Ένα σκοτεινό γκόθικ σκηνικό που θυμίζει  έντονα ταινία του Τιμ Μπάρτον μας μεταφέρει στο φανταστικό Γκύλλεν, μια μικρή πόλη της Γερμανίας όπου τα πάντα αποπνέουν παρακμή. Τα σπίτια και οι άνθρωποι ρημάζουν παραμελημένα κάτω από το βάρος μιας κατεστραμμένης οικονομίας και μιας ανύπαρκτης προοπτικής για το μέλλον. Όχι τυχαία όμως. Η αιτία του κακού βρίσκεται στο οργανωμένο σχέδιο της Κλαιρ Ζαχανασσιάν, μιας παλαιάς τους συμπολίτισσας η οποία, αφού προδόθηκε από τον εραστή της, εκδιώχθηκε και αναγκάστηκε να πέσει στην πορνεία εξαιτίας της τότε δικαστικής απόφασης. Πάμπλουτη πλέον, επιστρέφει ως δεύτερη Μήδεια ύστερα από 45 ολόκληρα χρόνια δηλώνοντας πρόθυμη να προσφέρει νέα πνοή ζωής – και μαζί ένα δισεκατομμύριο – στη γενέτειρά της υπό έναν όρο: να τιμωρηθεί με θάνατο εκείνος, ο πατέρας του παιδιού της που δεν αναγνώρισε ποτέ και που έγινε αφορμή όλων των δεινών της. Αρχικά, Δήμαρχος και κάτοικοι αναφωνούν με ομοβροντία πως εν ονόματι του ανθρωπισμού είναι προτιμότερο να παραμείνουν φτωχοί παρά να βουτήξουν τα χέρια τους στο αίμα. Πόσοι όμως και για πόσο είναι διατεθειμένοι να διατηρήσουν ακέραια τα ευρωπαϊκά ανθρωπιστικά μοντέλα τους; Θα καταφέρει η Κλαιρ-Κλωθώ να κάμψει τις ούτως ή άλλως ασθενικές αντιστάσεις τους και να γνέσει τη Μοίρα με τους δικούς της όρους;

Ο συγγραφέας Φρήντριχ Ντύρενματ παρατηρεί, ανατέμνει και επικρίνει τις ηθικές νοοτροπίες και τα ιδανικά της Ευρώπης. Οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στη διαφθορά, μπορούν να αγοράσουν και να πουλήσουν τα πάντα αλλά και να γίνουν συνένοχοι στο πιο ειδεχθές έγκλημα χωρίς τύψεις κρυμμένοι πίσω από τον μανδύα μιας ετεροχρονισμένης ψευτοδικαιοσύνης. Οι κάτοικοι του Γκύλλεν στην πραγματικότητα δεν είναι κακοί. Είναι απλώς πεζοί και παπαγαλίζουν αξίες που επιπλέουν στην επιφάνεια χωρίς ποτέ να ριζώνουν μέσα τους σε βάθος. Αρκεί η ανάγκη για επιβίωση και καλοπέραση για να πειστούν ότι, τι πιο φυσιολογικό από την «τήρηση των νόμων» με αντάλλαγμα ένα πτώμα. Δεν παραλείπει ακόμη να καυτηριάσει τον παρεμβατικό ρόλο των media που αλλοιώνουν γεγονότα και καταστάσεις κατά βούληση μόνο και μόνο για να τραβήξουν ένα καλύτερο πλάνο, καθώς και να γελοιοποιήσει τον εκπρόσωπο του θείου λόγου.

Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Κοέν πλάθει την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» ως μια ιστορία σκοτεινή με δόσεις μαύρου χιούμορ και διάσπαρτα γκόθικ στοιχεία (γάντια με κεντημένους σκελετούς, μαύρες δαντέλες, smokey eyes). Όμορφο εικαστικά το εύρημα της διπλής δράσης όπου η πλοκή εκτυλίσσεται μπροστά στη σκηνή την ίδια στιγμή που η Κλαιρ Ζαχανασσιάν και οι αυλικοί της εμφανίζονται στο φόντο πίσω από μια τεράστια μισοσπασμένη κορνίζα. Ομοίως και η μετατροπή της πλατείας του θεάτρου σε ανοιχτό δικαστήριο εν αναγγελία της τελικής απόφασης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο κίτρινο  χρώμα που δεν συμβολίζει μόνο την κλασσική έννοια του μίσους αλλά και τον δόλο και την προδοσία που διαποτίζουν τη μεταστροφή όλων. Στα μείον οι αργοί ρυθμοί και στα δύο μέρη της παράστασης που αφήνουν την εντύπωση ότι πλατειάζει καθώς και ορισμένες ερμηνευτικές και κινησιολογικές υπερβολές των δεύτερων ρόλων.

