Κάτοικος Εξαρχείων με καθημερινή κατεύθυνση την περιοχή του Κολωνακίου, που είναι η εργασία μου τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, η πιο όμορφη διαδρομή για τον προορισμό είναι να ανηφορίζω, και να κατηφορίζω αντίστοιχα, την αγαπημένη οδό της Διδότου.

Σε αυτόν το δρόμο έδωσα εξετάσεις Αγγλικών στην Αμερικάνικη ένωση, σε αυτόν το δρόμο επισκέφτηκα τους πιο όμορφους κήπους της Αθήνας, αυτούς της Γαλλικής Σχολής, σε αυτόν το δρόμο γνώρισα την φίλη μου Γεωργία και το όμορφο μαγαζί της  Ίζημα, σε αυτόν το δρόμο πήρα το πτυχίο μου στο Ελληνικό Ωδείο, σε αυτόν το δρόμο γνώρισα την υπέροχη οικογένεια που έχει ένα από τα πιο παλιά καθαριστήρια της Αθήνας…

Ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου ήταν, και συνεχίζει να είναι, βαθιά συνδεδεμένο με αυτόν το δρόμο που τον αγαπώ τόσο πολύ και που εύκολα θα ήθελα σε έναν από τους αριθμούς του να βρίσκεται η εξώπορτα και του δικού μου σπιτιού. Και ας μην αναφέρω όλους αυτούς τους κάθετους δρόμους στη Διδότου που ο καθένας τους οδηγεί σε άλλες τόσες αναμνήσεις, άλλες τόσες  ιστορίες και σημαντικές εμπειρίες, με πρώτη αυτής της συνεργασίας μου με τις Εκδόσεις Στοχαστή που βρίσκονται λίγο παραδίπλα στην επίσης οικεία και κλασσική οδό Μαυρομιχάλη.

Και αν το Ελληνικό Ωδείο έκλεισε και το ξεθωριασμένο κτήριο μένει γερασμένο και μόνο, ευτυχώς δεν έγινε το ίδιο όταν μετακόμισε το μαγαζί της η Γεωργία, λίγους δρόμους πιο κάτω, στην επίσης αγαπημένη και πάντα επίκαιρη Ιπποκράτους.

Στη θέση του γεμάτου θετική αύρα και φως καταστήματος που άφησε πίσω της, είδα με έκπληξη ένα πρωινό να γίνονται εργασίες, να στήνονται ράφια, να ξεπακετάρονται βιβλία, να αλλάζει το σκηνικό, και σε λίγες ημέρες, η νέα «Ταμπέλα» έγραφε Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

 

Και ήταν μεγάλη μου  χαρά που σήμερα επιστρέφω ξανά στον ίδιο χώρο, στον αριθμό 19 της Διδότου, σε μία αγκαλιά από βιβλία, σε ένα σημείο τη Αθήνας που «μυρίζει» ιστορία, ελληνισμό και αγάπη προς την τέχνη και τον πολιτισμό.

Και τολμώ να ομολογήσω ότι νιώθω ένα μικρό δέος, έναν ιδιαίτερο σεβασμό μπροστά σε όλα όσα η Εστία σημαίνει για τους Έλληνες και τα ελληνικά γράμματα, ένα σεβασμό για όλους τους σημαντικούς εκείνους ανθρώπους (τον Κασδόνη, τον Κολλάρο, τον Σαραντόπουλο, την Καραϊτίδη) που αποτέλεσαν τη ψυχή της Εστίας και κατάφεραν με τη δική τους εντατική δουλειά να την παραδώσουν ακέραια και ασφαλή στη δική μας γενιά.

