, καθώς δίνουν τον κατάλληλο τόνο αληθοφάνειας. «Στο ‘Sherlock Holmes’ χαρήκαμε που η αναβίωση του Λονδίνου του 19ου αιώνα κατάφερε να ταξιδέψει το κοινό στον χρόνο. Το ίδιο προσπαθήσαμε να κάνουμε και αυτή τη φορά αναβιώνοντας το Βερολίνο και τη Ρώμη βασιζόμενοι σε ταινίες εκείνης της εποχής,» όπως λέει ο Γουίγκραμ. «Η Ρώμη αποτελεί το τυπικό μοντέλο του στυλ της δεκαετίας του ’60, ενώ το Βερολίνο ήταν το επίκεντρο όλων των ταινιών που πραγματεύονταν τον Ψυχρό Πόλεμο.»

Ο Ρίτσι προσθέτει, «Κάποια χαρακτηριστικά σημεία όπως το Τείχος του Βερολίνου καθώς και το σημείο ελέγχου Checkpoint Charlie είναι στοιχεία που προσδίδουν αληθοφάνεια σε μια ταινία αυτού του είδους που διαδραματίζεται σε αυτή την εποχή.»

Τα σκηνικά του Βερολίνου ήταν σε ψυχρά και μουντά χρώματα ενώ αντίθετα οι Ιταλικές τοποθεσίες ήταν γεμάτες φωτεινά και θερμά χρώματα και υφές.

«Ο Γκάι ήθελε να υπάρχει αυτή η αίσθηση του ’60 – αν και όχι με προφανή τρόπο – διανθισμένη με στοιχεία του Ψυχρού Πολέμου. Η επίτευξη αυτής της ισορροπίας ήταν πολύ σημαντική,» λέει ο Όλιβερ Σολ που ανέλαβε τον σχεδιασμό της παραγωγής.

Η υπεύθυνη για την επιλογή των τοποθεσιών Σου Κουίν, σάρωσε όλα τα μήκη και πλάτη της Ευρώπης ώστε να εντοπίσει τα κατάλληλα σημεία που θα έκαναν πραγματικότητα το όραμα του Ρίτσι. «Ξεκινήσαμε από τη Ρώμη, με την εξαιρετική αρχιτεκτονική. Η Ρώμη όμως, βρίθει τουριστών και αυτό αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για την παραγωγή. Έτσι, επιλέξαμε να πάμε στην Νάπολη και τα περίχωρά της.»

Κάποια από τα σημεία της Ρώμης που χρησιμοποιήθηκαν για τα γυρίσματα ήταν τα διάσημα Ισπανικά Σκαλιά, το Teatro Marcello, η Piazza Venezia και το ξενοδοχείο Grand Plaza όπου διαμένουν οι Σόλο, Κουριάκιν και Γκάμπι όσο προσπαθούν να πλησιάσουν τους Βιντσιγκέρα. Στην Νάπολη, η ομάδα επέλεξε τις υπόγειες σήραγγες της Fonderia Iron Works για να αναπαραστήσει τα μπουντρούμια του νησιού των Βιντσιγκέρα, ιδανικά για να κρύψουν έναν πυρηνικό φυσικό και το εργαστήριό του. Το Κάστρο Μπάχα στον Κόλπο της Νάπολης, που θεωρείται ότι κατασκευάστηκε για τον Νέρωνα, αποτέλεσε το υπέροχο φόντο για τα εξωτερικά γυρίσματα.

