Οι «Τρεις αδελφές» αποτελούν ένα από τα πιο γνωστά και πιο πολυδιασκευασμένα έργα του Τσέχωφ. Μέσα σε τέσσερις πράξεις, με αφορμή καταστάσεις καθημερινές και συνηθισμένες, ξετυλίγονται για άλλη μια φορά όλα τα γνώριμα τσεχοφικά μοτίβα: οι ανικανοποίητοι έρωτες, η αναζήτηση του νοήματος σε μια ασφυκτική σαν αγχόνη ζωή που εγκλωβίζει, οι προσδοκίες και τα όνειρα που μένουν ζωντανά για λίγες μόνο στιγμές προτού μαραθούν πνιγμένα από τη σκληρή πραγματικότητα.

Μετά τον θάνατο των γονιών τους, η Όλγα, η Μάσα και η Ιρίνα εγκαταλείπουν την αγαπημένη τους Μόσχα και ζουν μαζί με τον αδελφό τους Αντρέι κάπου στη ρωσική επαρχία. Έχοντας εξιδανικεύσει τα παλαιά μεγαλεία της τότε εποχής νοσταλγούν εκείνο το μεγάλο σπίτι, το γεμάτο κόσμο, κίνηση και διασκεδάσεις. Τώρα αγωνίζονται να ανασάνουν, να βρουν μια διέξοδο και να προσαρμοστούν με ανθρώπους και καταστάσεις που απέχουν πολύ από τις βαθύτερες επιθυμίες τους. Μοναδική τους παρηγοριά απομένουν πια οι επισκέψεις των αξιωματικών της φρουράς στο σπίτι τους.

Οι ήρωες του έργου, αν και μοιάζουν απόλυτα ηττημένοι, λαχταρούν απελπισμένα να αποδράσουν. Οι συγκρούσεις δεν είναι σχεδόν ποτέ άμεσες ανάμεσά τους, πάντα όμως υπάρχει ένα υπόγειο, λανθάνον ρεύμα που σιγοβράζει και που αποτελεί την κινητήρια δύναμη όλων.

Η Όλγα (Πέννυ Παπαδοπούλου), η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές και δασκάλα στο τοπικό σχολείο, ομολογεί με την πείρα των περισσοτέρων χρόνων της ότι τίποτα στη ζωή δεν έρχεται όπως το θέλουμε.

Η δεύτερη κατά σειρά, η απαισιόδοξη και μονίμως δύσθυμη Μάσα (Δέσποινα Κόκκαλη) είναι παντρεμένη με τον Κουλίγκιν (Γιώργος Κορφιάς), έναν πληκτικό καθηγητή ταγμένο να ακολουθεί τους κανόνες με ψυχρή ακαμψία κι ο οποίος έχει αποτύχει οικτρά να την αγγίξει συναισθηματικά χωρίς μάλιστα καν να το υποψιάζεται. Μια αχτίδα ελπίδας αρχίζει να αχνοφαίνεται όταν γνωρίζει κι ερωτεύεται τον αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν (Παλαιολόγος Χαλίδας), που αργότερα την εγκαταλείπει αναγκασμένος να ακολουθήσει αλλού το τάγμα του.

Η μικρότερη Ιρίνα (Ευγενία Μπρακουμάτσου) αντικατοπτρίζει περισσότερο απ’ όλες τη ρομαντική σκέψη, τη φρεσκάδα και την αθωότητα της νεαρής ηλικίας. Δέχεται να παντρευτεί τον βαρόνο Τούζεμπαχ με αντάλλαγμα τον γυρισμό στα πάτρια εδάφη και του υπόσχεται πίστη και υπακοή. Η ψυχή της όμως, ένα πιάνο κλειδωμένο και πολύτιμο με το κλειδί χαμένο, είναι ανίκανη να του προσφέρει αγάπη. Κι εκεί που όλα φαίνονται βαλμένα σε τάξη, τα φτερά του ονείρου της για την επιστροφή στη Μόσχα κόβει βίαια ο αναπάντεχος θάνατος του βαρόνου όταν εκείνος μπλέκεται σε μια μονομαχία με τον ερωτικό του αντίζηλο.

