Ο Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος στην ποιητική συλλογή του «Εξορία στην Γέννηση» δοκιμάζει την πένα του στο ενιαίο (πλέον) της ποιητικής γραφής, κυμαινόμενος μεταξύ ποιητικών «πεζών» και πεζολογικών ποιημάτων. Έννοιες κληροδοτημένες στον ποιητή από την προϋπάρχουσα παράδοση –κοινοί τόποι της σύγχρονης ποίησης- γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας της ποιητικής σκέψης και γλώσσας και σε πολλά σημεία ανέρχονται σε ένα επίπεδο εύστοχης πρωτοτυπίας.

Από τη θεματολογία του Στεργιόπουλου που αποκρυσταλλώθηκε επιτυχώς σε ποιητικό λόγο ξεχωρίζει αυτή του Χρόνου, του Ύπνου, του Θανάτου, του Δρόμου και της Μουσικής. Ο Χρόνος –πάγιο ποιητικό αντικείμενο- υφέρπει ρητώς ή μη σε όλη τη συλλογή, καθώς η παντοδυναμία του καθιστά κάθε καθημερινή ασχολία τραγική «αντίρρηση στον χρόνο», όταν μάλιστα «σαν πέσει η αυλαία, χορτάτος φεύγει από την γιορτή μονάχα ο χρόνος». Έπειτα ο Ύπνος λαμβάνει μεταφυσικές διαστάσεις, αφού τρόπον τινά θεωρείται το στοιχείο που μας διαχωρίζει απ’ τους νεκρούς, οι οποίοι χαίρονται μεν ατέρμονο ύπνο, όμως όντας μόνοι τους «ζηλεύουν/ εμάς, το βράδυ/ μαζί γιατί θαβόμαστε, στο κρεβάτι, αγκαλιά…Χαρά ερωτοστολισμένοι». Το λεκτικό παιχνίδι μεταξύ Έρωτα και Χάρου λογοδοτεί στη δημοτική ποίηση, όπου η Χαρά είναι συνώνυμη του Γάμου, που ήθελε τη νύφη να νυμφεύεται τον Χάρο. Η τραγική αιχμή δίνεται μέσω της παρατήρησης ότι και οι ζωντανοί, αν και φαινομενικά τυχεροί, στον ύπνο κοιτούν «λευκό ταβάνι για ταφόπλακα». Ο Θάνατος παρουσιάζεται πρωτότυπα αδύναμος, σαν να αιτείται Ζωής∙ όποιον ζωντανό, όμως, φιλεί  «απ’ τη ζωή ξεσχίζει». Ξεχωριστή θέση στην ποίηση του Στεργιόπουλου κατέχει σίγουρα η Μουσική, που χρωματίζεται οντολογικά πολλαπλώς: η Μουσική ως σύνθεση από νεκρούς μόνο οργανοπαίχτες (γι’ αυτό και στους θνητούς είναι άγνωστο πάντα το τέλος) λαμβάνει τελικά διαστάσεις σχεδόν πλατωνικής αρμονίας. Θνητοί και τεθνεώτες συνδέονται και μέσω Μουσικής (όπως και μέσω Ύπνου, και έτσι «δι-επικοινωνεί» η συλλογή), αφού η θνητή ευτυχία ορίζεται ως «οι παύσεις οι μικρές, οι εκκωφαντικές/ σφηνωμένες, αναπάντεχα,/ καταμεσής στη μουσική». Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, όπως παρατηρεί ο ποιητής, που ο άνθρωπος όσες λέξεις δεν έχει εφεύρει «τις μιλά με μουσική», μια εξήγηση που βρίσκει τη δικαίωσή της στη δαρβινική θεωρία περί μουσικής πρωτογλώσσας (που έδωσε τη θέση της στη ‘γλώσσα’ όπως την ξέρουμε).

