Σήμερα το πρωί βρέθηκα από νωρίς στο δρόμο. Πεινούσα και είχα την ανάγκη να βάλω κάτι στο στόμα μου. Είδα ένα φούρνο – ξέρεις τώρα τι μυρωδιές αναβλύζουν πρωί-πρωί από ένα φούρνο – και επιθύμησα να πάρω μια τυρόπιτα. Είχα ανάγκη να φάω οπωσδήποτε.

Χρήματα είχα – όχι πολλά, ποτέ δεν έχω πάρα πολλά – μου έφταναν για την τυρόπιτα, όμως θα έβγαινα εκτός προϋπολογισμού (off budget) καθώς είχα ήδη φάει πρωινό. Μπαίνω που λες στο φούρνο και πιάνω τη φουρνάρισσα (συχνά είναι φουρνάρισσα) στο μπίρι-μπίρι. «Τι ωραίο που το έχεις το μαγαζί, κούκλα είναι!» και «εγώ δεν είμαι από εδώ, με πήρε η μυρωδιά και μπήκα μέσα» και «διακρίνω πρωτοτυπία σε κάποια από τα εδέσματα αλλά βλέπω έχεις και τα κλασσικά» και «χαμένη πας, αυτό το μαγαζί έπρεπε να είναι πρώτη μούρη» και «χρειάζεται να σε μάθει κόσμος, οπωσδήποτε πρέπει να σε μάθει κόσμος αλλιώς δεν κάνεις τίποτα» και «αμάν πια με τις αλυσίδες και τα φιρμάτα που τρέχουν και προσκυνάνε όλοι, ας πάρουν μια φορά από εσένα και να δεις τι έχει να γίνει μετά!».

Και πάνω σε αυτά της το σκάω το παραμύθι. «Κέρνα μια τυρόπιτα και θα είμαστε και οι δύο κερδισμένοι. Εγώ θα χορτάσω την πρωινή μου πείνα και θα φροντίσω να έχεις κι εσύ κέρδος από εμένα. Θα πω σε όποιον ξέρω και δεν ξέρω για τον φούρνο σου. Θα κάνω έξυπνες αναρτήσεις στο fb μου (ξέρεις πόσα like παίρνω εγώ;) για το φούρνο σου και για την καλύτερη τυρόπιτα της πόλης, θα γράψω στο blog μου που έχω να γράψω δυο μήνες, θα πω και στο φιλαράκι μου να περάσει αναφορές για το μαγαζί σου σε εκείνο το ωραίο site που γράφει και σε δεύτερη φάση να σου κάνει κι ένα αφιέρωμα και θα δεις ουρέεεεεες έξω από το μαγάζι! Το’χεις;»

Βγήκα από την πόρτα μασουλώντας την τυρόπιτα. Σας φαίνεται η παραπάνω ιστορία παράδοξη; Ή από τα μαλλιά τραβηγμένη; Κι όμως η όλη φάση έχει όνομα: Exposure.

O όρος γεννήθηκε στην Αμερική και αναφέρεται στο ποσοστό έκθεσης του καλλιτέχνη. Η έκθεση που απαιτείται προκειμένου να τραβήξει την προσοχή του κοινού και να καθιερωθεί. Με άλλα λόγια σε αυτά που αποδέχεται ή ακόμη και επιδιώκει να κάνει χωρίς αμοιβή προκειμένου «να τον μάθει ο κόσμος». Δεν αναφέρομαι δηλαδή π.χ . σε συνεντεύξεις. Αναφέρομαι σε συμμετοχές σε συναυλίες, συλλογές, premium cd, κλπ κλπ. Πράγματα από τα οποία κάποιοι άλλοι κερδίζουν (ή έστω εξοικονομούν) χρήματα, αλλά όχι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Αυτός το κάνει για το “exposure”.  Το οποίο με τη σειρά του θα οδηγήσει στην αναγνωρισιμότητα. Και αυτή με τη σειρά της θα οδηγήσει στο “monetize”. Στη μετατροπή δηλαδή της αναγνωρισιμότητας σε αμοιβές για τις δραστηριότητες του για τις οποίες έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να αμοίβεται.

Κι έτσι – για παράδειγμα – κάνεις μια πρώτη επαφή με το Φεστιβάλ κάποιου Δήμου και φροντίζουν να σε ενημερώσουν πριν στείλεις την οικονομική πρόταση ότι δέχονται συχνά προτάσεις από καλλιτέχνες που προτίθενται να συμμετάσχουν χωρίς αμοιβή γιατί έτσι «θα τους μάθει ο κόσμος» (βλ. exposure) κι έτσι θα αποκτήσουν ένα fan-base από το οποίο θα κάνουν monetize σε επόμενη φάση.

Και εγείρεται το ερώτημα; (σε άπταιστη αμερικάνικη ορολογία της πιάτσας για να μην θεωρηθώ και αφελής καλλιτέχνης με πλήρη άγνοια marketing και παραγωγής). Από πού ακριβώς θα γίνει αυτό το monetize; Από το επόμενο φεστιβάλ που κάποιος άλλος θα έχει προλάβει να χαλάσει τη φάση πριν από εσένα;

Απαραίτητη διευκρίνηση: Ο headliner έχει πάρει την αμοιβή του κανονικά επειδή εσύ πρότεινες (με δική σου πρωτοβουλία) να συμμετάσχεις χωρίς αμοιβή οραματιζόμενος ότι σε 2-3 χρόνια θα μεταμορφωνόσουν σε headliner.

Πάω να πάρω μια τυρόπιτα… Θα το σκεφτώ αν θα την πληρώσω.