Η αναβίωση της Ανατολικής Γερμανίας έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο σε φυσικές τοποθεσίες όσο και στα στούντιο της Warner Bros. στο Λίβσντεν. Εκεί, στο πίσω μέρος του στούντιο στήθηκε και το διαβόητο Checkpoint Charlie. Η Ναυτική Σχολή του Γκρίνουιτς στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο και οι αποβάθρες του Τσάτχαμ στο Κεντ (με τη βοήθεια computer graphics) αποτέλεσαν το φόντο για την αρχική σκηνή καταδίωξης κατά μήκος του Τείχους του Βερολίνου, επιτρέποντας στην παραγωγή να εξασφαλίσει το οπτικό αποτέλεσμα που ήθελε, κάνοντας τα γυρίσματα σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Η ιστορική πίστα ταχύτητας Goodwood Circuit στο Δυτικό Σάσεξ άλλαξε «εθνικότητα» και μετατράπηκε στην ιταλική πίστα που ο Αλεξάντερ Βιντσιγκέρα επιδεικνύει τον στόλο του.

Το πιο απαιτητικό γύρισμα, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο εφέ ήταν η κλιμακούμενη καταδίωξη στα ανοιχτά του νησιού των Βιντσιγκέρα. Για τη συγκεκριμένη σκηνή χρησιμοποιήθηκαν πολλές και διαφορετικές τοποθεσίες: το Hankley Common – μια αγροτική περιοχή στο Σάρεϊ,  οι σήραγγες Miseno και το Κάστρο Baia στη Νάπολη, δρόμοι στα περίχωρα της Ρώμης και το Άμπερσγουιθ στη δυτική ακτή της Ουαλίας.

Ο βραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας Τζον Μάθισον συνεργάστηκε στενά με τον Γκάι Ρίτσι, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα που για τον Γουίγκραμ «απέπνεε κάτι από την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής αλλά με τη σημερινή ενέργεια. Η γωνία των πλάνων του, η ατμόσφαιρα που δημιούργησε… Έκανε πραγματικά σπουδαία δουλειά.»

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΠΕΡΙΠΛΟΚΑ…

Για τις σκηνές δράσης επιστρατεύτηκε ο ειδικός επικίνδυνων σκηνών Πολ Τζένινγκς και ο ειδικός οπτικών εφέ Ντόμινικ Τουόχι. Ο Τζένινγκς ανέλαβε να εκπαιδεύσει τους πρωταγωνιστές στη μάχη σώμα με σώμα, στη χρήση όπλων, σε καταδιώξεις με μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα και εκρήξεις. Ο Χένρι Καβίλ και ο Άρμι Χάμερ δεν δίστασαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, εκτελώντας οι ίδιοι τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές.

Ανταλλαγή πυρών στο Βερολίνο

Η ιστορία ξεκινά εκρηκτικά, καθώς η Γκάμπι και ο Σόλο, προσπαθούν με ένα vintage Wartburg να ξεφύγουν από το Trabant του Κουριάκιν στους σκοτεινούς δρόμους του Ανατολικού Βερολίνου και να συναντήσουν τον σύνδεσμο του Σόλο στην άλλη πλευρά.

Και στα δύο αυτοκίνητα τοποθετήθηκε δεύτερο τιμόνι, πεντάλ και ταχύτητες στην οροφή απ’ όπου επαγγελματίες οδηγοί κινούσαν τα οχήματα, με τους ηθοποιούς να επιβαίνουν σε αυτά. Τα δύο αυτοκίνητα ακολουθούσε ένα τρίτο που έφερε τις κάμερες.

Τα δύο αυτοκίνητα έπρεπε να είναι κοντά στις στροφές, συνεπώς κάναμε το ένα πολύ ελαφρύ και το συνδέσαμε με το άλλο. Μετά, σε green room, κατασκευάσαμε ένα υδραυλικό σύστημα ώστε να μπορούμε να τα μετακινούμε μπρος και πίσω, με τέτοιο τρόπο που να μοιάζει ότι το ένα μαζεύει την απόσταση από το άλλο.

Τα οπτικά εφέ αποδείχθηκαν για ακόμη μια φορά αναντικατάστατα, καθώς χάρη σε αυτά οι δρόμοι του Γκρίνουιτς και του Τσάτχαμ μετατράπηκαν σε δρόμους του Ανατολικού Βερολίνου.