Ακολουθώντας το κλίμα της γενιάς του, ο Στεργιόπουλος διαβάζει προσεκτικά τον Καβάφη και αφουγκράζεται πιστά κάποια τονικά σημεία, μέσω συντακτικής προσέγγισης. Για παράδειγμα, στο εξής απόσπασμα ακούγεται έντονα το καβαφικό Όσο μπορείς: «Κι αν δεν είμαστε αρκετά θεοί για να γεμίσουμε μ’ αγάπη όλους τους ανθρώπους, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον ετούτο: να γεμίσουμε με ανθρώπους όση αγάπη απομένει.» Η Μνήμη συνιστά επίσης κινητήριο δύναμη (για παράδειγμα, ανάκληση στιγμών μέσω φωτογραφίας), αλλά συνάμα τονίζεται και η αδυναμία της (Λήθη), αφού σε μια δικαιότερη ζωή, θα «ξεχρεώναμε με αναμνήσεις», όμως «ξεχνούν οι άνθρωποι». Στο ίδιο πνεύμα,  οι αναμνήσεις παρουσιάζονται ως τα άνθη- δένδρα που επιβιώνουν ως τα γεράματα για να μας προσφέρουν σκιά, μόνο αν ποτίζονται με αίμα, ιδέες που συναρμόζουν διδάγματα περί Ιησού-αμπέλου με την τελική «άνθιση» του ξύλου του σταυρού με αίμα. Ακόμη «η Ιθάκες» του Στεργιόπουλου σε σχέση με τις καβαφικές συμφωνούν στο ότι  είναι «μάταιη αναζήτηση του δρόμου του σωστού». Προσθέτει (και διαφοροποιείται), ωστόσο, τονίζοντας την ουσιαστική αν-υπαρξία του δρόμου, αφού «χάνεται ευθύς μόλις σηκωθεί η φτέρνα»∙ άλλωστε αν κάτι υπάρχει αυτό είναι προγραμματισμένο εκ γενετής («Βγαίνει ο δρόμος, φίδι/ από τον ομφάλιο λώρο….Όλοι περπατάμε τον εαυτό μας.»). Αυτό που μένει είναι –κατά τον ποιητή- «να βρεις…τα σωστά παπούτσια/ κι όχι τον δρόμο τον καλό».

Στα ξεκάθαρα θετικάστοιχεία της ποίησης του Στεργιόπουλου συγκαταλέγεται η εύστοχη χρήση της μεταφοράς. Σε πολλά σημεία αναδεικνύεται το πώς η μεταφορά παρουσιάζει πραττόμενα και γιγνόμενα όχι μόνο παραστατικά αλλά και σαφώς πιο εύθετα (ad hoc) σε σχέση με την κυριολεξία. Σταχυολογώ: α) «Η ζωή σαν να’ κοψε ταχύτητα, εκείνη…χάθηκε μέσα στο φως της πόρτας αποβίβασης.», β) «τίναξε κάτι χρόνια από την μπλούζα (υπολείμματα βουλιμίας νεανικής)», γ) «Πάθος, να ομοιοκαταληκτούν τα σώματα/μα αγάπη, οι έμμετρες, οι σκέψεις.»

Η χρήση αυτή της μεταφοράς και η εν γένει ορμητικά φιλοσοφική γραφή θύμισε στα ποιητικά πεζά το φως και το πάθος του τόνου του Ελύτη και την βαρεία απλότητα του Καζαντζάκη. Αυτό στα πεζά. Στα σε στίχο γραμμένα ποιήματα ήταν σαν να καθίστατο σαφές πως η ποίηση, αν και ενιαία, επιτρέπει στον κάθε ποιητή μερική επιτυχή πρόσβαση. Πιο συγκεκριμένα, στα ποιήματα που δεν ήταν γραμμένα ως πεζά, ο ρυθμός, αντί πιο παλλόμενος, μέσω των φυσικών παύσεων που δίδει η αλλαγή στίχου, διακοπτόταν αφύσικα, πιο αφύσικα απ’ όσο στο φαινομενικά πεζό κείμενο, όπου (λογικά) το έργο του ποιητή είναι δυσκολότερο. Η ξεκάθαρη ποιητική φωνή των πεζών χανόταν στα ποιητικά, ο τόνος ήταν ασύμφωνος και μετέβαινε σε άλλους μη αναμενόμενους (από τις απροσδόκητα βαλμένες παύσεις). Αυτό που κρατούσε το κείμενο αξιοπρεπές ήταν η επιτυχής χρήση της γλώσσας και το θεματικό ενιαίο ποιητικών πεζών και πεζολογικών ποιημάτων. Τέτοιες «μεταβολές» δεν παύουν ωστόσο να είναι αξιόλογες ποιητικά και άξιες προσεκτικής ανάγνωσης.

Η ποιητική συλλογή του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου, με τίτλο «Εξορία στην Γέννηση», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.