Συναντώντας τον Πολύκαρπο Νικολόπουλο, υπεύθυνο του βιβλιοπωλείου, και ακούγοντάς τον να σου μιλάει για την Εστία, ακόμα και αν δεν ήξερες τίποτα για αυτήν, καταλαβαίνεις αμέσως ότι πρόκειται για κάτι πραγματικά σπουδαίο. Και πώς να μην είναι τελικά σπουδαίο όταν μιλάμε για έναν εκδοτικό οίκο που φέτος κλείνει 130 χρόνια μιας ζηλευτής και αλησμόνητης πορείας;

Καθώς μας «ξεναγεί» στους χώρους του βιβλιοπωλείου που φιλοξενούν αποκλειστικά, και με τον τρόπο που τους αρμόζει, όλα  τα βιβλία των εκδόσεων, με ιδιαίτερο σεβασμό μας κατευθύνει στο «πατάρι», που εδώ είναι τοποθετημένο το γραφείο της κυρίας Μάνιας Καραϊτίδη, που για τόσα χρόνια ήταν η πραγματική ψυχή της Εστίας. Ο χώρος εδώ στα ψηλά είναι ντυμένος από αναμνήσεις ανθρώπων της τέχνης, που πια δεν είναι κοντά μας, αλλά το έργο τους μας θυμίζει την προσφορά και την αγάπη τους για τον πολιτισμό και τα γράμματα. Πολιτική, φιλοσοφία, ιστορία, το αρχείο της Εστίας και φυσικά παλιά τεύχη της Νέας Εστίας, όλα μαζεμένα στο λουσμένο με φως πατάρι, στα «ψηλά», εκεί που τους αρμόζει να βρίσκονται και να ατενίζουν το παρόν και την δική μας πορεία. Πόσο μαγική στιγμή να κάθεσαι «δίπλα» τους και να νιώθεις πως μοιράζεσαι μαζί τους λίγη από την αύρα αυτού του χώρου…

Εδώ λοιπόν καθίσαμε και εμείς, στις δύο δερμάτινες πολυθρόνες στο κέντρο, και σαν γνώριμοι από παλιά μιλήσαμε με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Παλαιολόγο και το βιβλίο του «Ο 13ΟΣ άθλος του Ηρακλή» από τις εκδόσεις της Εστίας, που στις μέρες μας μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.

Όταν αποφάσισα να συναντήσω τον Γιάννη Παλαιολόγο και να μιλήσουμε για το βιβλίο του, πραγματικά δεν ήξερα πως θα μπορούσα να χειριστώ μια συζήτηση μαζί του. Απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με πτυχίο στη Φιλοσοφία, Πολιτική, Οικονομικά και μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία και με ένα βιβλίο που πραγματεύεται την οικονομική κατάρρευση της χώρας, της θεσμικής παρακμής και της κοινωνικής της διάλυσης, πραγματικά ένιωθα τελείως έξω από τα νερά μου.

Όταν τελικά όμως συνάντησα από κοντά έναν χαμογελαστό, νέο, «καθημερινό» άνθρωπο, διατεθειμένο να κατευνάσει όλους τους φόβους για την άγνοια μου σχετικά με την οικονομική πολιτική και τους συγγενείς τομείς της, τα πράγματα άλλαξαν οπτική και το ενδιαφέρον μου έγινε ακόμα μεγαλύτερο.

Μην έχοντας προλάβει –δυστυχώς- να διαβάσω το βιβλίο πριν τη συνάντηση μας (πράγμα που κάνω τώρα και νιώθω περήφανος που δεν στέρησα αυτήν τη χαρά της γνώσης από τον εαυτό μου), ένα από τα λίγα πράγματα που γνώριζα ήταν ότι η συγγραφή και η πρώτη εκτύπωση και κυκλοφορία του βιβλίου ήταν στην Μεγάλη Βρετανία και στην Αγγλική γλώσσα.

