Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015 την ταινία «Love & Mercy», σε σκηνοθεσία του Μπιλ Πόλαντ με τους Πολ Ντέινο και Τζον Κιούζακ.

Η άγνωστη ιστορία της ταραχώδους προσωπικής ζωής και εκρηκτικής καριέρας του Μπράιαν Ουίλσον των Beach Boys αποκαλύπτεται σε μια συγκλονιστική ταινία για την δύναμη της αγάπης και των δεύτερων ευκαιριών.

Το συγκινητικό και ειλικρινές βιογραφικό πορτρέτο του «Love & Mercy» αποκαλύπτει την άγνωστη ιστορία της βασανισμένης ιδιοφυΐας πίσω από τις ηλιόλουστες μελωδίες των Beach Boys, τη μετεωρική άνοδο, την εντυπωσιακή πτώση και την ανάκαμψη του πρωτοπόρου, θρυλικού ποπ σταρ, Μπράιαν Ουίλσον.

Ο Πολ Ντέινο και ο Τζον Κιούζακ υποδύονται τον Ουίλσον σε δύο διαφορετικές περιόδους της ζωής του, καθώς η ταινία μάς παρουσιάζει τα μυστικά ενός σύγχρονου Μότσαρτ όσο εκείνος θριαμβεύει ενάντια στην ψυχική ασθένεια και τους εθισμούς, για να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο εμβληματικούς μουσικούς της γενιάς του.

Μία μουσική ιδιοφυΐα αποκαλύπτεται

Ένας από τους ελάχιστους ζωντανούς θρύλους της χρυσής εποχής της μουσικής, ο Μπράιαν Ουίλσον δημιούργησε μερικά από τα πιο διάσημα τραγούδια στην ιστορία του ροκ ν’ ρολ, στάθηκε με τους Beach Boys στην κορυφή του κόσμου, ανταγωνίστηκε τους Beatles για τον τίτλο της πιο πετυχημένης μπάντας και θεωρείται ένας από τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες που γνωρίσαμε ποτέ.

Κι όμως, το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει την πραγματική του ιστορία. Γεννημένος στην Καλιφόρνια το 1942, ο Ουίλσον σχημάτισε τους Beach Boys το 1961, των οποίων οι επιτυχίες τον έκαναν πασίγνωστο. Πέρα από τις χαρούμενες μελωδίες και τα εθιστικά ρεφρέν, χαρακτηριστικά των πρώτων τους άλμπουμ, ο Ουίλσον εξέλιξε την μέθοδό του για να δημιουργήσει το πρωτοποριακό «Pet Sounds», που θεωρείται πια ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.

Όμως, όσο η δημιουργικότητά του ανέβαινε, τόσο εκείνος βυθιζόταν στον εθισμό του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, εν μέρει σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την ψυχική ασθένεια που τον κατέτρωγε. Μετά από αρκετά χρόνια σε προσωπικό και επαγγελματικό πάτο, εξαιτίας και της σχέσης του με έναν εγκληματικά παρεμβατικό γιατρό, ο οποίος τον ήλεγχε μέσα από τα συνταγογραφημένα φάρμακά του, ο Ουίλσον γνώρισε την σημερινή του γυναίκα, Μελίντα, και κατάφερε να αναδυθεί και πάλι στην επιφάνεια, δίνοντας νέα πνοή και στην καριέρα του. Ο Ουίλσον μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame το 1988.

«Το “Love & Mercy” μιλά για την αναζήτηση για μια ταυτότητα, μέσα από μια καταπληκτική προσωπικότητα», εξηγεί ο σκηνοθέτης Μπιλ Πόλαντ. «Ο Μπράιαν Ουίλσον είναι αναγνωρισμένη μουσική ιδιοφυΐα, αλλά εμείς προσπαθήσαμε να ψάξουμε βαθύτερα στο ποιος είναι και τι τον ωθούσε να συνεχίσει, παρά τη μάχη του με την ψυχική ασθένεια. Θέλαμε να απομακρυνθούμε από τη διασημότητα και να δούμε τον άνθρωπο πίσω από αυτήν, καθώς και να εξετάσουμε το πώς αντιμετωπίζονται όλοι όσοι αντιμετωπίζουν παρόμοιες δυσκολίες, τόσο από τους δικούς τους ανθρώπους, όσο και από το ευρύτερό τους περιβάλλον».