Η Κρουαζιέρα

Η σκηνή στο λιμάνι απαιτούσε δεινή οδηγική ικανότητα. Μια δοκιμή με τον Άρμι, τους έπεισε ότι μπορούσε να γυρίσει μόνος του τη σκηνή. Οι προκλήσεις όμως, ήταν πολύ περισσότερες και μεγαλύτερες. Ο Τουόχι εξηγεί «όταν εκτοξεύεις ένα όχημα από ύψος με σκοπό να προσγειωθεί σε ένα σκάφος, οι δυνάμεις της φυσικής θα αναγκάσουν το σκάφος να μετακινηθεί». Για να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα, κατασκεύασαν ένα ελαφρού τύπου φορτηγάκι το οποίο συνέδεσαν με έναν γερανό προκειμένου να προσγειωθεί στο κατάλληλο σημείο.

Καταδίωξη στο κτήμα των Βιντσιγκέρα

Η κλιμακούμενη καταδίωξη στο νησί των Βιντσιγκέρα απαιτούσε δυναμισμό και ευρηματικότητα καθώς ο καθένας επιλέγει διαφορετικό μέσο μετακίνησης.

Μεταξύ των οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μια μοτοσυκλέτα του 1960, ένα τροποποιημένο Land Rover και ένα κατά παραγγελία κατασκευασμένο ATV με τετρακίνηση.

Η μοτοσυκλέτα που χρησιμοποίησε ο Χάμερ ήταν μια συλλεκτική Métisse Desert Racer, ακριβές αντίγραφο της Mark III που σχεδίασε ο Στιβ ΜακΚουίν και ο Μπαντ Έκινς το 1960.

Επίσης, μεταξύ των συλλεκτικών οχημάτων που εμφανίζονται στην ταινία είναι ένα ελικόπτερο Hiller UH12E4 του 1960 που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί στον ‘Χρυσοδάχτυλο’, των ταινιών James Bond.

ΤΑ ΡΑΣΑ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑ… ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ

Οι επιλογές της βραβευμένης ενδυματολόγου Τζοάνα Τζόνστον εναρμονίστηκαν πλήρως με τη χρωματική παλέτα του Σολ. «Στο Βερολίνο, οπτικά επικρατούσε το γκρι του τσιμέντου. Όλα ήταν ψυχρά, άκαμπτα και ζοφερά,» λέει. «Βλέπουμε μια αναζωογονητική νότα με την εισαγωγή κάποιων εμπριμέ όταν περνάμε στο Δυτικό Βερολίνο αλλά και πάλι σε ψυχρές αποχρώσεις. Στην Ιταλία πάλι, τα χρώματα είναι θερμά και όλα τα ρούχα είναι πάρα πολύ κομψά.»

Αυτό που ενέπνευσε την Τζόνστον ήταν η απελευθέρωση της κουλτούρας από την μεταπολεμική κατήφεια του 1950, η οποία είναι πρόδηλη στα περιοδικά μόδας της εποχής. «Υπήρχε παντού χρώμα,» εξηγεί. «Ήταν μια πολύ επαναστατική και ρηξικέλευθη εποχή για τις τέχνες, τη μόδα και τη μουσική. Αυτό που με εξέπληξε ήταν η ελευθερία στο σχέδιο, που την νιώθεις μέσα από τις φωτογραφίες, τα μοντέλα, το styling, τα πάντα.»