«Το βιβλίο γράφτηκε στην Αγγλική γλώσσα επειδή νιώθω ότι έτσι μπορώ να εκφραστώ καλύτερα στον γραπτό λόγο» μου εξηγεί ο Γιάννης Παλαιολόγος και στην ερώτηση μου αν μπορεί εύκολα να διαβαστεί από τον απλό αναγνώστη,  μεταφρασμένο πλέον από τις εκδόσεις της Εστίας,  μου τονίζει πως «είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, σαν να διαβάζεις ένα μυθιστόρημα με αληθινούς χαρακτήρες και γεγονότα». Και αν στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου, διαβάζοντας το τώρα, ειδικά σε μία πολύ δύσκολη περίοδο της Ελλάδας, όχι μόνο είναι ένα βιβλίο που πρέπει ο κάθε Έλληνας να διαβάσει, αλλά μοιάζει σε πολλά σημεία του (προσωπική πάντα άποψη) να είναι προφητικό. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας τονίζει «μέσα από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου, όλα με αυτοτελές θέμα, μέσα από έντονη έρευνα και ρεπορτάζ, μέσα από δέκα αληθινές ιστορίες με χαρακτήρα μυθιστοριογραφίας, ήθελα να δείξω όλη αυτήν την παθογένεια που μας έφτασε ως εδώ σαν χώρα…».

 

Έχοντας δίπλα μου έναν δημοσιογράφο με τέτοιο βιογραφικό και λαμβάνοντας υπόψη μου το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα αυτές τις ημέρες δεν γινόταν να μην μιλήσουμε για το «φαινόμενο» της κρίσης. «Η κρίση νομίζω θα μπορούσε να μας κάνει περισσότερο καλό. Να είχαμε μάθει περισσότερα πράγματα μέσα από αυτήν. Δυσκολευόμαστε όμως να δούμε τις δικές μας ευθύνες…  Ο κόσμος έχει πλέον καταλάβει τα μεγάλα λάθη που έχουν γίνει. Πρέπει όμως να δούμε που πάνε όλα αυτά τα χρήματα και σε ποιούς. Χρειαζόμαστε να γίνουν επενδύσεις, να ανοίξουν δουλειές, να λύσουμε επιτέλους το κρίσιμο θέμα της ανεργίας…».

 

Ακούω τον Γιάννη Παλαιολόγο να μιλάει και είναι ίσως η πρώτη φορά που μια «πολιτικοοικονομική» συζήτηση μοιάζει στα αυτιά μου να έχει ουσία και προοπτική.

Μα περικυκλωμένος από τους σπουδαίους και «μεγάλους» τίτλους της Εστίας, εδώ στο καινούριο τους σπίτι, νιώθω περίεργα να μιλώ για μια Ελλάδα που όλοι αυτοί οι μοναδικοί άνθρωποι των γραμμάτων την είχαν ονειρευτεί πιο δυνατή, πιο σταθερή και σίγουρα πιο περήφανη από ότι είναι σήμερα…

Κλείνοντας τη συζήτηση μας με τον Γιάννη Παλαιολόγο, πριν του ζητήσω να διαλέξει το δικό του αγαπημένο βιβλίο από το χώρο, τον ρωτάω αν του αρέσει η Αθήνα και αν  η συγγραφή ήταν κάτι που τον γοήτευε από μικρός.

«Ναι, έγραφα από μικρός. Στο γυμνάσιο θυμάμαι είχα γράψει μια σειρά από ιστορίες με πρωταγωνιστές τους συμμαθητές μου… Μου αρέσει πολύ η Αθήνα. Είναι μία πόλη με κρυμμένες ομορφιές. Μου αρέσει το κέντρο. Εδώ βρίσκεις πράγματα και έναν αέρα που δεν μπορείς να βρεις σε μία τελείως οργανωμένη πόλη».

Η τελευταία αυτή πρόταση πραγματικά μου έκανε μια πολύ θετική εντύπωση και μου τόνισε για ακόμα μια φορά την μοναδικότητα αυτής της πόλης και αυτής της υπέροχης χώρας που αξίζει να την στηρίξουμε με κάθε τίμημα.

Στη γνωστή διαδικασία επιλογής του αγαπημένου βιβλίου από το βιβλιοπωλείο της Εστίας, τόσο του οικοδεσπότη όσο και του φιλοξενούμενου συγγραφέα, οι επιλογές ήταν οι εξής.