Ο Αντρέι τέλος (Σωκράτης Υδραίος) έχει παντρευτεί τη Νατάσα (Ειρήνη Βουρλάκου), μια γυναίκα χωρίς ευαισθησίες που δεν τον καταλαβαίνει, κι έχει εγκλωβιστεί στον βάλτο μιας ανιαρής και αδιάφορης οικογενειακής ζωής. Παγιδευμένος σε αυτό το υπαρξιακό σκοτάδι, αναρωτιέται κι αυτός για τον ουσιαστικό σκοπό του είναι του – «Οι άνθρωποι μονάχα τρώνε, πίνουν, κοιμούνται και ύστερα πεθαίνουν. Έπειτα γεννιούνται άλλοι κι αυτοί πάλι τρώνε, πίνουν, κοιμούνται».

Αναπόφευκτα, η υποταγή στη μοίρα φαντάζει ως η μόνη λύση: όταν και η τελευταία ελπίδα επιστροφής στη Μόσχα εξανεμίζεται, οι τρεις αδερφές μένουν ξανά μόνες για να συνεχίσουν μια ζωή ανάξιά τους, να δουλέψουν και να ξαναβυθιστούν στη μελαγχολία του χρόνου που κυλά βασανιστικά αργά και άχαρα.

Η ομάδα του «ATHENS ACTING STUDIO» είχε να αναμετρηθεί με ένα δύσκολο κλασσικό έργο. Η σκηνοθεσία (Νίκος Κατής) κινείται μέσα σε λιτά πλαίσια, χωρίς εκπλήξεις.   Όμορφη η εικόνα με το λευκό σεντόνι που μετατρέπεται σε γιορτινό τραπέζι προς τιμήν της Ιρίνας.

Σε γενικές γραμμές, οι ερμηνείες στο σύνολό τους αποδόθηκαν μάλλον σε επιφανειακό επίπεδο ενώ δεν έλειψαν οι στιγμές αμηχανίας. Εξαίρεση η Ευγενία Μπρακουμάτσου που καταφέρνει να αποτυπώσει τον αυθορμητισμό και την αμεσότητα της νεαρής Ιρίνας. Καλή η σκηνή του κλαυσίγελου, όταν πια αδυνατεί να σηκώσει το βάρος μιας αδιάκοπης δυστυχίας που φτάνει στο απόγειό της και τη συντρίβει, καθώς και η σκηνή «τρέλας» στο άκουσμα του θανάτου του παρά λίγο συζύγου της.

Ο Γιώργος Μπακόλας επίσης (γιατρός Τσεμπουτίκιν) αφήνει μια αίσθηση παραίτησης αλλά και την ονειροπόλα διάθεση ενός ποιητή να πλανάται στην ατμόσφαιρα.

Εσωτερική συγκινησιακή φόρτιση δεν υπάρχει, ωστόσο κάποιο συναίσθημα διαφαίνεται στην τελευταία πράξη, τότε που μέσα στη βαριά, πένθιμη ατμόσφαιρα μπλέκονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους η νοσταλγία, η διάψευση, η υποταγή και μια μικρή νότα αισιοδοξίας: «Θα ’ρθει ο καιρός που θα φύγουμε κι εμείς για πάντα. Και θα μας ξεχάσουν. Θα ξεχάσουν τα πρόσωπά μας, τις φωνές μας, πόσες είμαστε. Όμως τα βάσανά μας θα γίνουν χαρά για κείνους που θα ’ρθουν ύστερα από μας. Η ειρήνη και η ευτυχία θα βασιλέψουν στον κόσμο και οι άνθρωποι θα θυμούνται με καλοσύνη και θα ευλογούν όλους εμάς που ζήσαμε πριν απ’ αυτούς. Ω, αγαπημένες μου αδελφές, η ζωή μας δεν τέλειωσε ακόμη. Θα ζήσoυμε!»