Η γηραιά κυρία Μίρκα Παπακωνσταντίνου στο πέρασμά της εκπέμπει μυστήριο και μια αίσθηση δέους. Είναι μια παρουσία στιβαρή, επιβλητική που κρατά εσκεμμένα αποστάσεις αφού γνωρίζει ότι είναι κυρίαρχος όλων – πραγμάτων, σωμάτων και ψυχών – ενώ χρωματίζει αβίαστα τη φωνή της όπου χρειάζεται. Ωστόσο, το πάλαι ποτέ ερυθρόμαλλο αγρίμι κρύβει και μια άλλη πλευρά: η λαχτάρα για ζωή και έρωτα ποτέ δεν πέθανε μέσα της, ούτε και η επιθυμία να προχωρήσει έστω και μέσα από τα όνειρά της. Στη σκηνή εξομολόγησης – απολογισμού μιας ύπαρξης που δηλητηριαζόταν μέρα με τη μέρα από το μίσος χωρίς επιστροφή είναι κάπως συγκρατημένη, χωρίς την ένταση που θα την απογείωνε συγκινησιακά.

Ο Δημήτρης Πιατάς ως Άλφρεντ Ίλ μετουσιώνει σταδιακά την αρχική του έπαρση σε έναν ξεκάθαρο πανικό που χτίζεται αργά και σταθερά καθώς βλέπει την ευμάρεια των συμπολιτών του να μεγαλώνει κι αναπόφευκτα τον κλοιό να σφίγγει ολοένα περισσότερο γύρω του. Ταυτόχρονα, αποδέχεται ότι πρέπει να πεθάνει κι αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση τον κάνει να μοιάζει άλλοτε θύτης κι άλλοτε εξιλαστήριο θύμα που τελικά οδηγείται στην προσωπική του κάθαρση.

Η Αιμιλία Υψηλάντη (Δήμαρχος) διαθέτει αρχοντική, κομψή παρουσία κι εκείνο το ύπουλα στημένο χαμόγελο κάθε πολιτικού που μεταμορφώνει την χαμαιλεοντική «ηθική» του αναλόγως των συμφερόντων του. Ομοίως στη στάση του σώματος, την έκφραση και τη φωνή της υπάρχει έκδηλος ο αμοραλισμός της εξουσίας.

Η Υβόννη Μαλτέζου είναι απολαυστική και προσδίδει ενδιαφέρον στο πρόσωπο της δασκάλας, το τελευταίο προπύργιο ηθικής. Είναι η μόνη που μέσα από τη μέθη της ξεστομίζει πολλές αλήθειες. Με απλοϊκή ειλικρίνεια διαισθάνεται πως μετατρέπεται κι αυτή σιγά σιγά σε δολοφόνο και πως κάποτε θα εμφανιστεί και σε αυτούς μια γηραιά κυρία που θα τους ανταποδώσει τα ίσα. Η μοναδική σπασμωδική προσπάθεια να ομολογήσει την αλήθεια στον δημοσιογράφο φιμώνεται από το πλήθος που λειτουργεί με τη μορφή όχλου.

Αξιοπρεπείς στάθηκαν επίσης ο Άλεξ Κάβδας ως Αναμεταδότης με απόκοσμη φωνή και ο Φαίδων Κεφαλέας στους ρόλους των επόμενων συζύγων της Ζαχανασσιάν.

Παράξενο και ξεχωριστό τόνο στο όλο σύνολο δίνει η σύντομη παρουσία του Λόμπυ, του τυφλού ευνούχου κι ακόλουθου της Ζαχανασσιάν (Δημήτρης Καστανιάς).

Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή υπογραμμίζει τη μυστηριώδη, μαύρη ατμόσφαιρα όπως και οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.

Αν και υπάρχει μια μικρή ελπίδα εκ μέρους του θεατή ότι ίσως ο πειρασμός του χρήματος δεν έχει καταπιεί εξ ολοκλήρου την ανθρώπινη φύση, οι συχνές προοικονομίες με τους πολίτες να στρέφουν εναλλάξ το όπλο εναντίον του Ίλ προεξοφλούν τις προθέσεις τους και δεν αφήνουν περιθώρια για αισιοδοξία. Έτσι, το τέλος αφήνει μια στυφή γεύση με τον μάλλον εύκολο θρίαμβο του κακού.

«Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», παρουσιάζεται  στο Θέατρο Βρετάνια, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν, έως την Κυριακή 31 Μαΐου 2015. Περισσότερες πληροφορίες.