Το μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά, Νανά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε pocket.


Το μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά Νανά εκδόθηκε το 1880, αλλά είχε καταρχήν δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα Βολταίρος (από τις 16 Οκτωβρίου 1879 ως τις 5 Οκτωβρίου του 1880). Το βιβλίο, το οποίο έμελλε να γίνει ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της γαλλικής λογοτεχνίας, προκάλεσε ποικίλες και έντονες αντιδράσεις στην εποχή του. Από τον Φλωμπέρ: «Εξαιρετικό! […] Αριστουργηματικό! Ο θάνατος της Νανάς είναι μιχαηλαγγελικός» και τον Ουισμάν: «Οι αστοί εξεγέρθηκαν» ως την κυβέρνηση που σκέφτηκε προς στιγμήν να απαγορεύσει την κυκλοφορία του. Η Νανά, μια πόρνη πολυτελείας, τα έργα και τις ημέρες της οποίας παρακολουθούμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ανάγεται από τον Ζολά σ’ αυτό το μυθιστόρημα στο απόλυτο θηλυκό. Πε­ριουσίες ολόκληρες αφανίζονται για χάρη της, ένα σωρό λαμπεροί χαρακτήρες σέρνονται εξουθενωμένοι στα πόδια της μέχρι του σημείου της αυτοκτονίας, ακόμα και οι γυναίκες προσπαθούν να μιμηθούν την εμφάνισή της. Η ακόρεστη δίψα της για πολυτέλεια και ηδονές όμως θα σταθεί και η αιτία της πτώσης της.
Το βιβλίο είναι ένας ύμνος για την ανδρική επιθυμία αλλά και μια κοινωνική τοιχογραφία της εποχής της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, στην οποία η ηρωίδα δεν είναι παρά μια καταστροφική δύναμη που λυμαίνεται μια διεφθαρμένη και παρηκμασμένη κοινωνία.

Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα 


Ο Εμίλ Ζολά γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου του 1840. Ύστερα από την πρώτη του επιτυχία, το μυθιστόρημα Τερέζ Ρακέν (1867), συλλαμβάνει την ιδέα ενός μεγάλου «ρεαλιστικού κι επιστημονικού» μυθιστορήματος σε πολλούς τόμους, την ιστορία μιας οικογένειας, των Ρουγκόν Μακάρ, την περίοδο της δεύτερης αυτοκρατορίας, έργο που θα ολοκληρωθεί σε μια περίοδο 22 χρόνων. Το 1877 το μυθιστόρημά του με τίτλο Η ταβέρναθα του χαρίσει ευρύτατη αναγνώριση, ενώ η έκδοση του μυθιστορήματοςΝανά (1880) θα ξεσηκώσει σκάνδαλο. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση Ντρέιφους με το φλογερό του άρθρο «Κατηγορώ». Πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1902, στο διαμέρισμά του στο Παρίσι.


Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το μυθιστόρημα.