Το «Love & Mercy» είναι μια κινηματογραφική ιστορία δομημένη πάνω σε δύο βασικούς, χρονικούς και αφηγηματικούς, άξονες: από τη μια, η ηχογράφηση του εμβληματικού «Pet Sounds» και από την άλλη, η γνωριμία του Ουίλσον με την μετέπειτα γυναίκα του, Μελίντα, την οποία υποδύεται η Ελίζαμπεθ Μπανκς.

Το «Pet Sounds» σήμανε την επιθυμία του Ουίλσον να απομακρυνθεί από το μέχρι τότε στιλ των Beach Boys και να κάνει κάτι διαφορετικό. «Ήταν μια μνημειώδης στιγμή», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Όταν έχεις επιτυχία κάνοντας κάτι συγκεκριμένο, κανείς δεν δέχεται εύκολα την αλλαγή. Ο Μπράιαν, όμως, είναι ένας καλλιτέχνης που δεν γνωρίζει τέτοια όρια και η ταινία απλώς δεν θα ήταν ειλικρινής αν δεν μιλούσε για την περίοδο αυτή της ζωής του». Πολλά χρόνια αργότερα, μια ακόμη αλλαγή ήρθε απότομα για τον Ουίλσον, αλλά αυτή τη φορά δεν αφορούσε τη μουσική: η τυχαία γνωριμία του με τη Μελίντα, η οποία έμελλε να δράσει καταλυτικά στο δεύτερο μισό της ζωής του και να την αλλάξει προς το καλύτερο.

Παρόλο που αρχικά ο Πόλαντ και οι συνεργάτες του σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο ηθοποιό για τις δύο χρονικές περιόδους, τελικά κατέληξαν να δώσουν τον ρόλο σε δύο πολύ διαφορετικούς ηθοποιούς, υπογραμμίζοντας έτσι και το πόσο αλλαγμένος είναι ο Ουίλσον όταν τον ξανασυναντούμε στην δεκαετία του ’80, μετά την χρυσή περίοδο της δεκαετίας του ’60.

«Οι ερμηνείες του Πολ Ντέινο μέσα στα χρόνια είναι πραγματικά καταπληκτικές», λέει ο Πόλαντ. «Πάντα τον θαύμαζα και πάντα τον ήθελα για συνεργάτη. Συνήθως παίζει ρόλους σκοτεινούς, άρα μου άρεσε ακόμη περισσότερο η ιδέα τού να παίξει έναν ευαίσθητο, αστείο αλλά και παράξενο τύπο, μια ιδιοφυΐα. Συμβολίζει τα νιάτα και τις ανεξάντλητες προοπτικές, την αδάμαστη δημιουργικότητα – και ο Πολ τα ενσωμάτωσε όλα αυτά στην ερμηνεία του εξαιρετικά».

Ο Ντέινο («Θα Χυθεί Αίμα», «12 Χρόνια Σκλάβος», «Prisoners»), που δήλωσε ότι αυτός ο ρόλος ήταν εκείνος που αγάπησε περισσότερο στην μέχρι τώρα καριέρα του, ανέλαβε να ενσαρκώσει την γεμάτη ζωή φάση του Ουίλσον, την περίοδο κατά την οποία ξεχείλιζε ιδέες και ενέργεια. Έχοντας περάσει αρκετούς μήνες προετοιμάζοντας τον ρόλο, μέσω του οπτικοακουστικού αρχείου για τον Ουίλσον, ο Ντέινο τελικά τον γνώρισε λίγο πριν την έναρξη των γυρισμάτων. «Έχει κάτι το πολύ νεανικό, όπως τα παιδιά που είναι τόσο ειλικρινή. Μοιράζεται τι σκέφτεται και τι αισθάνεται. Οι περισσότεροι είμαστε πιο μαζεμένοι, αλλά εκείνος όχι. Ήταν τόσο όμορφο, τόσο αναζωογονητικό».

