Από τις εκδόσεις Ίνδικτος κυκλοφορεί το βιβλίο Μια κοσμική εποχή του Charles Taylor  σε μετάφραση του Ξενοφών Κομνηνού.

Σε ένα βιβλίο που έμελλε να αποδειχθεί σταθμός για τους καιρούς μας, ο Charles Taylor αναλαμβάνει την πρόκληση να διερευνήσει το νόημα της αλλαγής πού έχει συντελεστεί στη θέση της Θρησκείας στις Δυτικές κοινωνίες τους τελευταίους αιώνες: τί ακριβώς συμβαίνει ώστε μια κοινωνία που της ήταν αδιανόητο -πρακτικά και ουσιαστικά- να μην πιστεύει στον Θεό, να αντιμετωπίζει σήμερα την πίστη απλώς ως μία δυνατότητα του ανθρώπου μεταξύ άλλων;

Ο Taylor, αναμφισβήτητα ένας από τους διορατικότερους στοχαστές επί αυτών των ερωτημάτων, κομίζει μια μοναδική οπτική. Εξετάζει την εμφάνιση και εξέλιξη πτυχών της νεωτερικότητας εντός της καλούμενης “Δυτικής Χριστιανοσύνης”. Αυτό που αντικρίζει, δεν είναι στην πραγματικότητα ένας απλός και διαρκής μετασχηματισμός, αλλά μια σειρά από επανεκκινήσεις, όπου προγενέστερες εκφάνσεις της θρησκευτικής ζωής ξεθωριάζουν και νέες ξεπροβάλλουν στη θέση τους. Βλέπουμε λοιπόν πώς το σημερινό κοσμικό σύμπαν δεν χαρακτηρίζεται από την απουσία της θρησκείας -παρόλο πού σε ορισμένες κοινωνίες η θρησκευτική πίστη και πρακτική έχουν αισθητά εγκαταλειφθεί- αλλά μάλλον από τη διαρκή γέννηση νέων θρησκευτικών, αντι-θρησκευτικών και πνευματικών επιλογών, τις όποιες άτομα και ομάδες υιοθετούν ώστε να νοηματοδοτήσουν τον βίο τους και τις πνευματικές τους ανησυχίες.

Γεννημένος στο Μόντρεαλ του Καναδά το 1931, καθηγητής φιλοσοφίας και πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο McGill, μαθητής του G.E.M. Anscombe, του I. Berlin και της I. Murdoch στην Οξφόρδη, επηρεασμένος από τη φαινομενολογία του Heidegger και του Merleau-Ponty, αλλά και εμβριθής αναγνώστης του Wittgenstein, ο Ταίηλορ αποκαλείται συχνά “κύριος αναλυτικός εκπρόσωπος της ηπειρωτικής φιλοσοφίας”. Με τους A. MacInryre, M. Walzer και M. Sandel συγκροτούν αυτό που έχει αποκληθεί ρεύμα των “κοινοτιστών”, το οποίο γενικά εκλαμβάνεται ως αντίπαλο ρεύμα των “φιλελεύθερων” πολιτικών στοχαστών, όπως ο J. Rawls, ο J. Habermas ή ο R. Dworkin.

Από φοιτητής ήδη ασχολείται ενεργά με την πολιτική: με τον A. MacIntyre και άλλους συμφοιτητές του εκδίδει το “New Life Review” και παίρνει μέρος στα μεγάλα γεγονότα της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60. Το 1954 ως πτυχιούχος φοιτητής συμμετέχει στην καμπάνια για την απαγόρευση της βόμβας υδρογόνου και γενικότερα όλων των όπλων μαζικής καταστροφής στη Μεγάλη Βρετανία. Με τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία, τον Οκτώβριο του 1956, ο Ταίηλορ αφήνει την Οξφόρδη και πηγαίνει να ζήσει για έξι μήνες με Ούγγρους φοιτητές και πολιτικούς πρόσφυγες στη Βιέννη. Στη δεκαετία του ’60 επιστρέφει στον Καναδά και αναμειγνύεται ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας του από τις τάξεις του κεντροαριστερού Νέου Δημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο μάλιστα δύο φορές, το 1965 και το 1968, θέτει υποψηφιότητα για πρόεδρος , αλλά ηττάται από τον λαϊκιστή Trudeau. Αν και πολιτογραφημένος ως φιλόσοφος του “πολυπολιτισμού” απορρίπτει τον κατακερματισμό και ενστερνίζεται βαθιά την ιδέα της ενιαίας δημοκρατικής πολιτείας. Το 1979 κατεβαίνει στους δρόμους για να διαδηλώσει εναντίον της απόσχισης του Κεμπέκ από τον Καναδά. Το ενδιαφέρον του για τα κοινά συνεχίζεται ως σήμερα απαραμείωτο και όπως ο ίδιος δηλώνει “Η ενασχόληση με την πολιτική μού έμαθε πράγματα που θα ήταν αδύνατον να είχα αντλήσει μονάχα από τα βιβλία”.