Ο Πολύκαρπος Νικολόπουλος, ο ευγενικός μας οικοδεσπότης, διάλεξε τη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη «Αντί στεφάνου», μια ιστορία που αφηγείται με μπρίο τις «περιπέτειες» του νεκροθάφτη Στέφανου Λαδικού σε ένα μικρό νησί που μάλλον δεν άντεξε τις εναλλακτικές του δράσεις εντός νεκροταφείου και τελικά τον απέπεμψε από το πόστο του…

Ο Γιάννης Παλαιολόγος διάλεξε «Τα Στερνά του Μίχαλου» του Καραγάτση, τον τρίτο τόμο ενός μεγάλου κυκλικού έργου που εντάσσεται στη χορεία ανάλογων μυθιστορηματικών τοιχογραφιών του Μπαλζάκ και του Ζολά. Στον τρίτο αυτό τόμο της σειράς, ο συγγραφέας ζωντανεύει τα τελευταία χρόνια του κεντρικού ήρωα Μίχαλου Ρούση, και μαζί, τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης Ελλάδας.

Τελευταίος, διάλεξα ένα βιβλίο από την ξένη λογοτεχνία των εκδόσεων της Εστίας επίσης, τον «Ποταμό της Μνήμης» του Ρίτσαρτν Πάουερς, ένα βιβλίο που αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού άντρα μετά από ένα τραγικό αυτοκινητικό ατύχημα, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα όλα τα συναρπαστικά επιτεύγματα, τις αμφιβολίες και τις ερωτήσεις της σύγχρονης νευροεπιστήμης.

Αποχαιρετώντας τον Γιάννη Παλαιολόγο, τον Πολύκαρπο Νικολόπουλο, το πατάρι της Διδότου, το γραφείο της κυρίας Καραϊτίδη, όλους τους παλιούς και νέους τίτλους των εκδόσεων της Εστίας και μαζί μια απίστευτη πορεία 130 ετών, σκέφτηκα ότι αυτή η χώρα, αξίζει να έχει την ίδια πορεία όπως και ο πολιτισμός της. Ακόμα και αν κάπου σκοντάψει, ακόμα και αν εμφανιστούν μερικές δύσκολες μέρες, συνεχίζει να υπάρχει, να διδάσκει, να εμπνέει και διακριτικά να γράφει ιστορία…

 

 

Μέσα από μια σειρά συναρπαστικών αφηγήσεων από τις μέρες πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης, “Ο 13ος άθλος του Ηρακλή” αναδεικνύει τα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά ρεύματα που άφησαν την Ελλάδα ανυπεράσπιστη, όταν έφτασε στις ακτές της ο παγκόσμιος οικονομικός τυφώνας, και σκιαγραφεί την ολέθρια αλληλεπίδραση μεταξύ ύφεσης, θεσμικής παρακμής και κοινωνικής διάλυσης από το 2010 και μετά.

Το βιβλίο ταξιδεύει από τα πεδία μάχης της Κερατέας, όπου διεξήχθη ένας λυσσαλέος πόλεμος για τα σκουπίδια στην αρχή της Μεγάλης Κρίσης, ως τα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ στην Κοζάνη και ως τη Μυτιλήνη, από τα κύρια σημεία εισόδου παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα. Συνομιλεί με τους πρωταγωνιστές της απόπειρας μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού επί Σημίτη, με κορυφαίους εφοπλιστές για το πώς βλέπουν τη σχέση με το ελληνικό κράτος, με πρόσφυγες από τη Συρία και με Αθηναίους που νιώθουν πολιορκημένοι μέσα στην πόλη τους.

 


__________________________________

Ευχαριστώ τις εκδόσεις της Εστίας για την άψογη συνεργασία, τον Πολύκαρπο Νικολόπουλο και το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων (Διδότου & Δελφών) για την θερμή φιλοξενία και φυσικά τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Παλαιολόγο για την συνομιλία και τις γνώσεις που μου προσέφερε το βιβλίο του.