Όσο για τον Τζον Κιούζακ στο ρόλο του μεγαλύτερου σε ηλικία Ουίλσον, η επιλογή δεν ήταν τόσο αυτονόητη. «Δεν είχα τόσο καθαρή εικόνα τού πώς ήταν ο Μπράιαν σε εκείνη την ηλικία, κι έτσι δεν σκέφτηκα αρχικά τον Τζον», παραδέχεται ο Πόλαντ. «Αλλά μια μέρα είδα ένα βίντεο από την εποχή εκείνη και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μου τον θυμίζει φοβερά. Και τότε δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ενθουσιασμένος το πόσο ταιριαστός θα ήταν για το είδος της ερμηνείας που θέλαμε».

Για τον Κιούζακ, η πρόκληση ήταν να καταλάβει μια πολύ μπερδεμένη και θολή περίοδο της ζωής του Ουίλσον, έτσι ώστε να την αποδώσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ειλικρίνεια στην ταινία. «Είχα το κομμάτι της ζωής του στο οποίο έχει περάσει το δημιουργικό του ζενίθ και επανήλθε στην κοινωνία χάρη στη Μελίντα. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια μίνι-σειρά με όλα όσα έχει περάσει, αλλά έπρεπε να επικεντρωθούμε σε κάτι συγκεκριμένο. Και ήταν δύσκολο να καταλάβω την περίοδο εκείνη. Δεν μου άρεσε η ιδέα να τον κάνω να τα ξαναζήσει, αλλά έπρεπε και έτσι αναγκάστηκα να τον ρωτήσω διάφορα για την εποχή εκείνη και την σχέση του με τον δρ. Λάντι».

Η αθάνατη μουσική του Ουίλσον και των Beach Boys είναι φυσικά παρούσα στην ταινία, αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό, μια ενσυνείδητη απόφαση των συντελεστών, όπως λέει ο Πόλαντ. «Είναι μια ταινία που εξερευνά τον άνθρωπο Μπράιαν Ουίλσον, δεν είναι μια βιογραφική ταινία για το συγκρότημα. Προφανώς η μουσική του και οι Beach Boys είναι ένα μεγάλο κομμάτι τού ποιος είναι αλλά έπρεπε να βρούμε μια ισορροπία έτσι ώστε η μουσική να μην υπερκαλύψει την ιστορία. Πρέπει να βρεις τους χαρακτήρες και να αφήσεις τη μουσική απλώς να σε βοηθήσει να πεις την ιστορία».

Και η ιστορία έχει μόνο έναν στόχο, σύμφωνα με τον Πόλαντ: να κάνει γνωστό αυτό που πραγματικά αντιμετώπισε ο Ουίλσον, όσο ο κόσμος τον αποθέωνε και έπειτα σταδιακά τον ξέχασε. «Δημιούργησε καταπληκτική, διαχρονική μουσική αλλά είναι σημαντικό να γίνουν γνωστές οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισε για να γράψει τέτοια μουσική. Ο κόσμος μπορεί να γίνει πολύ σκληρός σε όλους όσοι πάνε κόντρα στο ρεύμα, οπότε είναι κρίσιμο να πούμε την ιστορία αυτή. Ίσως με την ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα την σκεφτούν όταν συναντήσουν κάποιον που θεωρούν περίεργο, εκκεντρικό ή οτιδήποτε σχετικό, και θα τους δουν με άλλο μάτι. Αυτό που ελπίζω είναι μια τέτοια ταινία να βοηθήσει να φερόμαστε καλύτερα ο ένας στον άλλο».

Σκηνοθεσία Μπιλ Πόλαντ

Σενάριο Όρεν Μόβερμαν

Μάικλ Α. Λέρνερ

Παραγωγή Μπιλ Πόλαντ

Κλερ Ράντνικ

Τζον Ουέλς

Ηθοποιοί Τζον Κιούζακ

Πολ Ντέινο

Ελίζαμπεθ Μπανκς

Πολ Τζιαμάτι

Τζέικ Έιμπελ

Ντι Ουάλας

Κένι Ουόρμαλντ

Μοντάζ Ντίνο Γιονσάτερ

Φωτογραφία Ρόμπερτ Γέομαν

Σκηνικά Λόρενς Ντόρμαν

Μουσική Άτικους Ρος

Διάρκεια 121’

Διανομή Odeon