Σε πλήρη συμφωνία με τον Ρίτσι, η ενδυματολόγος προσπάθησε να αποφύγει τα ακραία κλισέ που μπορούν να καταδικάσουν μια ταινία εποχής, επιλέγοντας πιο ήπια και ανεπιτήδευτα λουκ. Ο Χάμερ αποδίδει τα εύσημα στη γκαρνταρόμπα του λέγοντας ότι τον βοήθησε πολύ να μπει στο πετσί του ρόλου. «Δεν ένιωθα ότι φορούσα κάποιο κοστούμι. Ένιωθα σαν να φοράω κανονικά ρούχα, τίποτα δεν ήταν υπερβολικό.» Η αλήθεια είναι ότι ο Κουριάκιν ήταν ο λιγότερο κομψός μιας και όπως λέει αστειευόμενος ο Χάμερ «το μπάτζετ του ήταν μπάτζετ σοβιέτ».

Η Τζόνστον επέλεξε ένα στυλ χαμηλών τόνων και casual-sexy για τον Ρώσο πράκτορα, που αποτελείται από σουέντ και κοτλέ σακάκια, παντελόνια και ζιβάγκο, το οποίο ήταν και το μοναδικό στοιχείο που διατήρησε από την τηλεοπτική σειρά.

Για τον Σόλο επέλεξε μια πιο κομψή εμφάνιση, που αποτελείται από χειροποίητα κοστούμια Saville Row και χειροποίητα παπούτσια. Για την ραφή των κοστουμιών επιστρατεύτηκε ο γνωστός Βρετανός ράφτης Τίμοθι Έβερεστ. Όπως λέει η ενδυματολόγος «Το παν για τον Σόλο είναι η ματαιοδοξία και η προβολή της εικόνας – έπρεπε το στυλ του να είναι ακριβό, κομψό και σικ».

Ο σχεδιασμός των κοστουμιών της πρωταγωνίστριας έθεσε μια νέα πρόκληση. Η Γκάμπι αρχικά παρουσιάζεται ως ένα αγοροκόριτσο που πολύ σύντομα υιοθετεί την υψηλή ραπτική. Το ανάλαφρο στυλ της περιγράφεται από την Τζόνστον ως «δροσερό, νεανικό, απλό και λιτό, που της επιτρέπει να νιώθει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα ανά πάσα στιγμή.»

«Οι πρόβες των ρούχων σε βοηθά πολύ να μπεις στο πετσί του ρόλου και η Τζοάνα μου επέτρεψε να συμμετέχω ενεργά στη διαδικασία επιλογής,» θυμάται η Βικάντερ. «Όταν ο άλλος σου δείχνει σκίτσα και φωτογραφίες, σε βοηθά να αφήσεις τη φαντασία σου ελεύθερη. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή είδα ένα απίστευτο φόρεμα με ανοιχτή πλάτη, το οποίο μου άρεσε πάρα πολύ. Στην επόμενη πρόβα, μου το έδωσε να το δοκιμάσω.»

Στην ψυχρή Βικτόρια, η Τζόνστον είδε κάτι από τον Σόλο. «Με έναν δικό της μοναδικό τρόπο, η Βικτόρια είναι το αντίστοιχό του σε επίπεδο ματαιοδοξίας και προβολής της κατάλληλης εικόνας. Της αρέσει το δραματικό λουκ. Είναι σαν το φίδι που θέλει να δελεάσει το θήραμα στη φωλιά του.»

Η Ντεμπίκι συνεργάστηκε με ιδιαίτερη χαρά με την Τζόνστον προκειμένου να καταλήξουν στο ασπρόμαυρο χαρακτηριστικό στυλ της. «Τα ρούχα της Βικτόρια αντιπροσωπεύουν ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η μόδα του ’60. Της αρέσει η λάμψη και οι ζώνες, και δεδομένου ότι είναι πλούσια, σκεφτήκαμε ότι δεν υπήρχε κανένας περιορισμός. Άλλωστε, όταν είσαι ο κακός της υπόθεσης μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις,» λέει η ενδυματολόγος.

ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΟΝΟ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ

«Η μουσική είναι ένα πάρα πολύ βασικό, έως και θεμελιώδες στοιχείο της ταινίας,» λέει ο Ρίτσι. «Σε κάποιες σκηνές η ίδια η μουσική υπαγορεύει την ένταση. Η δράση απλά ακολουθεί. Είναι η πρώτη μου συνεργασία με έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νεαρό συνθέτη, τον Ντάνιελ Πέμπερτον και είμαι πολύ χαρούμενος με το αποτέλεσμα.»

Για τον Πέμπερτον ήταν μια πραγματικά πρωτόγνωρη εμπειρία. «Ο Γκάρι μου ζήτησε η μουσική να είναι απλή αλλά να μένει στο μυαλό του άλλου. Ήθελε κάθε μουσικό θέμα να είναι μοναδικό, να μπορεί να σταθεί μόνο του αλλά ταυτόχρονα να εξυπηρετεί τον σκοπό του μουσικού συνόλου, σε επίπεδο έντασης και εμπλουτισμού της δράσης. Ήταν μια τεράστια πρόκληση αλλά και μια θαυμάσια εμπειρία για μένα, καθώς είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ και να τολμήσω ως συνθέτης.»

Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην κατοικία των Βιντσιγκέρα, μια σκηνή με μεγάλη διάρκεια και έντονη δράση, όπου συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα, τα οποία ο σκηνοθέτης – ακολουθώντας το βήμα της μουσικής – εμφανίζει σε split screen. Ο Πέμπερτον σχολιάζει, «υπάρχουν στιγμές που δεν υπάρχουν διάλογοι, ή υπάρχουν μόνο κάποιες ατάκες. Θυμάμαι να καθόμαστε με τον Γκάι και τον μοντέρ του, τον Τζέιμς Χέρμπερτ και να προσπαθούμε να βρούμε κάτι καινοτόμο. Τότε, μας ήρθε η ιδέα να δοκιμάσουμε ένα αναρχικό, σχεδόν πολυσυλλεκτικό μουσικό θέμα που αντηχούσε την ένταση της επίθεσης. Κλιμακώνεται σε έναν χαοτικό ήχο, ανεξέλεγκτο που όμως καταφέρνει να συγκρατηθεί και να ακολουθήσει τις στιγμές κορύφωσης και ύφεσης της δράσης. Είναι ένα από τα μουσικά θέματα για τα οποία είμαι πάρα πολύ περήφανος.»

Ο Πέμπερτον θέλησε να δημιουργήσει έναν ήχο που να συνδυάζει τη ζωηρότητα του σήμερα με την χαρακτηριστική γεύση του ’60. Το πρώτο βήμα έγινε με την επιλογή του στούντιο: η μουσική της ταινίας ηχογραφήθηκε στο Στούντιο 2 στο Abbey Road, το θρυλικό στούντιο ηχογράφησης των Beatles.

Από τεχνικής άποψης, το Abbey Road αποδείχθηκε πραγματικό θησαυροφυλάκιο για τον εξοπλισμό που χρειαζόταν ώστε να πετύχει τα ακούσματα που επεδίωκε. «Χρησιμοποιήσαμε ό,τι εξοπλισμό υπήρχε από τη δεκαετία του ’60. Από μαγνητόφωνα, παλιά γραφεία μέχρι τον θάλαμο echo – τον τρόπο που δημιουργούσαν το echo πριν την έλευση του αναλογικού και του ψηφιακού εξοπλισμού. Το μόνο που κάνεις είναι να βάλεις ένα μικρόφωνο σε έναν θάλαμο με ένα μεγάφωνο. Απλά παίζεις τον ήχο και γράφεις την ηχώ από το δωμάτιο. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε εκπληκτικά όργανα εποχής, από αρπίχορδα μέχρι παλιά μπάσα και κιθάρες. Χάρη στον Σαμ Όκελ, τον τεχνικό του στούντιο, που ξέρει τα πάντα για αυτόν τον εξοπλισμό από την εποχή που μίξαρε τα re-master των Beatles, το αποτέλεσμα ήταν αυτό που θέλαμε.»